Το τραγούδι του προφήτη – Π. Λιντς

1η δημοσίευση: Book Press

Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες δυστοπικών θεματικών, οι οποίες καθορίζουν συνήθως, αν όχι πάντα, το πού εντάσσεται ένα μυθιστόρημα. Η πρώτη τοποθετείται εξαρχής στο μέλλον, οπότε συνήθως ο συγγραφέας δημιουργεί εκ του μηδενός τον χώρο και το πλαίσιο δράσης, κάτι που τον φέρνει πιο κοντά στο φανταστικό. Η δεύτερη, αντιθέτως, φέρνει το… μέλλον στο παρόν, στην καθημερινότητα όπως τη γνωρίζουμε, παραλλάσσοντας ελαφρώς κάποια σημεία, τα οποία όμως είναι καίρια ως προς τη διαφοροποίηση με το οικείο. Το αποτέλεσμα είναι πως στη δεύτερη περίπτωση ο συγγραφέας αποφεύγει να «στιγματιστεί» ως συγγραφέας του φανταστικού, παραμένοντας στον χώρο της mainstream λογοτεχνίας. Προφανώς η ως άνω διάκριση είναι σχηματική, καθώς υπάρχουν έργα που πατούν γερά και στα δύο. Στην περίπτωση του Paul Lynch, η επιλογή είναι ξεκάθαρα η δεύτερη.

Θεματικές και περιεχόμενο

«Το τραγούδι του προφήτη» είναι ένα ρεαλιστικό, δυστοπικό μυθιστόρημα που λαμβάνει χώρα σε μια όχι τόσο μακρινή Ιρλανδία, η οποία σταδιακά πλην αναπόφευκτα οδηγείται σε ένα απολυταρχικό καθεστώς. Η νεότευκτη πολιτική εξουσία περιορίζει συνταγματικά δικαιώματα και στρέφεται ενάντια στους πολιτικούς της αντιπάλους, με μεθόδους αστυνομικού κράτους. Η κατάσταση οδηγείται στα άκρα και το αποτέλεσμα είναι εμφύλιος πόλεμος με τον άμαχο πληθυσμό να προσπαθεί να επιβιώσει σε εφιαλτικές συνθήκες. Αυτό που καθιστά το γεγονός ακόμα πιο τρομακτικό είναι ένα παραδοσιακό συγγραφικό τέχνασμα: ο Δυτικός αναγνώστης είναι έτοιμος να αποδεχτεί τη δικτατορία σε ένα απομακρυσμένο μέρος της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής, ως κάτι σύνηθες. Από την άλλη πλευρά, θα εκπλαγεί εις διπλούν εάν αυτό συμβεί σε μια χώρα με δημοκρατικούς θεσμούς και δη στις αγγλοσαξονικές χώρες, οι οποίες φημίζονται για τη σταθερότητά τους. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν οι μόνες (Κοινοπολιτεία και ΗΠΑ) που είχαν την τιμή να σταθούν αταλάντευτα απέναντι στον φασιστικό (και τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό στη συνέχεια), όταν η ευρωπαϊκή ήπειρος περνούσε με εντυπωσιακή άνεση στη σκοτεινή πλευρά. Οπότε η… φρίκη είναι πολλαπλή κάθε φορά που ένας Ιρλανδός ή Αμερικανός συγγράφει ένα βιβλίο του τύπου «Αυτά δεν γίνονται εδώ».

