Δεν αντέχω πλέον τα βιβλία (την τέχνη εν γένει) «καλών προθέσεων». Δεν αντέχω τους χαριτόβρυτους/ τρυφερούς καλλιτέχνες, οι οποίοι αφότου έχουν γλείψει με περισσό αυτό-οικτιρμό τις «πληγές» τους, στη συνέχεια σπεύδουν να πράξουν τα δέοντα ανταποδίδοντας στο ευπροσήγορο και μαλθακό κοινό τους. Εκείνους τους βαθιά «ανθρώπινους», τους «ουμανιστές» κ.ο.κ.

Αξίες τις οποίες στην καθημερινότητά μου εν πολλοίς ασπάζομαι, όποτε προσεγγίζω κάποιο έργο τέχνης τις κρίνω κατάπτυστες. Γιατί είναι ψεύτικες. Γιατί ζέχνουν «πραγματικότητα» και η τέχνη οφείλει να είναι η άρνησή της. Γιατί αν η τέχνη μιμείται τη ζωή και τους ανθρώπους της παύει να είναι τέχνη και γίνεται ένα ψέμα, μια φτηνή απομίμηση που συναινεί και ευτελίζει.
Αντιθέτως, αναζητώ με πάθος όλους εκείνους με τις κακές, τις κάκιστες προθέσεις. Εκείνους που θωρούν με αηδία, δίχως έλεος, τον μισερό εαυτό τους, και εν συνεχεία σκύβουν επάνω στη σελίδα για να φτύσουν τις λέξεις τους, κοιλοπονώντας και κενώνοντας τα σώψυχά τους, χωρίς αιδώ (ούτε εκείνη του κυνός), καθότι γνωρίζουν καλά ότι η… αγνή Τέχνη είναι μολεμένη, αισχρή και αρδεύεται από τους υπονόμους της ψυχής.
Λόγοι παρηγορίας δεν τους ταιριάζουν, γιατί δεν είναι πολιτικοί ταγοί, δεν είναι ιερωμένοι ή εξομολογητές, δεν ήλθαν στον μάταιο ετούτο κόσμο για να προσφέρουν έλεος και συγχώρηση, αλλά τρόμο! Ήρθαν για να γκρεμίσουν το φράγμα που προφυλάσσει εμάς τους κοινούς θνητούς από το κενό, να τραβήξουν το παραπέτασμα και να μας το δείξουν ατόφιο και μελανό, χωρίς λούστρο. Η Τέχνη τους είναι νυστέρι που κομματιάζει, απελευθερώνει από ψευδαισθήσεις και μάταιες ελπίδες. Οι αρμονίες τους είναι βλάσφημες, όπως και οι προσευχές τους, καθότι δεν στρέφονται προς το υπερπέραν σε κάποια αγαθή θεότητα, αλλά προς τα μέσα και προς τα κάτω, στους χθόνιους θεούς της Δημιουργίας που απαιτούν θυσίες και πόνο. Για κάθε προσδοκία έχουν έτοιμη μια διάψευση, για κάθε ελπίδα τη ματαίωσή της.
Γιατί η Τέχνη γκρεμίζει το υπάρχον, δυναμιτίζοντας αδιάλειπτα τις «κανονικότητες», τα ιερά και όσια, τις ευαισθησίες και τις ανάγκες μας, αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης. Κι αυτό δεν το κάνει βέβαια με τις διακηρύξεις, τα μανιφέστα, και τις ιδεολογίες της (εντός ολίγου το σύστημα επαναφομοιώνει ακόμα και την πιο επαναστατική κραυγή, καθιστώντας τη ανενεργή), αλλά με το ύφος της. Μέσω αυτού ο καλλιτέχνης χειραγωγεί, διαπομπεύει, βυσσοδομεί, με απώτερο στόχο να γκρεμίσει την απολυταρχία του πραγματικού και να φέρει στη θέση της την ελευθερία του μη ορατού, του απροσδιόριστου, του εισέτι ανείπωτου, εκείνου που για όλους -πλην του καλλιτέχνη- παραμένει στα μετόπισθεν εν υπνώσει.
Μα όταν έρθει η ώρα το πέπλο διαρρηγνύεται, τα λάβαρα υψώνονται υπό τα πυρά του χρόνου, καλώντας και κρίνοντας: «Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου«.