Πέτρινα ημερολόγια – Κ. Σιλντς

1η δημοσίευση: Book Press

Υπάρχει κάτι στις ματαιώσεις, στις χαμένες ευκαιρίες, το οποίο προκαλεί το ενδιαφέρον μας στην τέχνη. Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται περί νοσηρής περιέργειας, αντίστοιχο του γρήγορου πλάγιου βλέμματος σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Είναι ουσιαστικά η περιέργεια του ανθρώπου που θέλει να επιβεβαιώσει ότι δεν ανήκει στην ίδια κλίμακα με τους πάσχοντες στο έργο, ότι η δική του ζωή υπήρξε σαφώς πιο επιτυχημένη, πλήρης ή, τουλάχιστον, όχι τόσο αδιέξοδη, επιζητώντας την ανακούφιση. Υπάρχουν βεβαίως κι εκείνοι που αναζητούν ενοχικά και μαζοχιστικά την απόδειξη ότι και η δική τους ζωή πήγε στράφι.

Σε κάθε περίπτωση, τα έργα του είδους προσφέρονται για πολλαπλές αναγνώσεις. Τα «Πέτρινα ημερολόγια» είναι η ιστορία μιας γυναίκας που έζησε στο περιθώριο, θεατής της ζωής της, δευτεραγωνίστρια στην δική της παράσταση. Σίγουρα υπάρχουν χειρότερα δράματα από αυτό, όπως ο πόλεμος, η πείνα, ο θάνατος. Αλλά όταν η επιβίωση είναι εξασφαλισμένη, η ζωή γίνεται απαίτηση. Και αλίμονο όταν ξοδεύεται χωρίς νόημα.

Φυσικά το ερώτημα που τίθεται εν συνεχεία είναι το προφανές: τι προσδίδει νόημα σε μια ζωή; Οι απαντήσεις είναι πολλές, αλλά δεν είναι χρέος του αναγνώστη ή του κρίνοντος να τις δώσει. Αυτή η ευθύνη ανήκει στη συγγραφέα, της οποίας χρέος ως δημιουργού είναι πρώτα και κύρια να πλάσει τον μύθο και εκεί να εντάξει την οπτική της, καθότι δεν είναι φιλόσοφος ή life coach αλλά καλλιτέχνης και επ’ αυτού θα κριθεί.

Ερωτήματα και απαντήσεις λοιπόν που μας οδηγούν σε ένα βιβλίο με χαρακτηριστικό τίτλο Πέτρινα ημερολόγια (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg), το οποίο έχει γυναίκα πρωταγωνίστρια. Αυτό από μόνο του δεν πρέπει να αποτελεί κριτήριο επιλογής για τον επίδοξο αναγνώστη, παρά μόνο σε σχέση με τον τρόπο πραγμάτευσης του θέματος. Είναι όμως κάτι που δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε, μιας και αποτελεί πρόθεση της συγγραφέως και βασικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Αναφέρομαι φυσικά στη φεμινιστική διάσταση – στο γεγονός ότι τα «Πέτρινα ημερολόγια» είναι ένα βιβλίο που εντάσσεται στη φεμινιστική λογοτεχνία. Και ως τέτοιο, να προτρέξω, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα της.

Συγκεκριμένα, διαβάζουμε την ιστορία της Ντέιζι Γκούντγουιλ, αγέννητης ακόμη ενώ την κυοφορεί η μητέρα της, ως τον θάνατό της σε μεγάλη ηλικία. Το μεσοδιάστημα που είναι η ζωή της ξεδιπλώνεται στα ενδιάμεσα κεφάλαια: η παιδική ηλικία, η εφηβεία, η ενήλικη ζωή, το γήρας και η αρρώστια που προηγείται του θανάτου. Ο βίος της καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα (1905-199-), κάτι που έχει σημασία όσον αφορά το σκοπούμενο του βιβλίου. Ας σκεφτούμε μόνο πόσα άλλαξαν μέσα σε 60 χρόνια, τόσο στο θέμα της γυναικείας χειραφέτησης όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις. Η Ντέιζι αποτελεί το παράδειγμα, αν και σίγουρα όχι το υπόδειγμα, του τι σήμαινε να είσαι γυναίκα του αιώνα.

Τα Πέτρινα ημερολόγια είναι ένα βιβλίο σκαλισμένο στην πέτρα, όπως και η ψυχή της γυναίκας αυτής. Ο πατέρας της είναι λιθοξόος και αναγείρει πέτρινα μνημεία, αλλά εκείνη δεν μπορεί να δημιουργήσει με τα χέρια όσα κρύβει στην καρδιά. Η πέτρα θα παραμείνει εντός της όσο ζει, ένας ογκόλιθος που θα φράξει τον οισοφάγο της, ώστε ποτέ να μη γίνει κραυγή.