Περιέγραψα εν τάχει το πολιτικό πλαίσιο επίτηδες, κατά πώς το πράττει και ο συγγραφέας, ο οποίος σκόπιμα δεν στέκεται στο γιατί μια τέτοιου είδους κυβέρνηση κατορθώνει να ριζώσει σε δημοκρατική χώρα της Δύσης. Ο Lynch δεν ενδιαφέρεται για το γενικό αλλά για το ειδικό: όχι για την ιστορία αλλά για το άτομο. Πρωταγωνιστές μια μεσοαστική οικογένεια στο Δουβλίνο. Κεντρικό πρόσωπο η Άιλις, η οποία μετά τη σύλληψη και εξαφάνιση του άντρα της Λάρι βρίσκεται στη δεινή θέση να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά τους, ενώ η κατάσταση διαρκώς επιδεινώνεται και η επιβίωση γίνεται στοίχημα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την Άιλις ως όχημά του, αφού ως γυναίκα απέχει, εκ πρώτης τουλάχιστον, από το άμεσα πολιτικό. Εάν είχε επιλέξει τον σύζυγο ή τον μεγάλο γιο που στη συνέχεια πηγαίνει να πολεμήσει με τους αντάρτες, τότε το βάρος θα δινόταν στο ιστορικό πλαίσιο, το εκτός οικείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στο βιβλίο αυτό όμως, η δράση ως ένα σημείο τουλάχιστον κινείται στον οικιακό χώρο. Η εστία είναι το πρώτο πέπλο που σκίζεται, αφήνοντας τις σκιές να εισέλθουν στον χώρο εντός, καθιστώντας τον τρόμο πολύ πιο προσωπικό. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραβίαση του ιδιωτικού χώρου όταν μιλάμε για τον 21ο αιώνα σε μια ευνομούμενη χώρα αντηχεί στο δυτικό κοινό εντελώς διαφορετικά, λαμβάνοντας τις διαστάσεις θρίλερ (έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της θεματολογίας του κλασικού θρίλερ, δηλαδή την εισβολή άγνωστου προσώπου στην οικία, με το πολιτικό του αντίστοιχο, όπου τη θέση του εγκληματία παίρνει το Κράτος και οι απρόσωποι εντολοδόχοι του).

Η γυναίκα, σύζυγος και μητέρα καλείται να λειτουργήσει εντός του καθορισμένου από τους άλλους πλαισίου. Θα ανταποκριθεί στον ρόλο της ως προς όλα. Και στη συνέχεια, όταν θα χρειαστεί, θα εξέλθει από τον παραβιασμένο ιδιωτικό χώρο, στον έξω κόσμο. Εκεί θα αντιμετωπίσει υπέρτερες δυνάμεις, τη βία στην ωμή της μορφή, χάνοντας μαζί με αγαπημένα της πρόσωπα και κομμάτια του εαυτού της. Δεν διαθέτει τίποτα υπερηρωικό, επιμένει μάλιστα μέχρι τέλους να παραμείνει στον χώρο της και στα πάτρια εδάφη, προσμένοντας κάποιο θαύμα. Κι όταν αποφασίσει να αποχωρήσει, να κλείσει πίσω της την πόρτα, θα το κάνει με την ίδια αποφασιστικότητα, χωρίς να γνωρίζει κανείς -ούτε ο αναγνώστης- εάν πήρε την ορθή απόφαση. Μόνο η θάλασσα στην οποία καταλήγει, γνωρίζει. Οι άνθρωποι πλέον δεν έχουν λόγο, αφού όσα είχαν να πουν και να πράξουν την οδήγησαν ως εκεί.

Ο Lynch αφαιρεί σε κάθε κεφάλαιο και κάποια βεβαιότητα: την ιδιωτικότητα, το απαραβίαστο, την ελευθερία, την ασφάλεια και φυσικά τη ζωή ως το ύψιστο αγαθό. Τα άτομα χάνουν την ταυτότητά τους, αρχικά ως οικογενειακοί ρόλοι και αργότερα ως πολίτες μιας χώρας. Το πόσο επώδυνο είναι αυτό, ίσως δεν μπορεί να το καταλάβει εύκολα ο πολίτης μιας ευνομούμενης (έστω αποσπασματικά και ανολοκλήρωτα) χώρας, ο οποίος νιώθει οικεία εντός των προκαθορισμένων και παραδεδεγμένων ρόλων που τον ακολουθούν από τη γέννηση ως τον θάνατο. Είναι αυτή η απώλεια της ταυτότητας που αποστεγνώνει την Άιλις, μετατρέποντας ταυτόχρονα τον περιβάλλοντα χώρο από «σπίτι» σε «έρημη χώρα». Και είναι αυτό το τελευταίο που αφήνει πίσω της, μαζί με τους νεκρούς της που δεν πρόλαβε καν να θρηνήσει και να θάψει. Όση ζωή απομένει, τα παιδιά που επέζησαν, θα τα πάρει μαζί της στη ξενιτιά. Αλλά αυτό που αφήνει πίσω της δεν είναι πλέον το σπίτι, η πατρίδα, παρά ένα μέρος που κατοικεί ο θάνατος.

