Η αφήγηση ιστοριών, από αρχαιοτάτων χρόνων, αναδείχθηκε σε απαραίτητο συγκολλητικό στοιχείο για την ύπαρξη και τη συνέχεια κοινοτήτων και κοινωνιών (η ενοποιητική δύναμη του Μύθου). Μπορεί η επιβίωση της οργανωμένης ανθρώπινης ομάδας να βασιζόταν τελικά σε μετρήσιμους/ αντικειμενικούς παράγοντες, πλην όμως κανένας πολιτισμός άξιος λόγου δεν αναπτύχθηκε χωρίς την αφήγηση και στη συνέχεια την καταγραφή ιστοριών. Το υπερφυσικό στοιχείο, δε, μπόλιασε δημιουργικά τα αποτελέσματα, δίνοντας την ευκαιρία σε ανθρώπους με ταλέντο την ευκαιρία να εκφράσουν τις συλλογικές νευρώσεις, φοβίες, άγχη κ.ο.κ.

Η ασιατική παράδοση, και δη η ιαπωνική, είναι εντυπωσιακή σε όγκο και σε ποιότητα, καθώς εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι κοινά όπου Γης (φόβος του θανάτου, του ανοίκειου, του διαφορετικού), αλλά ταυτόχρονα αποπνέει ένα ιδιαίτερο άρωμα, το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον Δυτικό αναγνώστη που δεν είναι μυημένος στις ιδιαιτερότητες του πολιτισμού αυτού.
Κατ’ αυτή την έννοια, ο Λ. Χερν (συγγραφέας των ιστοριών αυτών – διαβάστε τη βιογραφία του, αξίζει τον κόπο!) λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, μεταξύ της ιαπωνικής και της δυτικής παράδοσης. Αυτό που έκανε, όντας μόνιμος κάτοικος Ιαπωνίας, είναι να συλλέξει ιστορίες της χώρας αυτής και να τις μεταφέρει/ μεταφράσει με το δικό του λογοτεχνικό ιδίωμα που εντοπίζεται κάπου στο μεταίχμιο των δύο πολιτισμών.
Το λαογραφικό/ μυθικό στοιχείο κυριαρχεί ξεκάθαρα σ’ αυτές τις ιστορίες που μπορούν να διαβαστούν και ως παραμύθια του μεταφυσικού, αν όχι σαν ιστορίες τρόμου όπως έχουμε συνηθίσει στην καθ’ ημάς λογοτεχνική παράδοση (για παράδειγμα, εκείνη του Γοτθικού τρόμου). Σε αυτή, ο μεταφυσικός τρόμος, η ανατριχίλα προκαλείται από μια συνήθως άγνωστη πηγή που αίφνης εισβάλει στον χώρο ή στον χρόνο του αφηγητή. Στις ιστορίες τρόμου, όπως τις έχουμε γνωρίσει και αναγνωρίζουμε, η απειλή πιθανώς δεν διαθέτει κάποιο όνομα γνωστό στους εμπλεκομένους, αλλά ανήκει σε κάποια οντότητα του παρελθόντος που για Χ λόγους παραμένει εν υπνώσει προτού εμφανιστεί στο παρόν, στοιχειώνοντας ανθρώπους και χώρους.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εξαιρετική εισαγωγή του βιβλίου, στις ασιατικές ιστορίες το υπερφυσικό είναι παρόν, είναι γνωστό και έχει ήδη κατονομαστεί, αν όχι από τους ήρωες, τουλάχιστον από τους κατοίκους κάποιας περιοχής. Συνήθως κι ο ίδιος ο ήρωας γνωρίζει τα υπερφυσικά όντα που καλείται να αντιμετωπίσει και τα οποία ζουν ζωή παράλληλη με εκείνη των ανθρώπων. Η δε ημι-ζωή τους, έστω η παρουσία τους στον δικό μας κόσμο, υπακούει σε συγκεκριμένους νόμους, διέπεται από αρχές και κανόνες, το οποίο σημαίνει πως η αντιμετώπισή τους είναι θέμα κατανόησης των κανόνων αυτών από το δυνητικό θύμα τους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως αυτό είναι εφικτό ή αποδεκτό ή πως η εμφάνισή και η συνακόλουθη εξαφάνισή τους δεν προκαλεί άκρως δυσάρεστες καταστάσεις, προσφέροντας στον αναγνώστη απολαυστικές αναγνωστικές στιγμές.
Οι περισσότερες ιστορίες που περιέχονται στον τόμο αυτόν είναι ευσύνοπτες (προέρχονται από 3 διαφορετικές συλλογές, με γνωστότερη το Kwaidan, στο οποίο βασίστηκε η αριστουργηματική φερώνυμη ταινία του Kobayashi), κάτι απολύτως λογικό για όποιον έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με τον ιαπωνικό πολιτισμό και τέχνη. Συχνότερα η αρκτική παράγραφος παραπέμπει σε παραμύθι (τύπου «Μια φορά κι έναν καιρό…»), συνεχίζοντας με την εξέλιξη του μύθου, οδηγούμενου σε μια κλιμάκωση αμιγώς ιαπωνικού ύφους. Δεν θα βρείτε εδώ απαραίτητα κάποια σημαντική ανατροπή που θα σας αφήσει έκπληκτους (η πορεία έχει σημασία), ενώ σίγουρα ο πρωταγωνιστής δεν πρόκειται να λειτουργήσει ως ατρόμητος ήρωας, μα και η υπερφυσική παρουσία δεν θα επικαλεστεί υπερδυνάμεις πέραν αυτού που είναι.
Οι τόνοι παραμένουν συνήθως χαμηλοί, οι ήρωες είναι ξεκάθαρα δέσμιοι του παρελθόντος τους, των παθών τους, της μοίρας τους. Όπως εξάλλου και οι φασματικές υπάρξεις που δεν έχουν (σε αντίθεση με τον Λαβκραφτικό, π.χ. τρόμο) κανέναν στόχο παγκόσμιας κυριαρχίας, ούτε καν επιβολής τους πάνω σε άλλους πλην των συγκεκριμένων ανθρώπινων θυμάτων τους, σε απολύτως συγκεκριμένο ιστορικό, χωροχρονικό πλαίσιο. Όταν λοιπόν η ιστορία ολοκληρώνεται, απομένει μια επίγευση θλίψης για το πεπερασμένο του βίου, για τη ματαιότητα, τη μοναξιά (συχνά και για τον υπερφυσικό θύτη που κάποτε μπορεί να υπήρξε θύμα), παρά φόβου με την παραδοσιακή έννοια.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις καλαίσθητες εκδόσεις Ars Nocturna που επένδυσαν καλλιτεχνικά το όλο εγχείρημα, αναδεικνύοντας το συνολικό αποτέλεσμα. Άκρως απαραίτητη και απόλυτα κατατοπιστική η Εισαγωγή και το Επίμετρο του βιβλίου, προκειμένου να μπορέσει ο αναγνώστης να βυθιστεί στη μαγεία και την ιδιαιτερότητα του βιβλίου αυτού.