Η ζήλια – A. Ρομπ-Γκριγιέ

Ομολογώ πως αυτό το βιβλίο δεν το είχα ακουστά, ενώ τον συγγραφέα του τον γνώριζα με τη διπλή ιδιότητά του ως εκπροσώπου του λογοτεχνικού ρεύματος Nouveau Roman και -πρώτιστα- ως σεναριογράφου τού εμβληματικού «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ».

Χρειάστηκε να διαβάσω κάποιες συνεντεύξεις του εκνευριστικά φειδωλού σε επαίνους (και απολαυστικά πληθωρικού σε ψόγους) Ναμπόκοφ, ο οποίος μεταξύ των ελαχίστων συγχρόνων συγγραφέων που αποδεχόταν ως μείζονες συμπεριλάμβανε τους Μπόρχες και Ρομπ-Γκριγιέ. Η μεν πρώτη επιλογή απολύτως κατανοητή. Όσον αφορά τη δεύτερη, απαιτούσε από μέρους μου περαιτέρω διερεύνηση. Η ευκαιρία δόθηκε στο Παζάρι Βιβλίου, με τη «Ζήλια».

Σε πρώτη επαφή, ο τίτλος προϊδεάζει για κάτι διφορούμενο, δεδομένου πως στα γαλλικά το «Jalousie» σημαίνει ζήλια, αλλά ταυτόχρονα και γρίλια παραθύρου. Και ναι μεν πολλές οι γρίλιες στο μικρό το δέμας κείμενο, καμία όμως ζήλια δεν θα βρει εκ πρώτης ο αναγνώστης (περισσότερα για το θέμα αυτό στη συνέχεια).

Καθετί έχει τη σημασία του σε αυτό το κείμενο που είναι αυστηρά γεωμετρικό, όπως το σπίτι στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση ή, καλύτερα, η απουσία δράσης. Επιστρέφω όμως, προς ώρας, στον Ναμπόκοφ, ο οποίος προσφέρει εν αγνοία και απουσία του ένα κλειδί κατανόησης, κι ας μου συγχωρεθεί η παρέκβαση αυτή, αλλά νομίζω πως έχει νόημα.

Συγκεκριμένα, αναφέρει κάπου στις Διαλέξεις του πως είναι ανούσιο (χαρακτηριστικό ανώριμου αναγνώστη) να ευτελίζεις ένα κείμενο όπως η «Άννα Καρένινα» αναφέροντας το προφανές: πως πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο για τη μοιχεία, το προδομένο πάθος που οδηγεί στον θάνατο κλπ. Είναι πολύ πιο χρήσιμο για την κατανόησή του -σε όλη την καλλιτεχνική του έκταση- να έχεις δίπλα σου έναν χάρτη των σιδηροδρόμων της Ρωσίας της εποχής εκείνη (όποιος γνωρίζει την κατάληξη της ηρωίδας καταλαβαίνει το γιατί). Με αυτό το -σαφώς υπερβολικό- σχόλιό του ήθελε να δείξει στον ώριμο αναγνώστη πως η γοητεία της λογοτεχνίας (και συνάμα του συγγραφικού οραματισμού) κρύβεται στο επιμέρους, στη λεπτομέρεια και όχι στο προφανές και στο κραυγαλέο.

Επανέρχομαι στο βιβλίο του Ρομπ-Γκριγιέ και στον λεπτομερή χάρτη που παρατίθεται στις τελευταίες σελίδες του, ο οποίος χωρίς υπερβολή κρύβει το κλειδί της κατανόησης του κρυπτικού και ελλειπτικού αυτού κειμένου που περισσότερο υπονοεί παρά επεξηγεί. Κάθε κεφάλαιο όπως ξεκινά δεν φέρει κάποιον διακριτό τίτλο. Αντιθέτως, η αρκτική πρόταση σχετίζεται άμεσα με τον περίκλειστο χώρο και με το πώς το φως δημιουργεί σκιές, φωτίζοντας ή σκιάζοντας το εσωτερικό του και τους ενοικούντες, εφόσον αυτοί βρίσκονται εντός του. Αυτή η εναλλαγή αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δράσης (ή της απουσίας της), μεταθέτοντας το κέντρο βάρους από τα άτομα στον χώρο και τούμπαλιν.

