Δύο νουβέλες για το φύλο – Τόμας Μαν

Ο μεγάλος Γερμανός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του κυνηγούσε το φάντασμα εκείνου που ο ίδιος θεωρούσε δάσκαλό του, του Γκαίτε. Κατά πώς τα περιγράφουν οι αναλυτές του έργου του, η εμμονή του τον ωθούσε σε παράτολμες συγγραφικές κινήσεις, όχι απαραίτητα επιτυχείς, με απώτερο στόχο να περικλείσει παν το επιστητό στο έργο του (κλασικό παράδειγμα η αμφιλεγόμενη τετραλογία του «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού»). Εντούτοις, το μεγαλείο και η ύβρις συνυπάρχουν άρρηκτα στους ιδιοφυείς – αμάρτημα συγχωρητέο, ιδίως όταν όσοι ακολούθησαν υπήρξαν αμετροεπείς δίχως να διαθέτουν το αντίστοιχο ταλέντο. Εξίσου συγχωρητέα είναι και η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που έχουν οι ίδιοι θέσει συνήθως λόγω νεότητας και απειρίας με κάποιες ήσσονος σημασίας στιγμές τους, οι οποίες όμως είναι απαραίτητες προκειμένου να εκτιμηθούν οι βέλτιστες της ωριμότητας.

Έκπτωτη

Το δεύτερο από τα δύο διηγήματα που περιέχονται στο μικρό, κομψό αυτό βιβλιαράκι των εκδόσεων Οκτάνα (μετ. Γ. Πάγκαλου) τιτλοφορείται «Έκπτωτη». Είναι από τα πρωτόλεια του συγγραφέα και δεν συγκαταλέγεται στις κορυφαίες δημιουργίες του. Στην ουσία βαδίζει στα χνάρια του Βέρθερου, λαμβάνοντας και παρόμοια -εκ των υστέρων- απόρριψη από τον δημιουργό του (δικαίως, θεωρώ και για τα δύο). Κινούμενο υφολογικά πιο κοντά στον Ρομαντισμό, ενσωματώνει όλες τις ευκολίες του, τον μελοδραματισμό και τις συμβάσεις εκείνες που καθιστούν ένα κείμενο εύπεπτο πλην όμως επιφανειακό. Το plot twist δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ η κατάληξη της αισθηματικής ιστορίας μάλλον είναι κατώτερη των προσδοκιών που ο συγγραφέας δημιούργησε στην έναρξη θέτοντας ψηλά τον πήχη: παρέα ανδρών διαφορετικών αντιλήψεων και θεωρήσεων, ιδίως σε σχέση με το θέμα της αυτοδιάθεσης και του χαρακτήρα των γυναικών, ανταλλάσσει απόψεις γύρω από την εστία. Στη συνέχεια ο ένας (εκπροσωπεί τον συγγραφέα), ο πιο κυνικός, θα ξεκινήσει να διηγείται την ιστορία ενός αγνού και ρομαντικού φοιτητή και της ερωτικής του σχέσης με μια συνομήλικη ηθοποιό, του οποίου η άσχημη κατάληξη (αποκλειστική ευθύνη της δόλιας και μίσθαρνης νεανίδος, προφανώς) θα αποδείξει τη δυσπιστία του απέναντι στο γυναικείο φύλο.

Δεν πρόκειται φυσικά να σταθώ εδώ στη σύγκρουση των φιλοφεμινιστικών και αντιφεμινιστικών απόψεων που εκπορεύονται από τη δράση, καθότι παραμένει δευτερεύον ζήτημα, μιας και το βασικό πρόβλημα του διηγήματος εντοπίζεται όπως προείπα στην ανάπτυξή του κι όχι στο περιεχόμενό του. Ο συγγραφέας εδώ φωτίζει εξαρχής τη σκηνή και τα πρόσωπα, με συνέπεια οι σκιάσεις να χάνονται – κι αυτό σε πλήρη αντίφαση με το όλο έργο του που στηρίζεται στον υπαινιγμό και το χιούμορ (δεν θα βρούμε τίποτα από αυτά τα δύο εδώ). Η διαφάνεια εξάλλου στην τέχνη, εν αντιθέσει με τη ζωή δεν είναι προσόν και τα πέπλα που ρίχνει ο καλλιτέχνης είναι εξίσου σημαντικά με εκείνα που επιλεκτικά απογυμνώνει. Δεν χρειάζεται όμως να προσθέσω ότι ακριβώς επειδή η «Έκπτωτη» είναι γραπτό του Μαν, διαβάζεται απολαυστικά. Είναι όμως αναπόφευκτη η σύγκριση που οριοθετεί τελικά την κρίση.

