Ένα μακρύ Σάββατο – Τζ. Στάινερ

Σε έναν κόσμο μόνιμα/νόμιμα αναθεωρητικό, ψευδεπίγραφα δημοκρατικό, ανερυθρίαστα δικαιωματικό, ο οποίος έχει θέσει στο επίκεντρο το «δικαίωμα στην άποψη» και ομνύει στον σχετικισμό, θα δηλώσω υπερήφανα ότι καταρχήν τρέφω συμπάθεια προς τις αυθεντίες, εννοώντας πάντοτε εκείνες του πνεύματος (η μόνη αριστεία που παραδέχομαι). Παραφράζοντας ελαφρώς τον Ντεμπόρ: Στην εποχή της γενικευμένης ημιμάθειας, ο θαυμασμός και η παράθεση όσων ειπώθηκαν από τα μεγάλα πνεύματα έχει καταστεί σχεδόν επαναστατική πράξη. Κι αν στο παρελθόν ο σχολαστικισμός και οι αυθεντίες αποτελούσαν τον κοινό στόχο των εγγράμματων και ελεύθερων πνευμάτων, στους καιρούς της δεδομένης δημοκρατικής εκπαίδευσης και των ίσων ευκαιριών για όλους, όπου το εξαίρετο έχει χαθεί μέσα στη βοή του πλήθους και των social media, καλό είναι να επαναφέρουμε μια κάποια ισορροπία, υπενθυμίζοντας ότι το αναφαίρετο δικαίωμα στην έκφραση δεν καθιστά ισάξιες και τις εκπεφρασμένες απόψεις.

Αφού το έφερα απέξω-απέξω, απλά θέλω να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι οι απόψεις μου (βάζω πρώτα τον εαυτό μου, επειδή οι περισσότεροι θα παρεξηγούνταν αν έλεγα «απόψεις σας») δεν μπορεί να είναι ισάξιες με εκείνες του Στάινερ. Θα ήταν φαιδρό να ισχυριστώ κάτι διαφορετικό. Ο Στάινερ είναι Δάσκαλος και εγώ, ας ακούγεται ρομαντικό, πιστεύω βαθιά στο λειτούργημα του δασκάλου, καθότι φύσει αιώνιος μαθητής. Επιπλέον: «κρείττον του λαλείν το σιγάν», οπότε είναι προτιμότερο να ακούμε και να μαθαίνουμε παρά να σπεύδουμε να γεμίσουμε με τη σειρά μας το μπαλόνι της άγνοιας με ηχηρές λέξεις. Αλλά αυτές οι «πουριτανικές» (με τη αρχετυπική έννοια του pure) αξίες δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς εν μέσω κραυγών κάθε λογής επαϊόντων και ειδικών. Δικαίως σε έναν βαθμό, δεδομένου ότι κι όσοι προβάλλονται ως άριστοι, απλά διαθέτουν κάποιες περγαμηνές τις οποίες θέτουν δουλικά στην υπηρεσία του Κράτους, της Επιχείρησης, του Κόμματος, των Θεσμών κ.ο.κ. καταλήγοντας υποπόδια με επίχρισμα αριστείας, ευτελίζοντας την έννοια.

Και μετά είναι κι ο Στάινερ. Ένας, κατά δήλωσή του, υπερήφανος Ελιτιστής, ένας Διανοούμενος τιτάνιου μεγέθους, ένας Άριστος. Το έργο του φυσικά μιλάει από μόνο του και δεν χρειάζεται εμένα για να το αναλύσω, αφού το έχουν πράξει άλλοι με εξαίρετο τρόπο. Εμείς, εγώ, απλά το διαβάζουμε και το απολαμβάνουμε. Βεβαίως, ο Στάινερ δεν είναι μόνο Δάσκαλος, είναι και ένα ανθρώπινο ον με αδυναμίες, με εμμονές, με τυφλά σημεία. Το να δηλώσω το προφανές, εν προκειμένω, δεν έχει άλλο σκοπό από το να μετριάσει τις αντιδράσεις μερίδας αναγνωστών, των οποίων την αντι-εξουσιαστική μήνι έχουν ήδη πυροδοτήσει όσα έχω ήδη αναφέρει. Θα ήταν εξίσου απλό κι εύκολο να κατηγορηθώ για δουλοπρέπεια, σχολαστικισμό, λατρεία των αυθεντιών και τα τοιαύτα. Επιρρίπτεις μια τέτοια κατηγορία και αμέσως διεγείρεις τα δημοκρατικά ένστικτα εκείνων που σε κάθε αυθεντία βλέπουν τον τυραννικό μπαμπά, τον τραμπούκο δάσκαλο, το αναίσχυντο αφεντικό, τον απαίδευτο σύζυγο κ.ο.κ.

