Υποταγή – Μ. Ουελμπέκ

Ετούτη είναι η δεύτερη απόπειρα ανάγνωσης βιβλίου του Ουελμπέκ, καθότι η πρώτη αποδείχθηκε παταγώδης αποτυχία («Επέκταση του πεδίου της πάλης»). Αυτή τη φορά τα πράγματα είχαν πιο αίσια εξέλιξη και κατάληξη, αν και έχω επίγνωση ότι η «Υποταγή» δεν θεωρείται το κορυφαίο του έργο. Τούτου δοθέντος, ας προχωρήσω σε κάποιες απαραίτητες διευκρινίσεις προτού μπω στην ουσία.

Εδώ και κάμποσα χρόνια έχω σταματήσει να διαβάζω τα οπισθόφυλλα των βιβλίων που επιλέγω. Το περιεχόμενο ενός βιβλίου δεν με αφορά παρά ελάχιστα. Εκείνο που αποτελεί βασικό κριτήριο επιλογής είναι αποκλειστικά ο συγγραφέας, διότι πλέον έχω κατανοήσει ότι εφόσον είναι ικανός τεχνίτης το πλέον ασήμαντο θέμα θα αναδειχθεί σε μείζον. Αυτό που καλούμε «υπόθεση» είναι για μένα κάτι δευτερεύον, ένα όχημα στο οποίο επιβαίνει ο δημιουργός, μια αφορμή για να επιδείξει τη μοναδική, ολόδική του υπογραφή. Αν αυτή δεν υφίσταται, τότε όλο το οικοδόμημα είναι, σε γενικές γραμμές, αδιάφορο. Αναφέρομαι βεβαίως στην καθ’ εαυτή λογοτεχνία, όχι στα λεγόμενα genre για τα οποία ισχύουν διαφορετικοί κανόνες.

Και προς αποφυγή παρεξηγήσεων, όταν λέω ο «Συγγραφέας», δεν εννοώ το πρόσωπο, τον άνθρωπο, αλλά τον δημιουργό όπως αυτός μετουσιώνεται στο έργο του. Το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι ο Ουελμπέκ, εν προκειμένω, δεν με αφορά ως οντότητα, δεν με αφορούν οι όποιες απόψεις του ή οι προθέσεις του, παρά μόνο το πώς αυτές αποτυπώνονται στο τελικό αποτέλεσμα, στο εκάστοτε βιβλίο του. Ακόμα περισσότερο δεν με αφορά η άποψη του κοινού, της εκάστοτε κοινότητας, των τιμητών ή των επικριτών – όταν ανοίξω το βιβλίο είμαι εγώ έναντι του συγγραφέα και όλα τα υπόλοιπα θεωρούνται απλές οχλήσεις και περισπασμοί. Βέβαια, η ολοσχερής απουσία ανάδρασης αποτελεί φενάκη, ενώ η εισβολή ιδεών, απόψεων και κρίσεων στην προσωπική σφαίρα ανάγνωσης είναι αναπόφευκτη. Αν και θα επιθυμούσα να μη γνωρίζω απολύτως τίποτα για τον συγγραφέα, θα ήταν εκ μέρους υποκριτικό να ισχυριστώ ότι ισχύει.

Μαθαίνω λοιπόν ότι αποτελεί αμφιλεγόμενο πρόσωπο, με μεγάλη μερίδα να τον κατηγορεί για μισογυνισμό, ακροδεξιές αντιλήψεις, μισανθρωπία κ.ο.κ. Αντιθέτως, η φίλια πλευρά εξαίρει τον αυθόρμητο, μη καθωσπρέπει, αυθεντικά καλλιτεχνικό, in your face τρόπο έκφρασής του. Φοβάμαι ότι τόσο η απόρριψη όσο και η αποδοχή είναι ετεροκαθορισμός (αφού τον μισούν οι απέναντι, εμείς τον αγαπάμε) κάτι που δεν μου ταιριάζει σε αυτή τη φάση της ωριμότητας, ενώ, το σημαντικότερο, βασίζεται σε εξωκαλλιτεχνικά κριτήρια. Για μένα, η κρίση είναι: καλός συγγραφέας, κακός συγγραφέας ή κάτι ενδιάμεσο βεβαίως. Τα λοιπά τα αντιπαρέρχομαι.

Πάμε τώρα στη ουσία: Ο Ουελμπέκ είναι ένας μέτριος, όμως όχι κακός, συγγραφέας. Όχι βέβαια γι’ αυτά που λέει, αλλά για το πώς τα λέει. Αν υπάρχει κάποια πρόκληση στο κείμενό του, με αφήνει παντελώς αδιάφορο ως τέτοια. Με αφορά όμως άμεσα το πώς τη χρησιμοποιεί ενδοκειμενικά. Προσοχή: Όχι κατά πόσον οι όποιες εκπεφρασμένες απόψεις είναι σωστές ή λάθος, απεχθείς ή συμπαθείς, αλλά κατά πόσον αποδίδονται με τέτοιο τρόπο ώστε να στηρίζουν το όλο οικοδόμημα, να αιτιολογούνται εσωτερικά, να συνυφαίνονται αρμονικά με τα υπόλοιπα μορφολογικά στοιχεία, ώστε η συνολική άρθρωση του έργου να είναι ισορροπημένη.