Όχι, σε αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες στο επίκεντρο, τουλάχιστον όχι στο πρώτο επίπεδο της ανάγνωσης. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες είχα την έντονη αίσθηση πως δεν υπάρχει αφηγητής-πρόσωπο, αλλά πως το ίδιο το σπίτι, με τους διαδρόμους, τα δωμάτια, τις γρίλιες του, παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι τους ενοίκους του (όχι όμως με μεταφυσική οπτική), εξ ου και το απολύτως αποστασιοποιημένο, ψυχρό και αδιάφορο προς τις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις ύφος γραφής.

Ακόμα καλύτερα, είχα και έχω την αίσθηση της κινηματογραφικής γραφής (η δεύτερη, εξίσου σημαντική ιδιότητα του σεναριογράφου/σκηνοθέτη Ρομπ-Γκριγιέ), όπου ο αναγνώστης θεάται αποκλειστικά και τίποτα παραπάνω από εκείνα που θα παρατηρούσε στην περίπτωση που ο σκηνοθέτης-συγγραφέας είχε τοποθετήσει κάμερες στο σπίτι. Μια κάμερα θα ακολουθήσει/καταγράψει την όποια δράση (ή, ξαναλέω, την απουσία της) τους διαλόγους (εφόσον υπάρχουν) και τίποτε παραπάνω από αυτό. Δεν θα ερμηνεύσει, δεν θα εξηγήσει, δεν θα αναλύσει, δεν θα υπεισέλθει, το σημαντικότερο, στην ψυχοσύνθεση των ηρώων.

Ο ρόλος της κάμερας, του απρόσωπου και αποστασιοποιημένου «οφθαλμού, ος τα πανθ’ ορά» δεν είναι ταυτόχρονα και «δίκης οφθαλμός», εκείνος του κριτή, του παντογνώστη. Όλα όσα λαμβάνουν χώρα εντός των ορίων της δράσης της, στο εσωτερικό τού σπιτιού, είναι όλα όσα θα χρειαστεί και ο αναγνώστης και τίποτε περισσότερο.

Και εδώ ερχόμαστε ξανά στον ρόλο του συγγραφέα-σκηνοθέτη-παρατηρητή που παίζει ένα απόλυτα εγκεφαλικό παιχνίδι συμμετοχής/ συνενοχής με τον υποψιασμένο ενεργό αναγνώστη και όχι με την παθητική εκδοχή του που έχει συνηθίσει να αναμένει μασημένη τροφή, εύκολα συναισθήματα, γραμμική αφήγηση που ξεκινά-συνεχίζει-καταλήγει.

Το αφηγηματικό ύφος που έχει επιλέξει ο συγγραφέας είναι απόλυτο, υπαινικτικό, αεροστεγές και κλειστοφοβικό. Δεν παραχωρεί, δεν διευκολύνει, δεν ευχαριστεί. Αντιθέτως, ξεκινά και ολοκληρώνει με ψυχρό υπολογιστικό βλέμμα μικροσκοπίου, επιμερίζοντας τον χώρο και τον χρόνο μεταξύ σπιτιού και ενοίκων.

Δεν είναι τυχαίο που ως το τέλος αμφιβάλλουμε περί της ταυτότητας του αφηγητή, για τον οποίο κάποιες μικρές ενδείξεις μόνο υπάρχουν (πάλι ο χώρος: η θέση της 3ης καρέκλας και του 3ου πιάτου στο τραπέζι), προκειμένου να στοιχειοθετηθεί έστω και αδρομερώς ο τίτλος του βιβλίου ως «Ζήλια». Μα κι αυτός ο άνθρωπος (σύζυγος) περισσότερο παρατηρητής παρά μετέχων είναι, χαρακτηριζόμενος από τις ιδιότητες της «γρίλιας» παρά εκείνες ενός ανθρώπινου οργανισμού που αντιδρά συναισθηματικά ή όπως άλλως στα τεκταινόμενα.