Προφανώς δεν θα σταθώ σ’ αυτά τα εφηβικά σκιρτήματα, αλλά θα προχωρήσω στην ουσία του πράγματος. Ο θαυμασμός για τα επιτεύγματα ενός ανθρώπου δεν συνεπάγεται ολοκληρωτική αποδοχή. Εξάλλου η ολοκληρωτική αποδοχή συχνά συνεπάγεται και ολοκληρωτική απόρριψη, κάτι που υποδηλώνει ανωριμότητα εκείνου που απορρίπτει κι όχι του άλλου που απορρίπτεται. Θυμίζω πως δεν προσερχόμαστε ως πιστοί στον ναό κανενός, αλλά ως ομοτράπεζοι, ως ευγνώμονες συνδαιτημόνες, προκειμένου να απολαύσουμε τη βραδιά που μας προσφέρει ο οικοδεσπότης. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε σε όλα ούτε να δοκιμάσουμε τα πάντα. Τέλος με τα αυτονόητα και συνεχίζω.

Από την άλλη πλευρά, είναι κατανοητό γιατί οι άνθρωποι στέκονται με επιφύλαξη απέναντι σε κάτι που τους παρουσιάζεται ως αυθεντία. Είναι δύσκολο να αποδεχτούμε ότι κάποιος στέκει τόσο μακριά από εμάς, ότι κατέχει ένα δώρο που ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα θα μπορέσουμε να αγγίξουμε. Το μόνο που απομένει είναι το δικαίωμά μας στην κριτική, στο να ανακαλύψουμε με κρυφή χαρά -εν μέσω όλων εκείνων που δεν μπορούμε καν να κατανοήσουμε μιας και μας ξεπερνούν ώστε να μπορέσουμε έστω κι ακροθιγώς να τα αμφισβητήσουμε- τα πιο αμφιλεγόμενα, τα πιο ταπεινά, εκείνα που με μεγάλη ανακούφιση θα αποδείξουν ότι «Ορίστε, κι αυτός που είναι σοφός, αυτό κι εκείνο πιστεύει για την πολιτική, την κοινωνία, τις γυναίκες κ.ο.κ.». Και, πιστέψτε με, στο εν λόγω βιβλίο-συνέντευξη δεν είναι αμφισβητούμενα αποκλειστικά όσα ο Στάινερ αναφέρει για τη γυναικεία παρουσία στις επιστήμες και τις τέχνες. Οι απόψεις του περί Εβραϊσμού (και για το κράτος του Ισραήλ) είναι μάλλον ρομαντικές και απλουστευτικά γενικευτικές, αλλά ακόμα χειρότερα, εκείνες για την ψυχανάλυση και τον ρόλο της (κατά το παράδειγμα του άλλου μεγάλου αρνητή της, του Ναμπόκοφ) είναι τουλάχιστον αστήρικτες και αφελείς – εξού και η ευγενική πλην όμως σεβαστική αντίδραση της Λωρ Αντλερ που παίρνει τη συνέντευξη. Αυτόματα ίσως μας πλημμυρίσει το αίσθημα της δικαίωσης, της μικρής, ταπεινής αίσθησης εκδίκησης, του γεγονότος ότι τελικά Εκείνος δεν κατάφερε τελικά να αρθεί πάνω από τις ανθρώπινες αδυναμίες, αλλά σε πολύ τελευταία ανάλυση, υπήρξε ένας λευκός άντρας της εποχής του. Με μεγάλη μόρφωση ίσως, αλλά…

