Περί σπόιλερς

Επειδή τίθεται συχνά το ζήτημα σε βιβλιοφιλικές ομάδες και αναγνώστες, κατά πόσον δηλαδή πρέπει ή όχι να γίνονται σπόιλερς στα βιβλία που αναρτώνται, θα καταθέσω τα εξής που νομίζω απαντούν στο ζήτημα. Ξεκινάμε με τη σημαντική διάκριση μεταξύ γραπτής παρουσίασης και κριτικής.

Στην παρουσίαση, η οποία πλειοψηφεί κατά πολύ σε όγκο, ο αναρτήσας παρουσιάζει το βιβλίο με λίγα λόγια για την πλοκή/ ύφος, προκειμένου να προτρέψει το κοινό να το διαβάσει. Δεν θεωρεί δεδομένο ότι ο αναγνώστης γνωρίζει την υπόθεση ή οτιδήποτε σχετικά με αυτό, οπότε διαλέγει προσεκτικά τα σημεία εκείνα που πιστεύει ότι είναι τα πιο θελκτικά. Στην ίδια λογική, αλλά με περισσότερα λόγια και πιο εμβριθές ύφος κινούνται και οι παρουσιάσεις σε sites και έντυπα, λειτουργώντας προωθητικά κυρίως, αποτελώντας αφορμές ανάγνωσης. Ο ρόλος τους σταματά εκεί, αν και ενίοτε εκφέρουν κρίσεις (συνήθως θετικές).

Όσον αφορά την κριτική, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο κρίνων καταθέτει άποψη επί του κειμένου συνολικά, δηλαδή ύφους και περιεχομένου ως ενότητα. Προκειμένου να το κάνει «σωστά», ανάλογα με τις δυνατότητές του, οφείλει να τεμαχίσει το κείμενο, να το αποδομήσει ει δυνατόν για να το αναδομήσει κριτικά (παράγοντας ένα διαφορετικό κείμενο, σε μια αέναα παραγωγική διαδικασία). Εφόσον κρίνει σκόπιμο, θα χρησιμοποιήσει την πλοκή, τις θεματικές, τα πρόσωπα και τη δράση, καθότι ακριβώς αυτά είναι τα όπλα της κριτικής του. Επομένως, η έννοια του σπόιλερ δεν υφίσταται καν, δεδομένου ότι η αποκάλυψη που επιχειρεί είναι πιο ουσιαστική και συνάμα απελευθερωτική από το επιφανειακό whodunit. Τόσο η εναρκτήρια όσο και η καταληκτική παράγραφος, σε συνδυασμό με όσα μεσολαβούν, αποτελούν ψηφίδες που συνθέτουν ένα παζλ. Η κριτική θα πάρει το σφυρί και, εάν κρίνει σκόπιμο, θα διαλύσει με μια σφυριά το παζλ αυτό, χωρίς να λογοδοτήσει σε κανέναν – σίγουρα όχι στους συγγραφείς, τους εκδότες ή σε ένα ανυπόμονο κοινό που περιμένει να μάθει «τι θα γίνει παρακάτω».

Στόχος της κριτικής δεν είναι η προώθηση ενός βιβλίου, οπότε δεν την αφορά να το καταστήσει θελκτικό στο πελάτη/ αναγνώστη, αποκρύπτοντας τεχνηέντως σημεία ή αναδεικνύοντας τα «hit», όπως κάνει η παρουσίαση. Τουναντίον, εάν είναι τίμια απέναντι στον εαυτό της και τον αναγνώστη που επενδύει χρόνο για χάρη της, οφείλει να σκάψει βαθιά και να φέρει στο φως όλα εκείνα που καθιστούν το βιβλίο άξιο αγοράς και ανάγνωσης ή όχι. Ολοκληρώνοντας, βάσει των παραπάνω, η κριτική θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση ότι τόσο ο κρίνων (δεν είναι δεδομένο) όσο και ο αναγνώστης της κριτικής να έχουν διαβάσει το βιβλίο. Σε έναν ιδανικό συνδυασμό ικανότητας και τύχης, μια καλογραμμένη κριτική θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως Επίμετρο στο έργο. Κι αυτή πρέπει να είναι η στόχευση του κριτικού, αλλά και του ώριμου αναγνώστη.

Σχολιάστε