Η μεγάλη εκτίμηση και ο σεβασμός που τρέφω για τον G. Green είναι δεδομένος. Σε όποια επαφή είχα -ακόμα έχω- με το λογοτεχνικό του έργο, η επίγευση παραμένει εκείνη της πλησμονής, της λογοτεχνικής απόλαυσης και πληρότητας.

Το αυτό ανέμενα και από τους «Θεατρίνους». Πολλώ δεν μάλλον, όταν οι απανταχού κριτικές και αναγνώστες «παιάνιζαν» «Αριστούργημα!» και λοιπούς πληθωριστικούς χαρακτηρισμούς θαυμασμού.
Τα προαναφερθέντα δεν πιστεύω πως ισχύουν στην περίπτωση των «Θεατρίνων», μυθιστορήματος που με άφησε σε μια κατάσταση παγερής αταραξίας. Δεν αναφέρομαι βέβαια στην υπόθεση του έργου (εξελίσσεται στα χρόνια της δικτατορίας στην Αϊτή, όχι πως έχει σημασία…), αλλά στο χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα, του οποίου το «φάντασμα» μόνο μπόρεσα να διακρίνω εδώ.
Εκτός του αφηγητή, ο οποίος είναι έρμαιο του παραδοσιακού Green-ικού διπόλου «καθολικού-παθητικού/ ιδεολόγου εμπλεκομένου», οι δευτερεύοντες χαρακτήρες φαντάζουν στα μάτια μου «χάρτινοι», παρουσίες που πλαισιώνουν τον κεντρικό χαρακτήρα, περισσότερο φορείς ιδεών παρά αυθύπαρκτες μυθιστορηματικές οντότητες με «Ουσία και Βάθος» (τι υπέροχο βιβλίο!).
Ακόμα και η ατελέσφορη -σύνηθες μοτίβο στο έργο του- ερωτική σχέση του μονίμως τυπτόμενου ήρωα, αποτελεί απλό μετείκασμα εκείνης του τραγικού «Τέλους μιας σχέσης», της ωραιότερης ερωτικής ιστορίας, κατά την άποψή μου.
Συγκεφαλαιώνοντας, οι «Θεατρίνοι» δεν είναι κακό βιβλίο. Απλώς μου άφησε την αίσθηση πως όλα εκείνα τα εξέχοντα στοιχεία συγγραφικής ιδιαιτερότητας του Green ως συγγραφέα εξέλιπαν, και πως θα μπορούσε τελικά να είχε γραφτεί από κάποιον σύγχρονο γραφιά με παρόμοιες ανησυχίες και στυλ. Και αυτό, για εμένα, αποτελεί τη μεγαλύτερη μομφή.