Η γυναίκα θα αποδειχθεί ικανή στην κηπουρική και θα εξωτερικεύσει όλη την καταπιεσμένη της τρυφερότητα στα άνθη και τα φυτά. Θα ανακαλύψει τον σκοπό της στη μέση ηλικία, έχοντας κλείσει τον κύκλο της ως συζύγου και μητέρας – ρόλοι τους οποίους ασπάστηκε ως όφειλε κοινωνικά, αλλά στους οποίους ποτέ δεν διέπρεψε. Κανένα πάθος δεν διατάραξε την επιφάνεια της εσωτερικής της θάλασσας, είτε ερωτικό, είτε μητρικό, είτε φιλικό. Όλα στη ζωή της Ντέιζι υπήρξαν δοσομετρημένα, προφυλαγμένα εντός πέτρινων τειχών, αφήνοντας απέξω τους κινδύνους που ελλοχεύουν, αλλά ταυτόχρονα αποκλείοντας την ποικιλομορφία της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της.

Ο έρωτας, αυτή η απελευθερωτική δύναμη που μεταμορφώνει την ψυχή και ανακινεί τις εσωτερικές πλάκες του ανθρώπου, η ανάπτυξη της σεξουαλικότητας, η ηδονή που προσφέρει το σώμα, θα παραμείνουν μυστήρια για τη γυναίκα αυτή. Μόνο απόηχοι θα καταφτάσουν από μακριά. Η θύελλα που μαίνεται στον αιώνα τής απελευθέρωσης, ιδίως στις μεταπολεμικές δεκαετίες, θα την αγγίξει εξασθενημένα ως ψιλόβροχο, αφήνοντας ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και σκιές που ακροπατούν ξεπερνώντας την, αφήνοντάς την για πάντα πίσω μόνη, έστω εν μέσω πολλών αγαπημένων προσώπων. Όταν ανακαλύψει ότι πέραν των κλειστών θυρών της οικιακής φυλακής υπάρχει ένας άλλος κόσμος, ότι «η ζωή είναι αλλού», μέσα από ένα επάγγελμα (εκείνο της επιτυχημένης αρθρογράφου σε περιοδικά για την κηπουρική), τότε η γυναίκα θα παραδοθεί ολόκληρη σε αυτή τη δεξιότητα που την παρακινεί και την καθιστά ορατή.

Η λέξη «ορατότητα» είναι ίσως η πιο σημαντική στο βιβλίο αυτό, καθώς εξέφραζε κι ακόμη εκφράζει, μια γενιά γυναικών που πέρασαν ταπεινά αόρατες από τη ζωή τους. Γυναίκες που έζησαν, παντρεύτηκαν, γεννήσαν απογόνους και μετά χάθηκαν στο πουθενά, χωρίς κανείς να τους αναγνωρίσει την προσφορά τους. Ακόμα όμως κι όταν ερχόταν έξωθεν η αναγνώριση, επρόκειτο για εξαρτημένο αντανακλαστικό σε μια «προσφορά» προκαθορισμένη κοινωνικά, έναν ρόλο, στο οποίο το άτομο όφειλε να διαπρέψει παραμένοντας εντός του.

Ουαί και εάν παρέκκλινε από το όριο, η κατακραυγή θα ήταν αυτόματη και η εκπρόσωπος του φύλου θα μεταλλασσόταν σε παρία, σε ένα «εγωιστικό» άτομο, ανάξιο του ιερού καθήκοντος που του είχε ανατεθεί. Είναι λοιπόν η στιγμή εκείνη που η Ντέιζι θα ξεφύγει από την αορατότητά της και θα εμφανιστεί μπροστά στο κοινό ως αρθρογράφος. Θα επαινεθεί, θα αναγνωριστεί και, εξίσου σημαντικό, θα αμειφθεί για την εργασία της. Αυτόματα θα μετατραπεί σε πολίτη και θα αρπαχτεί από τον νέο ρόλο. Μικρή νίκη, αλλά σύντομη. Όταν κάποια στιγμή της στερήσουν την ιδιότητά της, θα καταρρεύσει, αφού θα πρέπει να επιστρέψει στην αορατότητα από την οποία με κόπο ξέφυγε, έστω προσωρινά.

Η Ντέιζι τελικά θα επανέλθει, έστω ευνουχισμένη, στον «πρότερο έντιμο βίο» της μετά την αποκαθήλωση. Το γήρας την αναμένει και ο αγώνας ενάντια στην καθημερινή φθορά είναι έργο που απαιτεί όλες τις δυνάμεις, όσες έχουν απομείνει. Θα τη συναντήσουμε στην ηλιόλουστη Φλόριντα παρέα με άλλες συνομήλικες να αναπολεί τα περασμένα, να αρρωσταίνει και να φθίνει σταδιακά. Δεν είναι μόνη της, δέχεται επισκέψεις από φίλες και τα παιδιά της.

