Ο Πολωνός – Τζ. Κούτσι

Υπάρχουν δύο τρόποι να γράψεις ένα καλό βιβλίο: είτε να διηγηθείς μια ενδιαφέρουσα ιστορία είτε το αφηγηματικό σου ύφος να είναι ιδιαίτερο. Εάν επιτύχεις και στα δύο, έχεις πολλές πιθανότητες το πόνημα να γίνει κλασικό. Εάν αποτύχεις και στα δύο, είσαι ο Coetzee και έχεις γράψει τον «Πολωνό» (εκδ. Διόπτρα, μετάφραση Χρ. Σωτηροπούλου).

Ας ξεκινήσω με το θέμα, το οποίο αποτελεί τον ορισμό της κοινοτοπίας. Υπερήλικας Πολωνός πιανίστας ερωτεύεται -για ακατανόητους λόγους- μία 25 τουλάχιστον ετών νεότερη γυναίκα από την Ισπανία, με την οποία συνάπτει σύντομη ερωτική σχέση κατά την παραμονή του στη χώρα της. Επιστρέφει στη δική του και μετά από κάποιο διάστημα πεθαίνει αφήνοντας ποίημα σε χειρόγραφες σελίδες για την Μπεατρίς (δεν γράφω «Μπεατρίθ», μου φαίνεται γελοίο), το οποίο εκείνη μεταφράζει και το κρατά ως ανάμνηση. Αν και η αφήγηση γίνεται μέσω της γυναίκας σε τρίτο πρόσωπο, είναι ξεκάθαρο ότι το βιβλίο έχει γραφτεί από άντρα συγγραφέα. Εδώ, ξεκινώντας, εντοπίζω ένα πάγιο πρόβλημα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Ειλικρινά έχω βαρεθεί τις ερωτικές ιστορίες γραμμένες από άντρες που προσπαθούν να μεταφράσουν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και, το χειρότερο, τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Μετά από λίγες σελίδες γίνεται ξεκάθαρο ότι μιλούν για τον εαυτό τους, τις ανάγκες τους, τις ματαιώσεις τους, με έναν τρόπο που επιζητά την κατανόηση, τη συμπόνια, το οποίο διόλου σπαρακτικό δεν βρίσκω, αλλά μάλλον θλιβερό.

Εν προκειμένω, διαβάζοντας το βιβλίο είχα μόνιμα την αίσθηση ότι ο Coetzee προσπαθούσε με λογοτεχνικό τρόπο να «κλαυτεί», να δικαιώσει τον υπερήλικα άνδρα (με τον οποίο λογικό να ταυτίζεται ως 83χρονος) χρησιμοποιώντας ως μέσο τη γυναίκα. Θεωρώ ότι θα ήταν πιο ειλικρινές εάν ο Πολωνός είχε ως αφηγητή τον ίδιο τον Πολωνό πιανίστα, καθότι θα μιλούσε γι’ αυτό που πραγματικά ήξερε και ένιωθε. Φυσικά, θα έπρεπε να αποτινάξει από επάνω του την ανδρική του ματαιοδοξία, εκείνη δηλαδή του διανοούμενου που θεωρεί δεδομένο τον θαυμασμό των γυναικών που ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία θα τον επιθυμήσουν και θα αποδεχτούν τον έρωτά του -όχι με αδιαφορία ή σαν προσβολή, αλλά ως κάτι που αποτελεί μια δυνατότητα, ένα τελευταίο χειροκρότημα (πάντα από τις γυναίκες προς τους άντρες) προτού πέσει η αυλαία. Κι εάν ως άνδρες ίσως θέλαμε στα τέλη της ζωής μας να γίνουμε ο Δάντης που ζητά από τη Βεατρίκη να τον συνοδεύσει στον τελευταίο χορό, έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν ενοχλεί τις περισσότερες γυναίκες, καθώς τις υποβιβάζει ξανά σε δεύτερο ρόλο, παρακολουθηματικό. Μάλλον τα μοτίβα είναι πολύ ισχυρά και έχουν εσωτερικευτεί, παρακάμπτοντας εύκολα τις νοητικές αντιστάσεις.

Ακούω τον αντίλογο ήδη: Έτσι δεν είναι η λογοτεχνία η γραμμένη από άντρες, αιώνες τώρα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μας φέρνει στο δεύτερο σκέλος, όπως το έθεσα στην εισαγωγική παράγραφο. Εφόσον το αφηγηματικό ύφος είναι δεξιοτεχνικό και πρωτότυπο, όλα συγχωρούνται (ρωτήστε για παράδειγμα τον Σελίν). Το οποίο σημαίνει ότι θα αδιαφορούσα κατά πόσον το κείμενο είναι σεξιστικό ή ό,τι άλλο «-ιστικό», στην περίπτωση που η προσωπική σκηνοθετική ματιά του δημιουργού ήταν ιδιαίτερη, ώστε να παραμερίσω με χαρά όλες τις αντιρρήσεις στα επιμέρους – εφόσον ο τρόπος διαχείρισης του υλικού επετύγχανε να με κάνει να ξεχάσω τις διαφωνίες μου για θέματα ιδεολογίας, στάσης ζωής κ.ο.κ. Επιπλέον, δεν χρειάζεται ο συγγραφέας να είναι Τολστόι για να γράψει την Καρένινα (κανείς δεν μπορεί). Θα μπορούσε να έχει την τιμιότητα, το χιούμορ και τον κυνισμό ενός Φ. Ροθ (ίσως του σημαντικότερου μεταπολεμικού συγγραφέα) να περιγελάσει την αδυναμία του, να κανιβαλίσει τους πάντες και να κυλιστεί στον βούρκο με διονυσιακό πνεύμα. Αλλά αυτό απαιτεί συγγραφικό μεγαλείο που λείπει από τον Coetzee, ο οποίος όντας δειλός θα κρυφτεί πίσω από το προσωπείο της γυναίκας αφηγήτριας. Το αποτέλεσμα θα είναι ένα άνευρο, αδιάφορο και χλιαρό βιβλίο.

Εκείνο που περισσότερο με ενόχλησε -ως παραδοσιοκράτη- στον «Πολωνό», είναι ότι με εξώθησε να σκεφτώ με τρόπο που αποφεύγω, τουτέστιν άμεσα ιδεολογικό (ξέρω πως όλα είναι γλώσσα άρα ιδεολογία, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα). Δηλαδή το γεγονός ότι η γραφή του απέτυχε στο σημαντικότερο: να με κάνει να ξεχάσω ότι είναι ένας σύγχρονος λευκός άντρας συγγραφέας, αναγκάζοντάς με να τον κρίνω ως τέτοιο. Όσοι υπομονετικοί διαβάζουν τα κείμενά μου γνωρίζουν ότι είναι κρίσεις στις οποίες ποτέ δεν θα κατέφευγα για κάποιον Δημιουργό, όσο κι αν οι θεματικές του θεωρούνταν ακραίες από το σύγχρονο πολιτικά ορθό κοινό που αναζητά στο δέντρο τη σκιά που μόνο το δάσος δύναται να προσφέρει. Ο «Πολωνός» όμως δεν μου άφησε άλλη επιλογή πλην αυτής.

2 σκέψεις σχετικά με το “Ο Πολωνός – Τζ. Κούτσι

Σχολιάστε