Το ύφος – Κριτική

Πάνω σε αυτές τις θεματικές, ο Lynch έχτισε ένα βιβλίο που κινείται με την αρμόζουσα από το θέμα του ταχύτητα, χωρίς περιττές παύσεις και επαναλήψεις. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αγωνία την εξέλιξη, ενώ προς τιμή του ο συγγραφέας δεν εκβιάζει το συναίσθημα. Μάλιστα από τη μέση και κάτω το έργο αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, οδηγώντας προς τη μη βεβιασμένη ολοκλήρωσή του. Ως προς αυτό, ο Lynch επέτυχε τον στόχο του. Κι εδώ αρχίζουν οι ενστάσεις μου. Όλα αυτά καλά, κι αν ο σκοπός είναι ένα ευχάριστο ως προς τη ανάγνωση (όχι ως προς το θέμα) βιβλίο, κρίνεται επιτυχής. Ετούτη όμως είναι μια επιφανειακή αξιολόγηση που δεν έχει, κατά την κρίση μου, νόημα per se. Εφόσον οι κεντρικές θεματικές είναι αυτές που παρέθεσα προηγουμένως, οφείλω να τονίσω ότι τις έχουμε δει αρκετές φορές, με εναλλαγή τόπου και χρόνου. Από μόνο του το γεγονός ίσως να μην είναι αρνητικό, αφού σε τελική ανάλυση οι περισσότερες ιστορίες έχουν ειπωθεί με κάποιον τρόπο. Τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί το ένα κείμενο από το άλλο, καθιστώντας το πόνημα άξιο λόγου; Τίποτα λιγότερο από το προφανές: το ύφος του, η ματιά του δημιουργού του όπως σκηνοθετεί τη γλώσσα. Εδώ υπολείπεται ο, συμπαθής κατά τα άλλα, Paul Lynch.

Διάβασα σε ένα σημείο της συνέντευξής του σε ελληνικό έντυπο ότι ως συγγραφέας οφείλει πολλά στο σινεμά. Η δήλωσή του επιβεβαίωσε κάτι που είχα διακρίνει από τα αρχικά κεφάλαια του βιβλίου, τη χρήση δηλαδή κινηματογραφικής οπτικής. Τα πλεονεκτήματα της τεχνικής αυτής είναι όσα έχω ήδη αναφέρει, δηλαδή ταχύτητα, ρυθμός και ένταση συναισθημάτων που κλιμακώνει σταδιακά, κρατώντας αδιάλειπτα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Από την άλλη πλευρά, η ιστορία αυτή δεν είναι δα τόσο πρωτότυπη και η κινηματογραφική οπτική της δεν συνδράμει στο να αποδοθεί με τρόπο που θα ξεπεράσει τον σκόπελο αυτόν. Μου θύμισε σε σημεία ένα καλοστημένο σενάριο που όσο κι αν το θέμα είναι δυσοίωνο και σκοτεινό, «παίζει» με οικεία μοτίβα, οπότε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση της κανονικότητας κάθε στιγμή, αφού το ύφος δεν δοκιμάζει τις αισθητικές του αντοχές. Θέλω να πω εδώ ότι ένα δυσφορικό θέμα απαιτεί κι έναν αντίστοιχα ανοικειωτικό τρόπο θέασης, προκειμένου να μην εκπέσει στο κοινότοπο. Και κάτι τέτοιο δεν διέκρινα στο βιβλίο.

