Θάνατος στη Βενετία – Τ. Μαν

Όταν το πνεύμα αποφάσισε να κατέβει από τον βωμό της ολύμπιας αταραξίας του και να ακολουθήσει τις επιταγές της σάρκας, το αποτέλεσμα υπήρξε προδιαγεγραμμένο. Αφήνοντας τον λευκό, απαστράπτοντα Βορρά της νόησης, για να κατέλθει του «κακού τη σκάλα», η οποία οδηγεί στον Νότο όπου η «τίγρη ελλοχεύει με τα πυρωμένα μάτια της», οδηγείται στον αφανισμό της, έρμαιο του κάλλους που αποτελεί -υποτίθεται- υπόσχεση ευτυχίας.

Επειδή πολλά έχουν ειπωθεί για τον «Θάνατο στη Βενετία», δεν έχει νόημα να επιχειρήσω να προσθέσω τη σοφία μου. Εντούτοις, θα ήθελα να εστιάσω σε ένα δευτερεύον σημείο που θεωρώ ενδιαφέρον. Διαβάζοντας τη μικρή αυτή νουβέλα διέκρινα έναν κοινό τόπο, ενός είδους μοτίβο που διατρέχει μια σειρά κειμένων, τόσο σε Βορειοευρωπαίους όσο και σε Βορειοαμερικανούς συγγραφείς (κατά βάση η ίδια λογική): είτε πρόκειται για τον Τ. Μαν στο εν λόγω είτε για τον Χ Τζέιμς (στο «Ντέϊζυ Μίλλερ» αλλά και σε άλλα) ή ακόμα και τον Σ. Φιτζέραλντ («Τρυφερή είναι η νύχτα»), η ιστορική χώρα του Νότου, η Ιταλία, αποτελεί το σκηνικό της δράσης, και συχνά της τραγικής κατάληξης των πρωταγωνιστών.

(Απαραιτήτως να τονίσω εδώ ότι όσα περιγράφω έχουν σχέση με την Ιταλία -μα και την Ελλάδα- των αρχών του 20ού αιώνα, μιας και πλέον η παγκοσμιοποίηση έχει αμβλύνει τις αντιθέσεις σε σημαντικό βαθμό, αν και όχι απολύτως.)

Μπορεί η επιλογή της χώρας αυτής να βασίζεται στον θαυμασμό του παρελθόντος της, στη μακραίωνη ιστορία της και όλα τα συναφή, αλλά είχα πάντα την αίσθηση (ιδίως στο εν λόγω βιβλίο) ότι η Ρώμη ή η Βενετία αποτελούν σκηνικά, υπέροχα στημένες μακέτες, τις οποίες οι επισκέπτες από τον Βορρά ενοικούν όσο διάστημα απαιτείται και στη συνέχεια το ειδικευμένο προσωπικό του studio αποσυναρμολογεί και αποσύρει στον κατάλληλα διαμορφωμένο αποθηκευτικό χώρο. Ένα Palazzo από εδώ, ένα ξενοδοχείο από εκεί, κάποια πλατεία ή παραλία, όλα όσα είναι απαραίτητα για να κινηθεί άκοπα ο επισκέπτης του βιβλίου.

Το πιο ενδιαφέρον, κατά την άποψή μου, παραμένει η απουσία του ντόπιου στοιχείου: όπου κι όταν εμφανίζεται, παραπέμπει σε χάρτινες φιγούρες θεάτρου σκιών που κινούνται παράλληλα στον ίδιο χώρο με τους πρωταγωνιστές. Οι ντόπιοι (Ρωμαίοι, Βενετσιάνοι ή ό,τι άλλο) είναι απλά κομπάρσοι στην ίδια τους τη χώρα, guest εμφανίσεις, περιορισμένοι σε υποστηρικτικά ρολάκια. Και αυτό στην καλύτερη περίπτωση, καθότι συνήθως όταν καταγράφονται, έστω αδρομερώς, η σκιαγράφησή τους είναι συνήθως…προσβλητική. Εν προκειμένω, στον «Θάνατο στη Βενετία», οι γηγενείς είναι σκοτεινοί τύποι γονδολιέρηδων, δουλοπρεπείς ξενοδόχοι και προσωπικό, γλοιώδεις και πιθανώς κακοποιοί διασκεδαστές, μπουφόνοι και ανεύθυνοι κρατικοί λειτουργοί, την ίδια στιγμή που οι αρχές (συνήθως απουσιάζουν) αποδεικνύονται τουλάχιστον ανεπαρκείς και επικίνδυνες στη διαχείριση της ενσκήπτουσας επιδημίας.

