Το εν λόγω λαϊκό τραγούδι θεωρώ ότι συγκεντρώνει κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα οποία ο προσεκτικός ακροατής μπορεί να αναγνωρίσει στα περισσότερα ακούσματα του είδους.
Καταρχάς, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι κυκλοφόρησε στις αρχές του ’90 ένα τραγούδι με τέτοιο περιεχόμενο. Πόσες μπορεί να είναι οι περιπτώσεις εκείνες, άξιες καταγραφής, όπου η κοπέλα θα αφήσει τον αγαπημένο της για να παντρευτεί άλλον «για τα μάτια του κόσμου»; Θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται σε προηγούμενες δεκαετίες, ιδίως στη μεταπολεμική Ελλάδα, όπου η ενδημική φτώχεια καθιστούσε την επιλογή συζύγου ζήτημα επιβίωσης. Αλλά στη δεκαετία του ’90, γιατί;
Η πρώτη απάντηση είναι ότι το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι πίστας, από στιχουργικής πλευράς, αναβιώνει συνήθως παρελθοντικές καταστάσεις (όπως και ο δραματικός ελληνικός κινηματογράφος). Αυτό γίνεται, κυρίως, γιατί όσο πιο ακραίες οι συνθήκες ζωής τόσο πιο ακραίος κι ο διλημματικός χαρακτήρας που επιβάλλεται στους πρωταγωνιστές του μίνι δράματος. Επομένως, το παρελθόν φαντάζει ως το ιδανικό χρονικο πλαίσιο δράσης. Παρατηρούμε με ενδιαφέρον αυτή τη χρονοκαθυστέρηση στη λαϊκή στιχουργική, όχι γιατί αρνείται το παρόν ή δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτό για να εκφραστεί, αλλά γιατί το αποτρέπει η καθήλωσή της σε ένα πρωτόγονο αισθητικό στάδιο που έχει ως αναφορά του παραδοσιακές φόρμες, κακοχωνεμένες και γενικώς αποδεκτές, μη χρήζουσες περαιτέρω επεξήγησης από ένα κοινό που περισσότερο επαφίεται στο θυμικό του όσον αφορά την ψυχαγωγία του (εξ αυτού και η λατρεία του «παλιού καλού…»). Στο πλαίσιο αυτό, η λαϊκή στιχουργική δηλώνει συνήθως αδυναμία να ενστερνιστεί τα σύγχρονα κοινωνιολογικά δεδομένα και τις επιπτώσεις τους στις σχέσεις των ανθρώπων (βλ. κοινωνικά δίκτυα, αποστασιοποίηση, ιδιώτευση κλπ.) και όταν το κάνει είναι συνήθως υπό τη μορφή ειρωνείας και χιούμορ.
Κατά δεύτερον, το λαϊκό τραγούδι, ιδίως στις ευτελέστερες μορφές του, λατρεύει το δράμα. Δεν το επιθυμεί συγκαλυμμένο, υποδόριο και υπονοούμενο. Το θέλει εξόφθαλμο, σε κοινή θέα, να υποφέρει και να επιδεικνύεται στα πλήθη, με τα πλήθη να ταυτίζονται άμεσα. Σπάνια ο λαϊκός χαρακτήρας δεν εκδηλώνει ακραία τα αισθήματά του. Και προκειμένου να γίνει αυτό, ο στιχουργός οφείλει να καθορίσει ένα αντίστοιχο συγκρουσιακό πλαίσιο που να ευνοεί την ακρότητα. Η υπερχείλιση του πόνου, του πάθους, του μίσους, της αγάπης οφείλει να λαμβάνει χώρα σε συνθήκες παράστασης στην… Επίδαυρο, ει δυνατόν, (παρά σε κάποια γωνιά σκοτεινού μπαρ, όπως συμβαίνει με τη ροκ μουσική που αγαπάμε). Ενίοτε εμφιλοχωρούν και στοιχεία ταξικής αντιπαράθεσης (ο αντεραστής «είναι ανώτερός μου»), προκειμένου να ενισχυθεί το προφίλ του πτωχού πλην τίμιου λαϊκού παιδιού, στο οποίο η «άτιμη κενωνία» δεν επιτρέπει να ερωτευτεί. Εξ ου και η μανιχαϊστική οπτική, όπου περιορίζει τα dramatis personae στον Καλό / αισθηματία/ πτωχό νεανία, τον Κακό/ πλούσιο/ άρπαγα αντίζηλο και την Άκαρδη / αργυρώνητη/ δυστυχή κορασίδα, μη επιτρέποντας οποιαδήποτε κοινωνική κινητικότητα που θα διαταράξει το απλοϊκό αυτό σχήμα (ακόμα ένας λόγος για τη χρήση παρελθοντικού χρόνου).
Διόλου τυχαία, ο λαϊκός ακροατής εκφράζει τον καημό του, τον «νταλκά» του με στεντόρεια φωνή, επιδιδόμενος σε ανάλογες χορευτικές ακροβασίες στους αντίστοιχους «ναούς διασκέδασης», παρέα με άλλους ομόθρησκους. Το κοινό που προσέρχεται ανατροφοδοτείται από τον «καλλιτέχνη» που προσφέρεται βορά στο κοινό του, εκλύοντας τεράστιες ποσότητες χύδην αισθήματος. Και εδώ δεν αναφέρομαι στην καθ’ εαυτήν χυδαιότητα του στίχου (σεξουαλικά υπονοούμενα κλπ.) που κι αυτά είναι στο πρόγραμμα, αλλά στο γεγονός ότι συνολικά η προσφερόμενη «διασκέδαση» εμπίπτει απόλυτα στην έννοια του Kitsch. Αν κάτι καθιστά το σκυλάδικο χυδαίο είναι το γεγονός ότι σφετερίζεται τα πλέον σημαντικά ανθρώπινα συναισθήματα και τα μετουσιώνει σε κάτι πρόστυχο καθότι ρηχό.
Ο λαϊκός χαρακτήρας (όπως διαφαίνεται και στο εν λόγω τραγούδι) νιώθει τραγικός ήρωας, κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη (το άτομο λαμβάνει αμέριστη ατυχία, κινούμενο από το καλό στο κακό). Βέβαια, στην πραγματικότητα είναι απλά καρικατούρα για δύο λόγους: αφενός διότι αυτοπροσδιορίζεται ως ενάρετος, αγνός, κατατρεγμένος και θυματοποιημένος, σε αντίθεση με τον τραγικό ήρωα που είναι άτομο με ελαττώματα και αλαζονεία που τον οδηγεί συχνά σε τερατώδη λάθη, και αφετέρου διότι συγχέει την ένταση του «αισθήματός» του με το βάθος τους. Συνήθως, η λαϊκή στιχουργική είναι αξιοθαύμαστα επιφανειακή, όπως φαίνεται και στο εν λόγω τραγούδι, αδυνατώντας να περάσει από το πρωτόλειο επίπεδο απλής σπασμωδικής αντίδρασης σε ερεθίσματα, στην ουσιαστική αναγνώριση των εσωτερικών ζητημάτων και αναγκαιοτήτων που θέτει η αλληλεπίδραση των ανθρώπων.
Κοντολογίς, η έννοια του Kitsch κρύβεται ακριβώς στην υπερβολή και στην ανομοιογένεια μεταξύ των συστατικών μερών του «έργου τέχνης», και άσματα όπως το εν λόγω αποτελούν τον ορισμό.
Υ.Γ.
Είναι, ελπίζω, φανερή η διάθεση για χιούμορ. Απολαύστε χωρίς ενοχές ό,τι σας κάνει κέφι 😉