Έχουν παρέλθει οι εποχές που ως νεόκοπος αναγνώστης (πανεπιστημιακά έτη) εντρυφούσα στις μεγάλες μορφές του φεμινισμού: Από την Emma Goldman στην de Beauvoir και μετά στην Kate Millett, την Betty Friedan και τη Shulamith Firestone, αναζητώντας -τι άλλο;- απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με τις σχέσεις των φύλων, την πολιτική της σεξουαλικότητας, τις εξουσιαστικές δομές τής πατριαρχικής κοινωνίας και το πώς διαμορφώναν/ουν συνειδήσεις. Και, εν συνεχεία, τους τρόπους, τις δυνατότητες εξόδου από αυτόν τον μονόδρομο που αδρανοποιεί και τα δύο φύλα, υποτάσσοντάς τα σε ένα αέναο limbo καταπίεσης.

Επειδή όμως, όπως έχει πολύ σωστά ειπωθεί, οποιαδήποτε ιδέα παραμένει ίδια για επάνω από 10 χρόνια παύει να είναι πρωτοπόρα και γίνεται αναπόδραστα οπισθοδρομική, καλό είναι κάποιος να επανεξετάζει τις απόψεις, τις ιδέες και τη στάση ζωής του. Μιας λοιπόν και δεν έχω πλέον ιδιαίτερη (θεωρητική) επαφή με το αντικείμενο, χαίρομαι όταν κατά καιρούς συναντώ φρέσκες γυναικείες απόψεις.
Όπως έχω γράψει κι αλλού, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία να ομιλούμε εμείς για τις γυναίκες – καλό είναι να μιλάνε εκείνες για όσα τις αφορούν, εμείς να ακούμε και στη συνέχεια να διαλεγόμαστε (είναι πολύ πιο δύσκολο από όσο φαίνεται αρχικά). Πολλώ δε μάλλον όταν η σύγχρονη φεμινιστική οπτική συνδυάζεται με τη λογοτεχνική κριτική, καθώς αυτός υπήρξε αρχικά και ο λόγος για τον οποίο επέλεξα το βιβλίο αυτό (οι πολεμικές γενικώς με ξενίζουν και η πολιτική μού είναι αδιάφορη πλέον ως ανάγνωσμα).
Η Katie Roiphe είναι συγγραφέας, κριτικός, καθηγήτρια λογοτεχνίας και φεμινίστρια, καθιστώντας ενδιαφέρουσα την οπτική της. Μια οπτική Νεοϋορκέζας διανοούμενης, η οποία διαθέτει οξύ πνεύμα, σύγχρονη θεώρηση και δεν επαναπαύεται στις δάφνες του παρελθόντος αναμασώντας δογματικά ιδέες που έκαναν τον κύκλο τους, καρποφόρησαν σε άλλες συνθήκες και πλέον δεν αντιστοιχούν στις ανάγκες του παρόντος.
Βεβαίως, δεν περιμένει κάποιος (εγώ δηλαδή) η λογοτεχνική της κριτική να είναι του ύψους ενός Bloom ή Steiner, και θα την αδικούσε κάτι τέτοιο. Εντούτοις, διαθέτει οξύ πνεύμα, κριτική σκέψη, γνώση του αντικειμένου και δυνατή γραφή, ξεκινώντας από τον τίτλο που παραπέμπει σε όλες εκείνες τις… λεκιασμένες ζωές που αρνήθηκαν τον ρόλο που τους δόθηκε, προκειμένου να βιώσουν -ενίοτε ασυνείδητα- τη ζωή, αρνούμενες την ευκολία (ατολμία) της επιβίωσης.
Όλα αυτά συνεισφέρουν στο ενδιαφέρον τελικό αποτέλεσμα, το οποίο διανθίζεται απολαυστικά με άρθρα περί του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα (και μάλιστα διαζευγμένη με παιδί) σε μια κοινωνία που όσο προοδευτική κι αν είναι, εμφορείται ακόμα από τα στερεότυπα που -υποσυνείδητα έστω- έχουν εμφιλοχωρήσει στη συμπεριφορά, στην έκφραση και στην αντιμετώπιση των γυναικών.
Αυτό είναι εξάλλου και το διακύβευμα της σύγχρονης φεμινιστικής οπτικής: πώς να ξεπεράσει τις θεωρητικές αγκυλώσεις του παρελθόντος, αναθεωρώντας και ανατρέποντας σε κάθε βήμα τις σεξιστικές πρακτικές που δείχνουν να ανθίστανται σθεναρά στη δοκιμασία του χρόνου. Ο αγώνας αυτός είναι ακόμα πιο δύσκολος καθότι προσκρούει σε πρότυπα συμπεριφοράς που η πλειονότητα των ανθρώπων (και των γυναικών παραδόξως) δεν αναγνωρίζει ως τέτοια εξαρχής, προκειμένου να επιχειρήσει να αλλάξει στη συνέχεια.
Το έργο μιας διανοούμενης/ φεμινίστριας επομένως καθίσταται ακόμα πιο απαιτητικό, καθώς θα πρέπει αδιάλειπτα να υπενθυμίζει στο κοινό της πως ο πολιτισμός (δηλαδή η καθημερινότητά μας) δεν είναι ουδέτερα αθώος και άδολος – τουναντίον εγγράφει στον εκφερόμενο λόγο, στις μεταξύ των φύλων σχέσεις τα εξουσιαστικά πρότυπα συμπεριφοράς, προτείνοντάς τα (το χειρότερο) ως παραδεδεγμένη αλήθεια και στους κατιόντες, διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο.
Όχι, κλείνοντας, δεν πιστεύω πως η εν λόγω συλλογή άρθρων αφορά αποκλειστικά το γυναικείο κοινό. Δεν πρόκειται περί πολεμικής, δεν δακτυλοδεικτεί, δεν προκαλεί, δεν νουθετεί, δεν σαρκάζει. Παρουσιάζει με έξυπνο και ψυχαγωγικό τρόπο τη γυναικεία οπτική ως αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης κατάστασης στον Δυτικό κόσμο, κι αυτό για μένα είναι επαρκές και θεμιτό.