Όταν ο Γιάπε και Ντο Εσκομπάρ πλακώθηκαν στο ξύλο

Στο πρώτο διήγημα, ο Μαν εξορκίζει προσωρινά το φάντασμα του Γκαίτε, προσφέροντάς μας ένα έξοχο μικρό δείγμα της γραφής του. Το πλαίσιο της σύγκρουσης δύο αρσενικών για ασήμαντη και μάλλον αδιάφορη αφορμή προσδιορίζει εξαρχής τη δράση. Ταυτόχρονα, η απουσία γυναικείας παρουσίας υποκαθίσταται από την υπερχειλίζουσα αρρενωπότητα, σε όλες τις εκδηλώσεις της: φιλική και ταυτόχρονα ερωτική (προφανώς σε ένα υπόρρητο και ασυνείδητο επίπεδο). Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι ο συνεπής αναγνώστης του Μαν θα αναγνωρίσει ψήγματα από τον «Θάνατο στη Βενετία», μεταξύ άλλων, αφού τον έφηβο πρωταγωνιστή «κινητοποιεί» καλλίγραμμος και ευειδής νεαρός βρετανικής καταγωγής, βγάζοντάς τον από την καλοκαιρινή ραστώνη, παρασύροντάς τον σε ένα πιο αισθησιοκρατικό και σωματικό είδος επικοινωνίας και κοινότητας.

Η σύγκρουση των δύο κυρίαρχων αρσενικών (Γιάπε και Ντο Εσκομπάρ) συνδαυλίζεται, ενδυναμώνεται και χειροκροτείται από τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης (συνομήλικα αγόρια) που επιζητούν τη σωματική επαφή, τη βία και το αίμα όχι τόσο ως εξουσιαστική σχέση, αλλά ως ύψιστη μορφή σύνδεσης της αρσενικής κοινότητας. Όταν μάλιστα προς το τέλος η σύγκρουση λαμβάνει χώρα κι ο ένας διεκδικητής ματώνει και αποχωρεί, η αγέλη επιχειρεί να επιβάλει την παρουσία της επιζητώντας περισσότερο αίμα, τη συνέχεια της πάλης, έστω και με διαφορετικούς διεκδικητές, ευρισκόμενη θαρρείς σε διαρκή σεξουαλικό ερεθισμό, επιδιδόμενη σε μεταξύ της αθλητικές δραστηριότητες προκειμένου να εκτονώσει την συσσωρευμένη της ένταση. Μόνο η παρέμβαση του καθηγητή χορού και ταυτόχρονα μάρτυρα της μονομαχίας, του οποίου μάλιστα η αρρενωπότητα έχει τεθεί εν αμφιβόλω από την ομήγυρη, λειτουργεί κατευναστικά και πυροσβεστικά. Ειδικότερα όταν ο ισπανικής καταγωγής Ντο Εσκομπάρ (ο κομψεπίκομψος Νότιος διεκδικητής) αμφισβητεί την ανδρεία των Γερμανών (στιβαρό, δωρικό πνεύμα), είναι ο «θηλυπρεπής» καθηγητής που θα τον αποστομώσει, ενέργεια που θα τον προσδέσει εκ νέου στην ομάδα των αρσενικών.

