Maniac – Μπ. Λαμπατούτ

1η δημοσίευση: Book Press

Αυτό το βιβλίο ιστορεί τη μήνι του Προμηθέα. Σε μια ουσιαστική αντιστροφή, ο Τιτάνας κλέβει τη φωτιά από τους Θεούς, αλλά μέσα στην ανεπίγνωστη μανία του που συνοδεύεται από ακόρεστη περιέργεια, δεν αναγνωρίζει φραγμούς. Ελεύθερος από τα δεσμά του, θα μετατρέψει τη ζωοδότρα φλόγα σε άσβεστο πυρ, ικανό να πυρπολήσει τη Γη και τους θνητούς για χάρη των οποίων βρέθηκε αρχικά δέσμιος. Ο Προμηθέας θα υποκύψει στους Δαίμονες εαυτού, ξεχνώντας ποιος είναι και από πού προήλθε. Αυτή είναι η μοίρα των χθόνιων υπεράνθρωπων, να βαδίζουν σε έναν έρημο κόσμο που κατοικείται μονάχα από τους ίδιους και τα κυήματα των εφιαλτών τους.

Το έργο

Το Maniac είναι ένα βιβλίο που περιστρέφεται γύρω από την προσωπικότητα του Τζων Φον Νόυμαν, ενός από τους πλέον ευφυείς μαθηματικούς του 20ού αιώνα, ο οποίος διακρίθηκε σε κλάδους όπως τα μαθηματικά, η φυσική, τα οικονομικά και η πληροφορική. Ο Λαμπατούτ στέκεται κυρίως σε δύο σημεία της ζωής και της καριέρας του. Τον ρόλο που έπαιξε στην κατασκευή τη ατομικής βόμβας και την προώθηση της υδρογονοβόμβας, όπως επίσης και τον ρόλο του ως «νονού» σε αυτό που στη συνέχεια έγινε γνωστό ως Τεχνητή Νοημοσύνη. Τον πρωταγωνιστή ως ιστορικό πρόσωπο στο ενδιάμεσο και μεγαλύτερης έκτασης κεφάλαιο («Τζων ή Τα τρελά όνειρα του λόγου»), πλαισιώνουν ο Αυστριακός φυσικός Πάουλ Έρενφεστ στο εισαγωγικό κεφάλαιο («Η ανακάλυψη του ανορθολογικού») και ο Λη Σεντόλ, Κορεάτης Master του παιχνιδιού Go («Λη ή Τα παραληρήματα της τεχνητής νοημοσύνης») στο καταληκτικό. Αυτή όμως παραμένει κυρίως η ιστορία του Φον Νόυμαν, μέσα από τις αφηγήσεις ανθρώπων που συνεργάστηκαν ή είχαν προσωπική σχέση μαζί του, σε μια πολυπρόσωπη αφήγηση, η οποία προσθέτει ψηφίδες που σταδιακά συνθέτουν το παζλ της προσωπικότητας του ανδρός.

Ο τίτλος του έργου είναι ενδεικτικός και προϊδεάζει τον ανυποψίαστο. «Maniac» (αρχικά του Mathematical Analyzer Numerical Integrator and Automatic Computer Model) είναι ο υπολογιστής ο οποίος βασίστηκε στο έργο του Νόυμαν. Σημαίνει όμως και «μανιακός», εκείνος που διακατέχεται από μανία. Αυτό το βιβλίο λοιπόν στηρίζεται σε δίπολα: την επιστήμη και τη μεταφυσική, τη λογική και το παράλογο, την ένθεη ευφυία και την εξίσου ένθεη μανία, την ελπίδα και τον τρόμο. Με άλλα λόγια, το δισυπόστατο της ανθρώπινης εμπειρίας, εκείνης που ξεκινά από τους ανθρώπους τον σπηλαίων και τα εργαλεία τους και συνεχίζεται με «πολιτισμένο» τρόπο μέχρι τη σχάση κι ακόμα πιο πέρα. Με τη βαθιά και ανεκπλήρωτη ανάγκη της ανακάλυψης, η οποία δεν γνωρίζει όρια και φραγμούς, παρά μόνο εκείνους που η ίδια η νόηση του ατόμου θέτει, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στο τέναγος που η κατά καιρούς και τόπους στρατιωτική/ πολιτική εξουσία αρδεύει προς ίδιον όφελος, στοχεύοντας στην κυριαρχία και την αέναη αναπαραγωγή της.