Καίτοι δεν διέκρινα δομικά προβλήματα ανισορροπίας (το βιβλίο είχε την κατάλληλη έκταση και μάλιστα είχε πολύ καλό τέλος – αυτό ήταν και το κορυφαίο του επίτευγμα), εντούτοις η αφηγηματική προσέγγιση, κατά την άποψή μου πάντα, υπήρξε συχνά απλοϊκή σε επίπεδο καταγραφής/ υλοποίησης των θεματικών του, κάτι που εξέλαβα ως ρηχότητα. Από την άλλη, πέρασα ευχάριστα διαβάζοντάς το και μόνο το γεγονός ότι δεν το παράτησα, αλλά προχωρούσα με ενδιαφέρον να δω πού θα καταλήξει, σίγουρα σημαίνει κάτι. Βέβαια, ήδη από τη μέση και κάτω είχε εξαντλήσει ό,τι είχε να προσφέρει υφολογικά. Η απόλαυση της ανάγνωσης καθ’ εαυτήν υποχώρησε και έμεινε απλά η περιέργεια της κατάληξης.

Το κεντρικό θέμα της «Υποταγής» είναι η σταδιακή ανάληψη της εξουσίας στη Γαλλία από τους Μουσουλμάνους, μέσω εκλογών προφανώς, έτσι όπως τη βιώνει ο πρωταγωνιστής της, ένας πανεπιστημιακός καθηγητής. Ουσιαστικά πρόκειται για τη βαθμιαία μεταστροφή του ιδίου και της γαλλικής κοινωνίας στην αποδοχή του νέου καθεστώτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όσον αφορά την αλλοίωση των θεσμών και του δυτικού modus vivendi ως πολιτιστικής δεσπόζουσας. Δεν γνωρίζω πόσο ρεαλιστικό ή εφικτό είναι το σενάριο αυτό, δεν κατέχω τον συσχετισμό δυνάμεων και ούτε με ενδιαφέρει και ιδιαίτερα, όπως προείπα. Δεν διαβάζω ιστορικό ή δημοσιογραφικό κείμενο για να επιζητώ αντικειμενικότητα, αλλά έργο μυθοπλασίας, τουτέστιν μια φανταστική κατασκευή και ως τέτοια το κρίνω (καίτοι ομολογώ εδώ τη βαθύτατη απέχθεια που έχω απέναντι στο Ισλάμ).

Το βιβλίο σε σημεία με παρέπεμψε στον μέγα Φ. Ροθ (βλ. «Συνωμοσία ενάντια στην Αμερική»), αλλά χωρίς βέβαια το βάθος και τη συγγραφική ωριμότητα του τελευταίου. Συχνότερα όμως, ιδίως όταν αποφάσιζε να γράψει περί σεξουαλικότητας, μου έφερνε στο μυαλό τον Μπουκόφσκι: εφηβική προσέγγιση του θέματος, κάτι που με έκανε να χαμογελώ με κατανόηση, αντί βέβαια να εξεγείρομαι για τον όποιο μισογυνισμό του. Αν τα εκφραστικά σου μέσα είναι κοινότοπα, τότε και η αιχμή του θέματός σου θα είναι και εκείνη στομωμένη. Η σεξουαλική πρόκληση όταν εκφέρεται με παρωχημένο τρόπο προκαλεί περισσότερο χασμουρητό ή μειδίαμα παρά οργή και αγανάκτηση. Θεωρώ ότι το εξής έχει ισχύ νόμου: στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν ακραία θέματα, μόνο «ακραίοι» συγγραφείς (ο Κάφκα στη «Μεταμόρφωση» προσέβαλε κυριολεκτικά την αντίληψή μας για τον κόσμο δίχως μία προκλητική λέξη).

Μακρηγορώ όμως, οπότε καταλήγω. Δεν γνωρίζω πώς δίνονται τα βραβεία, ποιοι τα δίνουν κ.ο.κ. και δεν με ενδιαφέρει πλέον. Δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα τη σύγχρονη λογοτεχνία για να έχω κι άποψη, είναι η αλήθεια. Γνωρίζω ότι δεν έχει νόημα να συγκρίνω τον Ουελμπέκ με τους αγαπημένους μου Γάλλους συγγραφείς (Φλωμπέρ, Στεντάλ, Μπαλζάκ, Ζολά και βέβαια Προυστ), καθότι θα κριθώ ως ανιστόρητος και ελιτιστής. Εντούτοις, δεν έχω κι άλλο μέτρο σύγκρισης, φοβάμαι, ακριβώς λόγω της άγνοιας που προανέφερα. Τέτοιες οι παραστάσεις μου, αυτές και οι κρίσεις μου.

Ίσως οι συνοδοιπόροι αναγνώστες που γνωρίζουν τα τεκταινόμενα της τρέχουσας εκδοτικής παραγωγής διαθέτουν σφαιρικότερη άποψη και άρα αντικειμενικότερη κρίση. Και ίσως όσοι αναγορεύουν τον Ουελμπέκ σε κορυφαία ή ό,τι φωνή της σύγχρονης λογοτεχνίας να έχουν δίκιο. Το δέχομαι, συγκατανεύω με σεβασμό (δεν είμαι ανταγωνιστικός, δεν με ενδιέφερε ποτέ να έχω δίκιο!) και συνεχίζω τον μοναχικό δρόμο μου.

2 σκέψεις σχετικά με το “Υποταγή – Μ. Ουελμπέκ

Σχολιάστε