Κάποια στιγμή, όσο είναι στο κρεβάτι της αρρώστιας, η μεγάλη κόρη της θα τη ρωτήσει: «Βρήκες την ολοκλήρωση; Έζησες στιγμές πραγματικής έκστασης; Άξιζε τον κόπο; Σ’ έφτασε η ζωή σου; Φοβάσαι;». Κανένα από τα ερωτήματα δεν θα λάβει απάντηση εκείνη την ώρα (και ποτέ όσο ζει). Δεν χρειάζεται, καθώς όλο το βιβλίο είναι μια απάντηση – βουβή αλλά ταυτόχρονα τόσο ισχυρή που διαπερνά τον αναγνώστη με την απουσία της. Αν εκείνη δεν μπορεί να φωνάξει και να απαιτήσει όσα δεν της δόθηκαν, τότε ο αναγνώστης νιώθει ότι οφείλει να το κάνει στη θέση της. Η γυναίκα θα φύγει όπως ήρθε στον κόσμο αυτό, μόνη της. Ο επικήδειος που θα εκφωνηθεί θα είναι λιτός αλλά σαφής, περιγράφοντας επακριβώς τη ζωή της: «…σύζυγος, μητέρα, πολίτης του αιώνα μας. Αναπαύσου εν ειρήνη».

Το ύφος και η κριτική

Υπάρχει ένα παράδοξο στην κριτική που οι πλέον σημαντικοί κριτικοί έχουν καταγράψει στα έργα τους και θα προσπαθήσω να μεταφέρω εδώ με απλά λόγια. Αφενός ο κριτικός επιχειρεί να αποσπάσει το έργο από τα «νεκρά δάχτυλα» του δημιουργού, της εποχής και των αρχικών προθέσεων, ανατέμνοντας το υλικό και στοιχειοθετώντας άποψη περί του ύφους, βάσει αναλογιών, ισορροπιών και δομικών χαρακτηριστικών που διέπουν, υποτίθεται, ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης.

Αφετέρου οφείλει να γνωρίζει ότι κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δεν είναι ανιστορικό, αφού η γλώσσα είναι κοινωνική κατασκευή και το άτομο τη «δανείζεται» όσο ζει, μεταφέροντας εντός της τις ιδέες της εποχής της. Επιπλέον, ότι το έργο υπόκειται αναγκαστικά στις απόψεις της εποχής του, άρα και σε όλα όσα έχουν μεσολαβήσει στο μεσοδιάστημα, τα οποία έστω υποσυνείδητα μεταφέρονται και μέσω του κρίνοντος, όσο κι εάν θεωρεί εαυτόν αμερόληπτο (ο διάλογος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος κατά τον Gadamer). Η λύση στο δίλημμα αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, να επιχειρήσει να παραμείνει θεματοφύλακας, γνωρίζοντας τα όρια που θέτει η εποχή και οι αντιλήψεις του – αντικειμενικά υποκειμενικός. Ας επιστρέψουμε στο βιβλίο όμως, γιατί οι απαντήσεις κρύβονται εκεί.

Τι από τα δύο πρέπει λοιπόν να προτάξει ο κριτικός; Το φεμινιστικό στοιχείο ή τη λογοτεχνικότητα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ιδίως εφόσον και τα δύο επιμέρους συνιστούν μια οργανική ενότητα. Προφανώς η μυθοπλασία προηγείται αφού η δημιουργός επέλεξε να είναι συγγραφέας κι όχι δημοσιογράφος, για παράδειγμα, ενώ χρησιμοποιεί τον λογοτεχνικό τρόπο για να προσφέρει τις απόψεις της σχετικά με τη ζωή της ηρωϊδας της. Από την άλλη το φεμινιστικό περιεχόμενο είναι η επιλογή της, ο λόγος για τον οποίο έγραψε το συγκεκριμένο κι όχι κάποιο άλλο βιβλίο.

Άρα εκείνο που πρέπει να κριθεί, δεν είναι οι προθέσεις της, αλλά το τελικό αποτέλεσμα. Και πιο συγκεκριμένα το πώς χειρίζεται λογοτεχνικά το φεμινιστικό περιεχόμενο. Η Carol Shields συναρμόζει άψογα τα δύο στοιχεία, διαθέτοντας ένα αξιοζήλευτο προσόν που συνήθως λείπει από τα στρατευμένα κείμενα: δεν επιβάλλεται στον αναγνώστη με τις ιδέες της, χωρίς να σημαίνει ότι κάνει την παραμικρή παραχώρηση σε αυτές. Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης δεν νιώθει ούτε στιγμή ότι υφίσταται πίεση να εξαγάγει συμπεράσματα ή ηθικές κρίσεις.