Είναι η αλήθεια πως η εποχή της Ασημαντότητας προσφέρει πολλά όπλα για να αποκαθηλώσουμε τους πάντες και τα πάντα. Και, ταυτόχρονα, να ορθώσουμε στο βάθρο που δομείται από μέτρια όνειρα και προσδοκίες τον Σχετικισμό (αυτή την παθογένεια), επενδύοντάς τον με τα γνωστά ιδεολογικά παραφερνάλια περί φύλου, πολιτικής, φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού (η πικρία που κατονόμασε ο άλλος μεγάλος Δάσκαλός μας). Κατανοητό κι ανθρώπινο, το αποδέχομαι σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά στα ζητήματα της τέχνης το αρνούμαι κάθετα. Πάλι θα βάλω εμένα μπροστά στο απόσπασμα: Γνωρίζω καλά κι έχω αποδεχτεί τη μετριότητά μου, τον περιορισμένο μου μορφωτικό ορίζοντα, την εγγενή μου αδυναμία να γίνω κάτι άλλο πέρα από εκείνο που είμαι. Αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία να γκρεμίσω Εκείνους που με φωτίζουν με το πνεύμα τους, να τους μειώσω για να έρθουν στο δικό μου μέγεθος, να τους ρίξω στην προκρούστεια κλίνη της χλιαρότητας, ώστε να νιώσω πιο σημαντικός από όσο είμαι. Οπότε όχι, δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτώ (εντός μου, προφανώς, γιατί εκτός, λόγοι αστική ευγένειας το υπαγορεύουν) ότι «όλα είναι σχετικά και υποκειμενικά» και «τι να πει ο Σαίξπηρ, ο Τζόυς, ο Μέλβιλ, ο Τολστόι για την εποχή μας» ή ότι «έχουμε κι εμείς τους δικούς μας αντίστοιχους συγγραφείς, απλά δεν τους έχουμε ανακαλύψει ακόμα επειδή η προγονολατρεία στέκει εμπόδιο» κ.ο.κ. Προφανώς δεν γνωρίζω το μέλλον, αλλά έχοντας μια μικρή ιδέα για το παρόν, η σύγκριση πραγματικά είναι όσον αφορά εμένα προβληματική.

Εν ολίγοις, ξανά όχι, δεν θεωρώ ότι το κενό που άφησε πίσω του ο Στάινερ έχει ήδη καλυφθεί από κάποιον άλλον, κάπου αλλού. Αντιθέτως, θεωρώ ότι όποιος από αυτούς τους Μεγάλους φεύγει, απλά αντικαθίσταται από χιλιάδες ακόμα φωνές που θορυβούν στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης (της δικής μου, μη εξαιρουμένης). Ούτε θα σταθώ στα «σκοτεινά» σημεία, στις γκρίζες ζώνες των λόγων του. Είναι τόσα πολλά εκείνα τα οποία μπορεί να συνεχίσει να με διδάσκει μέσω των βιβλίων του μέχρι το τέλος της ζωής μου, ώστε θα αισθανόμουν αγνώμων να ασχοληθώ με τα ελάχιστα με τα οποία διαφωνώ. Είναι κάτι που λέμε συχνά για τους άλλους, αλλά δεν φανταζόμαστε ποτέ ότι ισχύει για εμάς: Είχαμε το προνόμιο να μας δείξει κάποιος το φεγγάρι και εμείς γκρινιάζαμε γιατί το δάχτυλο δεν ήταν τόσο καθαρό.

«Και, ναι, το ξέρω ότι θα έπρεπε να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας πολύ. Αλλά μερικές φορές μου φαίνεται πολύ δύσκολο.»

George Steiner

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s