Σε τελική ανάλυση, ουδεμία η διαφορά για τον αναγνώστη, είτε πρόκειται για τον σύζυγο, είτε για την κάμερα, είτε για το σπίτι, καθότι ο συγγραφέας είναι απλά…απών ως παντογνώστης παρατηρητής που περιγράφει τον ψυχικό κόσμο των χαρακτήρων του όπως τους έχει σκεφτεί, οδηγώντας τους κάπου. Η αίσθηση που αποκόμισα ήταν, αντιθέτως, η εξής: Ο Ρομπ-Γκριγιέ στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ως Αριστοτέλειο «πρώτο κινούν ακίνητον», έχοντας δώσει ακριβέστατες οδηγίες για το πώς θα στηθεί το σκηνικό (το σπίτι) και το πώς θα κινηθούν οι ηθοποιοί εντός του (για ό,τι συμβαίνει παραέξω μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε), εν συνεχεία απλά εξαφανίζεται από το προσκήνιο.

Η κάμερα παραμένει στημένη εκεί να παρακολουθεί τα πρόσωπα, τις σκιές, τον χρόνο να περνάει, ενώ το τελικό μοντάζ αρκείται στο να αλλοιώσει τη γραμμική πορεία του χρόνου της αφήγησης ενώνοντας κομμάτια και παραλείποντας ακόμα περισσότερα. Και μετά, οδηγούμαστε στο ζενερίκ και τίποτα δεν έχει αλλάξει, αν και τίποτα δεν είναι και το ίδιο, καθώς τα πιόνια (έμψυχα και άψυχα) έχουν μετακινηθεί ελαφρώς στη σκακιέρα, αλλά σε χρόνο και τρόπο εντελώς υποκειμενικό και ανοιχτό σε ερμηνείες.

Για την περαιτέρω κατανόηση του κειμένου ίσως βοηθήσει να αξιολογήσουμε το ύφος του Ρομπ-Γκριγιέ σε σχέση με το σημαίνον και το σημαινόμενο (Σημειωτική): Το μεν πρώτο (κατά τον Έκο) οργανώνει τους ήχους, το δε δεύτερο τις ιδέες. Η πειραματική χρήση της γλώσσας στη λογοτεχνία «διεξάγει πόλεμο» σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο του σημαίνοντος ως παιχνίδι των λέξεων (και μέσω της καταστροφής και αναδιάταξης των λέξεων, στην αναδιοργάνωση των ιδεών), και στο παιχνίδι με τις ιδέες (στο επίπεδο του σημαινομένου). Ο Τζόυς, ο Πίντσον και ο Ρομπ-Γκριγιέ από τη μία πλευρά παίζουν με τις λέξεις, ο Μπόρχες, από την άλλη, με τις ιδέες.

Τα αποτελέσματα είναι εξίσου ενδιαφέροντα και λυτρωτικά, καθώς ανοίγουν διαφορετικές…γρίλιες στο μυαλό, αφήνοντας να χυθεί άπλετο το λογοτεχνικό φως – καλύτερα ακόμα, οι σκιάσεις, οι εναλλαγές και οι λεπτές αποχρώσεις. Τελικά όλα εκείνα τα άνευ ευρύτερης σημασίας, ουδεμίας κοινωνικής ωφελιμότητας, μηδαμινής χρηστικής αξίας, μα γι’ αυτό ακριβώς υπέροχα σωματίδια που συνιστούν το πυριφλεγέθον όραμα της Λογοτεχνίας.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s