Έχουν τεθεί συχνά τα ερωτήματα περί της ευθύνης της επιστημονικής κοινότητας και δεν έχει νόημα να προσθέσω κάτι εδώ, καθότι δεν με αφορά η όποια αντικειμενική αλήθεια, παρά μόνο η μυθιστορηματική – τι είναι αυτό που ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να μεταδώσει και κατά πόσον το καταφέρνει. Το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν με αφορά κατά πόσον ανταποκρίνονται στην αλήθεια οι σκέψεις και οι δράσεις των πρωταγωνιστών (μια πρόχειρη έρευνα που έκανα πάντως έδειξε ότι όσα περιγράφονται έλαβαν χώρα). Επιπλέον, δεν είμαι επιστήμονας ούτε έχω γνώσεις σχετικές για να κρίνω. Και σε τελική ανάλυση καλύτερα, αφού αυτό είναι ένα έργο μυθοπλασίας κι ως τέτοιο οφείλω να το αποτιμήσω. Η κρίση μου επομένως θα είναι υποκειμενική, όπως και του συγγραφέα μέσω του οποίου «ομιλεί» ο Φον Νόυμαν και οι λοιποί.

Ο Λαμπατούτ έχει ως κεντρικό θέμα του τη μανία. Εκείνων που οραματίστηκαν και έβαλαν στην πρώτη γραμμή την ύπαρξή τους για να το πετύχουν, αλλά ταυτόχρονα δεν ορρώδησαν στο ελάχιστο τοποθετώντας στη ζυγαριά και τις ζωές των άλλων. Ταυτόχρονα αναφέρεται στο πώς εκδηλώνεται η μεγαλοφυία, πώς ως άλλος ιός κατακτά τον ξενιστή και στη συνέχεια τον κατατρώει από μέσα, ενώ την ίδια στιγμή διαβρώνει το αξιακό του σύστημα, τις έξωθεν προερχόμενες ηθικές προσταγές, δικαιώνοντας μέσω της ακατάβλητης ορμής οποιοδήποτε μέσο χάριν σκοπών που η ίδια έχει θέσει. Το πώς ο ιδιοφυής θνητός θέτει εαυτόν πέρα του καλού και του κακού, έχοντας κρυφτεί τεχνηέντως πίσω από το επιχείρημα της αντικειμενικότητας της επιστημονικής έρευνας, η οποία εξ ορισμού θεωρείται θετική και ανθρωπιστική. Τέλος, το πώς η επιστημονική κοινότητα, η έρευνα, τα αποτελέσματά της αυτονομούνται σταδιακά, υποκύπτοντας κάθε φορά στην εξουσία που τα χρηματοδοτεί αχόρταγα, με αποτέλεσμα ένα ιερατείο επιστημόνων με τους Προφήτες και τις Γραφές τους που δεν λογοδοτούν πουθενά παρά μόνο στην Εκκλησία της Επιστήμης τους.

Ένα ακόμα ενδιαφέρον θέμα που θίγεται στο βιβλίο είναι εκείνο της αυτονόμησης της τεχνητής νοημοσύνης. Δεν θα μιλήσω για κάτι που δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω, παρά μόνο στο πώς παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα. Στο τρίτο μέρος λοιπόν ο Λαμπατούτ φέρνει αντιμέτωπο τον Κορεάτη πρωταθλητή του Go Λη Σεντόλ, με το δημιούργημα του Ντέμη Χασάμπη (ένας από τους ιδρυτές της εταιρείας DeepMind), το AlphaGo. Ο άνθρωπος και το δημιούργημα συγκρούονται και το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Ο άνθρωπος ηττάται κατά κράτος. Πλην όμως, κι αυτό έχει αξία, καταφέρνει να πάρει το ένα παιχνίδι, κάνοντας μια κίνηση απονενοημένη, αναπάντεχη, η οποία οδηγεί την ΤΝ σε «πανικό» και στη συνακόλουθη ήττα. Γνωρίζοντας τη συνέχεια, και το πώς το επόμενο βήμα της ΤΝ, ο AlphaGo Zero, ήταν πλέον αήττητος ανταγωνιζόμενος αποκλειστικά το «είδος» του, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το γεγονός δεν είχε σημασία από αντικειμενικής απόψεως. Έχει όμως τεράστια από μυθιστορηματικής, αφού επιτρέπει στον συγγραφέα να ανθρωποποιήσει το επιστημονικό πλαίσιο της σύγκρουσης, καθιστώντας το δραματικό: ημιτελές και θνητό, το ανθρώπινο ον μάχεται ενάντια σε δυνάμεις υπέρτερες, οπότε καταφεύγει στο μοναδικό όπλο που διαθέτει, την έμπνευση, τη φαντασία. Έστω κι αν γνωρίζουμε ότι αυτού του είδους οι εντάσεις στόχο έχουν να συνδαυλίσουν το συναίσθημά μας και τον ανθρωποκεντρισμό μας, ο συγγραφέας επιτυγχάνει την ταύτιση, βασιζόμενος στον αταβιστικό μας φόβο απέναντι στο ανοίκειο. Ακόμα κι ο αποστασιοποιημένος αναγνώστης θα νιώσει πρωτόγονη χαρά όταν ο Κορεάτης, εκπρόσωπος της ηττημένης ανθρωπότητας, θα ορθώσει για μία και μοναδική φορά το ανάστημά του, κι ας είναι αυτό το κύκνειο άσμα. Το βιβλίο θα κλείσει με τα ψυχρά γεγονότα, αφού γνωρίζουμε ότι κανείς έκτοτε δεν αμφισβήτησε την υπολογιστική ισχύ της παντοκράτορος ΤΝ.

