Μετάξι – Α. Μπαρίκκο

Οι ιστορίες ματαίωσης, διάψευσης και χαμένων ευκαιριών (έρωτας δίχως ανταπόκριση) αποτελούν αφορμή και γόνιμο υλικό μυθοπλασίας. Οι λόγοι είναι κατά βάση δύο.

Αφενός τα έργα αυτά επιφέρουν άμεση συναισθηματική ταύτιση του αναγνωστικού κοινού, το οποίο με την ελάχιστη προσπάθεια μπαίνει στη θέση των πρωταγωνιστών – ιδίως εκείνοι της μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι έχουν βιώσει ή θεωρούν ότι έχουν κάτι αντίστοιχο, ανασύροντας νοσταλγικές μνήμες ένδοξου παρελθόντος (et in Arcadia ego). Αφετέρου, στην περίπτωση που ο αναγνώστης δεν έχει ζήσει όσα περιγράφονται, ταυτίζεται περισσότερο με τη ματαίωση που προανέφερα, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του ως τραγικό πρόσωπο. Αυτόματα η αδυναμία αναπληρώνεται από το γεγονός ότι η ολοδική του έλλειψη αποτελεί αφετηρία μύθου, καθιστάμενη άμεσα πιο ανεκτή (ο κατά Άρεντ λόγος ύπαρξης της ιστόρησης). Η τέχνη λειτουργεί ιαματικά και καθησυχαστικά, ναρκώνοντας έστω προσωρινά την απουσία ζωής.

Και επειδή δεν θέλω να κουράσω με ψυχολογικές αναλύσεις, έρχομαι στο «Μετάξι» του Μπαρίκκο. Ολιγοσέλιδο, ως όφειλε, αυτό το βιβλιαράκι καταπιάνεται με το κλασικό θέμα, ιστορώντας τη ζωή του Ερβέ Ζονκούρ και των ταξιδιών του στην Ιαπωνία προς ανεύρεση μεταξοσκώληκα, στα μέσα του 19ου αιώνα. Εκεί θα συναντήσει τον έρωτα, ο οποίος ποτέ δεν θα ευοδωθεί. Θα επιστρέφει πάντα στην αγαπημένη του σύζυγο που θα τον αναμένει. Μαζί με τον μεταξοσκώληκα θα κουβαλάει πάντα πίσω στα κρυφά και το βάρος του έρωτα, ζώντας μια μοναχική ουσιαστικά ζωή. Μόνο όταν χάσει την αληθινή αγάπη θα δει κατάματα την αλήθεια, αλλά τότε θα είναι πλέον αργά. «Το ανάλαφρο θέαμα που υπήρξε η ζωή του» θα συνεχίσει αδιάλειπτα, με εκείνον παρατηρητή και απόντα.

Όλα αυτά τα ρομαντικά μπορεί να ακούγονται όμορφα, αλλά όταν καταγράφονται θα πρέπει κριθούν ανάλογα. Στα θετικά το ευσύνοπτο κείμενο με στρωτή γραφή, κάποιες πολύ καλές σκηνές και ένα δυνατό plot twist προς το τέλος. Από την άλλη πλευρά, διέκρινα κάτι που με αποτρέπει από το να θεωρήσω το κείμενο αυτό εξαιρετικό: την κινηματογραφική του γραφή, το γεγονός ότι μοιάζει να έχει γραφτεί για να γυριστεί ταινία (αμέσως μετά είδα ότι όντως μεταφέρθηκε στο σινεμά). Ακριβώς την ίδια αίσθηση που είχα και με το «Τραγούδι του Προφήτη», κάτι που θεωρώ ότι αφαιρεί από τη λογοτεχνικότητα του κειμένου, από το βάθος και την ιδιαιτερότητα της συγγραφικής οπτικής. Να το θέσω πιο συγκεκριμένα: ολοκληρώνοντας το «Μετάξι» θυμόμουν την ιστορία -και πιθανό να τη θυμάμαι κι αργότερα- αλλά όχι τον συγγραφέα – καμία ιδιαιτερότητα στο ύφος, παρά μόνο δεξιότητα που θα μπορούσε να έχει ο οποιοσδήποτε ικανός σεναριογράφος αφηγούμενος αυτή τη ιστορία.

Ακούγεται ίσως ότι διυλίζω αυτή τη στιγμή, αφού ο ανυπόμονος αναγνώστης θα μπορούσε να μου πει: «Μα αφού σου άρεσε άνθρωπέ μου, τι μας πρήζεις με όλα αυτά;». Δεν θα είχα να απαντήσω πολλά επ’ αυτού παρά μόνο ότι είναι δικό μου βίτσιο (και εκείνο της κριτικής) να γνωρίζω επακριβώς τι μου άρεσε ή όχι και για ποιον ακριβώς λόγο. Και αφού το έχω εντοπίσει, να το καταγράφω προς τέρψη ή εκνευρισμό των υπολοίπων. Και για να γίνει αυτό, πρέπει ο κρίνων (μιλάω σε 3ο για τον εαυτό μου, δεν είναι καλό) να αποφύγει την άμεση ταύτιση, να γειωθεί συναισθηματικά, να παραμείνει υποψιασμένος θεατής και μόνο στο τέλος, όταν έχει πλέον πειστεί, να αφεθεί να παραδοθεί με ψυχρό πάντα πάθος.

Σχολιάστε