Η μυθοπλασία ακολουθεί τους δικούς της κανόνες, με τα πρόσωπα του βιβλίου να εναλλάσσονται και το καθένα να συμπληρώνει με τον δικό του τρόπο την κεντρική αφήγηση της πρωταγωνίστριας. Η συγγραφέας δημιουργεί ένα παλίμψηστο αφηγήσεων, συγκρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη ανελλιπώς ως το τέλος. Δεν είχα ούτε στιγμή την αίσθηση ότι υπήρξε πλατειασμός, σε ένα κείμενο που διέθετε την έκταση αλλά και την ένταση που απαιτούσε το θέμα του. Η συγγραφέας, και ως προς αυτό με παρέπεμψε στο εξαιρετικό «Στόουνερ» του Williams, στάθηκε στο πλάι αφήνοντας την πρωταγωνίστρια να μιλήσει έστω δια της απουσίας της. 

Εκεί ακριβώς αποτιμάται η λογοτεχνική αξία ενός κειμένου: το να καταγράψεις την οργή, την αδικία με στεντόρεια φωνή και καταγγελτικό λόγο είναι σχετικά εύκολο για έναν ικανό και παθιασμένο γραφιά. Πώς όμως να δηλώσεις την απουσία, την αορατότητα, την κίνηση στο περιθώριο μακριά από τα φώτα της λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας, δίχως να παρασυρθείς συγγραφικά στην αδιαφορία που κυοφορεί η μετριότητα;

Ξανά θα το τονίσω: το πάθος δεν είναι απαραίτητα βαθύ κόκκινο, μπορεί κάλλιστα να είναι λευκό, να είναι υπόγειο, να λειτουργεί υποδόρια, να ανθίζει σαν πολύτιμο άνθος άπαξ και μετά να καίγεται οριστικά και αμετάκλητα. Ακόμα και η ματαιότητα, το γεγονός ότι η μία και μοναδική ζωή μας φύεται, καρποφορεί και φθίνει μακριά από τον λαμπερό ήλιο των υψηλών προσδοκιών, ίσως έχει και μεγαλύτερη αξία, τουλάχιστον καλλιτεχνικά, προσφέροντας στον δημιουργό και τον αναγνώστη τη δυνατότητα να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και να αναρωτηθούν.

Ο βαθύς μετασχηματιστικός τρόπος της τέχνης λειτουργεί με διαφορετικούς τρόπους και η αμεσότητα δεν είναι απαραίτητα η πρόσφορη οδός. Ο υπαινιγμός, η εμμεσότητα, ο υπερτονισμός του καθημερινού και του εκ πρώτης ασήμαντου εις βάρος του εξαιρετικού γεγονότος και του εξ ορισμού σημαντικού, ώστε το πρώτο να αναδειχθεί ως πιο ιδιάζον, απαιτεί δημιουργικό οίστρο και ικανότητα. Η C. Shields σμίλεψε περίτεχνα την πέτρα. Η πέτρινη ηρωίδα της και τα ημερολόγιά της αποδείχτηκε ότι είχαν περίσσευμα ψυχής. Κλείνοντας το βιβλίο αυτό, ο αναγνώστης έχει καταφέρει δύο εξίσου σημαντικά πράγματα: να σκεφτεί και να νιώσει. Σπάνια η λογοτεχνία επιτυγχάνει και στα δύο.

 Υ.Γ.
Πώς είναι να έχεις στόμα, αλλά να μην μπορείς να ουρλιάξεις; Να σου έχουν δώσει φωνή μόνο για να επαναλαμβάνεις αυτά που οι άλλοι θέλουν να ακούσουν; Να έχεις αυτιά, αλλά να ακούς μόνο όσα κάποιοι άλλοι κρίνουν ότι πρέπει; Να έχεις χέρια που αγκαλιάζουν τους άλλους αλλά ποτέ εσένα; Να έχεις γεννητικά όργανα, μόνο για την ηδονή εκείνων που θέλησαν να σε αφοπλίσουν στερώντας τη δική σου χαρά; Και, τέλος, να έχεις καρδιά από πέτρα, γιατί την άλλη, τη σάρκινη, σου την ξερίζωσαν αμέσως μόλις γεννήθηκες και γι’ αυτό έβγαλες την πρώτη σου κραυγή, γνωρίζοντας από τότε πώς θα είναι η υπόλοιπη ζωή σου;

Σχολιάστε