Το ύφος

Ο Eagleton αναφέρει χαρακτηριστικά στο «Πώς να διαβάζουμε λογοτεχνία» ότι υπάρχουν βιβλία που απολαμβάνουμε αλλά δεν εκτιμούμε, και βιβλία που εκτιμούμε αλλά δεν απολαμβάνουμε. Όπως κάθε διαζευκτικό επιχείρημα είναι εκ των πραγμάτων απλουστευτικό, αφού πάντα θα εμφιλοχωρούν στην εξίσωση ενδιάμεσες κατηγορίες, μολονότι ο συγγραφέας δεν περιόριζε την αξιολόγηση αποκλειστικά σε αυτά τα δύο. Εντούτοις, όταν ολοκλήρωσα το Maniac η επίγευση ήταν συνδυαστική. Εφόσον όμως έπρεπε να διαλέξω, θα έρεπα προς το «απολαυστικό». Και αυτό δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια.

Είμαι καχύποπτος απέναντι στα βιβλία της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής που εμπεριέχουν επιστήμη, ιστορία, δημοσιογραφία, λαογραφία και άλλα σχετικά παρακλάδια. Ο λόγος είναι αμιγώς λογοτεχνικός. Συνήθως η πληθώρα των πληροφοριών ενσωματώνεται για να υποκρύψει το σημαντικότερο όλων: την τέχνη του λόγου. Εφόσον το ουσιώδες συστατικό είναι ανεπαρκές, η «γαρνιτούρα» χρησιμοποιείται για να γεμίσει τα κενά, θαμπώνοντας τον αναγνώστη με την πληθωρικότητά της και την ευρυμάθεια του συγγραφέα (η μάστιγα της πολύχρονης έρευνας). Ο υποψιασμένος αναγνώστης στην περίπτωση αυτή οφείλει να απομονώσει τα στοιχεία αυτά και να εστιάσει στο κέντρο, δηλαδή την ίδια τη μυθοπλασία και τις απαιτήσεις της, κάνοντας το εξής απλό ερώτημα στον εαυτό του: Υπάρχει ουσιαστικός λόγος, αναγκαιότητα εσωτερικής φύσεως, για την παρουσία των εξωλογοτεχνικών συστατικών; Και εν συνεχεία, στο αναπόφευκτο ερώτημα, το οποίο αναφέρω κάθε φορά: υπάρχει ισορροπία στα επιμέρους στοιχεία ή το οικοδόμημα ρέπει και αμφιρρέπει;

Αν και αυτό το βιβλίο βασίζεται σε βιογραφίες προσωπικοτήτων και εμπεριέχει πληθώρα από επιστημονικά στοιχεία, κατορθώνει κάτι όντως δύσκολο – να αποφύγει την επάρατη ανισορροπία, προσφέροντας αναγνωστική απόλαυση. Ο Λαμπατούτ ισορροπεί αξιέπαινα μεταξύ του επιστημονικού και του λογοτεχνικού, εμβαπτίζοντας το ένα εντός του άλλου, διατηρώντας την εσωτερική αρμονία. Ταυτόχρονα κορυφώνει την ένταση, οδηγώντας με περίτεχνο τρόπο τον αναγνώστη από τη μία ιστορία στην άλλη, καθώς οι αφηγήσεις αλληλοδιαδέχονται. Οι πολλαπλές οπτικές προσφέρουν εύρος θέασης, χωρίς να γίνονται κουραστικές, ενώ οι θεματικές που προβάλλονται μέσα από την παράθεση γεγονότων συναρμόζονται έτσι ώστε να μην δηλώνονται με διδακτικό τρόπο εκμαιεύοντας το συναίσθημα. Το «Maniac» είναι ένα λογοτεχνικό page turner χωρίς τα ελαττώματα των τελευταίων, όσον αφορά τις παραχωρήσεις στην «καθηλωτική» πλοκή και τους επιφανειακούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Τούτου δοθέντος, το βιβλίο αυτό δεν θα ενταχθεί ποτέ σε κάποιον λογοτεχνικό κανόνα ούτε ο συγγραφέας του είναι σπουδαίος λογοτέχνης. Όπως όμως έχει ειπωθεί, δεν χρειάζεται όλα τα βιβλία να είναι αριστουργήματα, αλλάζοντας τον τρόπο θέασης του κόσμου, προκειμένου να διαβαστούν. Ο Λαμπατούτ καταφέρνει κάτι σημαντικό: κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον στην ιστορία του ως το τέλος. Σημαντικότεροι συγγραφείς, ας το ομολογήσουμε, συχνά έχουν αποτύχει ως προς αυτό.

Σχολιάστε