Συνεχίζω λοιπόν, ισχυριζόμενος ότι είναι προφανής ο ενδόμυχος (;) ρατσισμός του Μαν, του Τζέιμς και όλων των Βόρειων αδελφών τους απέναντι στον Νότο και τα θέλγητρά του. Υπενθυμίζω τον Μαν του «Τόνιο Κρέγκερ» όπου ο καλλιτέχνης προκρίνει την παραμονή σε κάποιο νησί της Βόρειας Θάλασσας, ώστε να αποφύγει «τον κτηνώδη αισθησιασμό των Νοτίων». Είναι επομένως πολύ λογικό, όποτε οι συγγραφείς αυτοί επιλέγουν να ακολουθήσουν την αντίστροφη πορεία προς τους αντίποδες, να στήνουν ένα σκηνικό δράσης που διασώζει θεματικά το ιστορικό, αρχαιολογικό, πολιτισμικό περιβάλλον της χώρας, απομακρύνοντας εμμέσως πλην σαφώς το πιο ενοχλητικό στοιχείο της: τους παρηκμασμένους ιθαγενείς που… τυχαίνει να κατοικούν σ’ αυτό το μέρος!

Είναι εξίσου προφανές ότι όχι μόνο δεν με ενοχλεί η συγκεκριμένη επιλογή, αλλά τη θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη. Οι λόγοι προφανείς: Κατά πρώτον, το έργο μυθοπλασίας δεν οφείλει να είναι ρεαλιστικό (αναπαράγοντας πιστά), εφόσον θέλει να είναι άξιο λόγου. Επομένως, ο δημιουργός σκηνοθετεί μια ολόδική του πραγματικότητα που υπακούει αποκλειστικά στις μορφολογικές ανάγκες του έργου του και όχι σε εκείνες της εμπειρικής πραγματικότητας. Κατά δεύτερον, ο συγγραφέας υποτάσσεται και λογοδοτεί αποκλειστικά στο όραμά του και επουδενί στις πρόσκαιρες αντιλήψεις που πιθανώς έχουν οι αναγνώστες για το τι αποτελεί φλέγον, τιμητικό, προσβλητικό για τις όποιες «ευαισθησίες» τους (εθνικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές, φυλετικές κλπ.).

Η ερώτηση παραμένει μία και σαφής: αντιστοιχούν οι θεματικές επιλογές, οι εκπεφρασμένες απόψεις, το περιεχόμενο εν τέλει, στον μορφολογικό νόμο που διέπει το έργο τέχνης; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα θετική, ως εκ τούτου τα υπόλοιπα είναι περιττά και οποιαδήποτε αλλαγή θα προκαλούσε ανισορροπία στο άρτιο οικοδόμημα του βιβλίου.

Και τέλος, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής (ως μη όφειλα), βρίσκω αυτή τη δομική αντίθεση μεταξύ τεχνολογικά/πνευματικά/πολιτιστικά ανώτερου Βορρά (Ευρώπη, Αμερική), σε αντίθεση με τον εκφυλισμένο/υπανάπτυκτο/κακαίσθητο Νότο (τουλάχιστον, τονίζω, ως τον 2ο Π.Π.) αρκετά προσφιλή από λογοτεχνικής απόψεως. Αν μη τι άλλο, ο εγκλωβισμένος στον ράθυμο Νότο εαυτός μου έχει μόνιμα στραμμένη την εσωτερική του πυξίδα στον αγαπημένο Βορρά του Πνεύματος.

2 σκέψεις σχετικά με το “Θάνατος στη Βενετία – Τ. Μαν

Σχολιάστε