Ο Lynch χωρίζει το κείμενο σε δύο διακριτά μέρη από υφολογικής πλευράς. Αφενός δίνει το βάρος στην κινηματογραφική πλοκή με γλώσσα στρωτή, μολονότι συχνά μακροπερίοδου λόγου. Αφετέρου παρενθέτει εμβόλιμα ποιητική γραφή, την οποία χρησιμοποιεί συνήθως αντιστικτικά: η φύση (η νύχτα, το σκοτάδι, ο κήπος, το τοπίο, οι εναλλαγές των εποχών) σε σχέση/ αντίθεση με το αστικό περιβάλλον και με τη βία, είναι το κλασικό μοτίβο που κυριαρχεί. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει την επαναληπτικότητα των μοτίβων, τα οποία εκτός του ότι παραπέμπουν σε υπέρτερη υφολογικά λογοτεχνία, δείχνουν ελαφρώς βεβιασμένα, υπό τη λογική ότι προσπαθούν να επιχρίσουν με λογοτεχνικότητα αυτό που κατά βάση είναι ένα σενάριο ταινίας. Με απλά λόγια, ο Lynch αποδεικνύεται ικανότερος στο σενάριο παρά στη λογοτεχνία καθ’ εαυτήν. Είναι τελικά η πλοκή που οδηγεί το βιβλίο και τον αναγνώστη κι όχι οι παρεμβαλλόμενες λογοτεχνίζουσες στιγμές που βρίσκονται εκεί ακριβώς για να θυμίζουν ότι πρόκειται περί «σοβαρού» μυθιστορήματος. Ίσως φανώ υπερβολικός, αλλά θεωρώ πως το ίδιο βιβλίο θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του ακόμα και πιο «στεγνό» υφολογικά, μιας και το επιπλέον δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό.

«Το τραγούδι του προφήτη», καταλήγοντας, θεωρώ ότι είναι από εκείνα τα βιβλία που θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν στο σινεμά, εφόσον βέβαια ευτυχήσουν με κάποιον ικανό σκηνοθέτη. Αν δεν στάθηκα στο γεγονός ότι το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Booker του 2023 είναι γιατί δεν θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία (πλην της ενημερωτικής) για τον αναγνώστη, αν και έχει σίγουρα για εμπορικούς λόγους. Να τονίσω ότι το πρόβλημα δεν έγκειται αποκλειστικά στις επιτροπές και την κρίση τους – είναι εξίσου θέμα προσφοράς. Εφόσον η λογοτεχνία της εποχής κινείται κατά βάση στον μέσο όρο του επαρκούς και του αποδεκτού, οφείλουν να επιλέξουν το καλύτερο εν μέσω των υπαρχόντων. Δεν γνωρίζω κατά πόσον οι λοιποί φιναλίστ και διεκδικητές ήταν αξιότεροι ή ο Paul Lynch ήταν η βέλτιστη επιλογή. Γνωρίζω όμως ότι εκείνο που οφείλει να καταδείξει η κριτική είναι άσχετο με βραβεία, αναγνωστικές μόδες και έντιμες προθέσεις. Το έργο στέκεται αυθύπαρκτο ως αποτέλεσμα, ενώ ταυτόχρονα συγκρίνεται αναγκαστικά με άλλα βιβλία (δεν υφίστανται οι έννοιες «καλό» ή «κακό», αλλά «καλύτερο από» και «χειρότερο από») του παρελθόντος και του παρόντος. «Το τραγούδι του προφήτη» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, αλλά δεν διαθέτει κάποια ιδιαίτερα λογοτεχνικά χαρίσματα, παρά τις έντιμες προθέσεις του δημιουργού του.

Σχολιάστε