Όσον αφορά τον νεαρό πρωταγωνιστή, το καλοκαιρινό επεισόδιο στο οποίο θα μετέχει ως παρατηρητής (μπαίνει αργότερα στον πειρασμό να συμμετάσχει στο αγώνισμα), θα λειτουργήσει ως τελετουργία περάσματος στην ηλικία της ανδρικής ωριμότητας. Η εισαγωγή με τις περιγραφές των εφηβικών γυμνών σωμάτων που απολαμβάνουν την παραλία και τον ήλιο, η οποία θέτει με αισθητικούς όρους το ανδρικό κάλλος, θα αντικατασταθεί σύντομα από τη ρεαλιστική περιγραφή της σύγκρουσης των αρσενικών κορμιών. Το αγόρι θα βιώσει τον θαυμασμό, τον ερωτισμό, τη σύγκρουση και την αποδοχή, τον διαχωρισμό και την ενσωμάτωση σε αυτό που αποδεικνύεται ότι τελικά αποτελεί μια γιορτή αρσενικής κυριαρχίας και υπερηφάνειας.

Δεδομένων όσων γνωρίζουμε πλέον για τις κρυφές τάσεις ομοφυλοφιλίας του συγγραφέα, είναι πολύ εύκολο να τοποθετήσουμε στο εν λόγω πλαίσιο το διήγημα. Δεν θα διαφωνήσω ότι ενυπάρχει κι αυτή η διάσταση. Παραμένω όμως επιφυλακτικός στις επαναγνώσεις των κλασικών έργων βάσει σύγχρονων θεωρήσεων, θεωρώντας ότι απλά ικανοποιούν βραχύβιες ανάγκες ενός ταλαντευόμενου κοινού που αναζητεί απεγνωσμένα την ταύτιση για ίδιους λόγους, επιβάλλοντας τις απόψεις του στο έργο αντί να ισχύει το αντίστροφο που απαιτεί παιδεία, μόχθο και εγκράτεια (παραδοσιακές ιδιότητες του πνεύματος). Όσον αφορά εμένα, το εξαιρετικό αυτό διήγημα παραμένει μια ανδρική ματιά στην εφηβεία, στο πώς ο Τόμας Μαν αισθητικοποιεί το φυσικό ή πώς περικλείει το φιλικό, το ερωτικό, το ψυχικό και το σωματικό στην ενοποιημένη αρσενική ταυτότητα που ανακαλύπτει σταδιακά τον εαυτό της στο πεδίο του Αγώνα (ρομαντική, συντηρητική άποψη).

Ακόμα όμως κι αν κάποιος διαφωνεί με την οπτική, ελάχιστη σημασία έχει. Η δύναμη του ολιγοσέλιδου αυτού κειμένου εντοπίζεται ακριβώς στην πολυεπίπεδη καλλιτεχνική του χάρη που το καθιστά διαρκώς επαναγνώσιμο.

2 σκέψεις σχετικά με το “Δύο νουβέλες για το φύλο – Τόμας Μαν

  1. ο Τόμας Μαν πρωτοπόρος ξεπερνά τον Γκαίτε

    κατά την ταπεινή μου γνώμη

    Επίσης από την «Έκπτωτη» έχουν επηρεαστεί 

    (τουλάχιστον για έναν είμαι σίγουρη )

    και καλοί μας συγγραφείς. Είμαι σίγουρη (όποιος διαβάζει θα το βρει)

    για κάποιον και στα μοναδικά του διηγήματα αλλά και στα μυθιστορήματά του

    οι ανδρικοί χαρακτήρες του με άγνοια για την γυναίκα

    προσπαθούν τον μισογυνισμό τους να τον δικαιολογήσουν

    λόγω του χαρακτήρα μιας γυναίκας που κάποτε συνάντησαν και δεν ήταν

    συναινετική, χωρίς αισθήματα άρα απλοϊκή και συμφεροντολόγα κάτι που τους ήταν αναγνωρίσιμο.

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Δεκτό, φυσικά. Απλά δεν στέκομαι σε αυτά τα ζητήματα με όρους «σωστού/ λάθους» όταν κρίνω τη λογοτεχνικότητα. Κατά τα άλλα, πάντα σε εκείνες τις εποχές, ο μισογυνισμός ήταν στην πρωτοκαθεδρία.

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε