Θεωρώ πως η εκδοτική παραγωγή σύγχρονης λογοτεχνίας επιτελεί σημαντικό έργο. Είναι ζωτικής σημασίας να κινείται η αγορά του βιβλίου προκειμένου να διευρύνεται ει δυνατόν η βάση του, ενώ ταυτόχρονα το νεότερο κοινό που πυκνώνει (;) τις τάξεις να βρίσκει άμεσα σημεία αναφοράς στην εποχή του και στα ρεύματα που τη διατρέχουν.

Την ίδια στιγμή όμως, μιλώντας ως αναγνώστης άνω των 40, θεωρώ πως η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή είναι συχνότερα αδιάφορη και συνάμα παρελκυστική. Αδιάφορη γιατί δεν έχει τίποτε «καινό υπό τον ήλιο» να προσφέρει από πλευράς αφηγηματικής τεχνικής που δεν έχει ειπωθεί στο παρελθόν. Παρελκυστική, γιατί οικειοποιούμενη την καινοτομία του παρελθόντος (λειαίνοντας τις αιχμές κατά βούληση) την καθιστά άσφαιρη, ανεπαρκή, εκλαϊκεύοντάς τη μέσω της μανιέρας και της επανάληψης.
Βεβαίως, πάντα υπάρχουν τουλάχιστον…τρεις πλευρές σε κάθε ιστορία κι εδώ ακριβώς υπεισέρχονται ταλαντούχοι συγγραφείς, όπως ο Krasznahorkai. Αν και επίγονος σπουδαίων προγόνων, τους οποίους δεν πρόκειται φυσικά ποτέ να αγγίξει ή να ξεπεράσει, επιτυγχάνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο: να ξεχωρίσει εν μέσω του συρφετού, κομίζοντάς μας μεν μια τέχνη σαφώς αναγνωρίσιμη, ταυτόχρονα δε ποιοτική.
Οι αναφορές του στον Τ. Μπέρχαρντ είναι ξεκάθαρες και άμεσα ορατές, ιδίως στον μακροπερίοδο λόγο και γενικότερα στο περίπλοκο σε σημεία ύφος γραφής. Ταυτόχρονα, διακρίνεται ομοίως έντονα το Καφκικό στοιχείο, ιδίως στο «Τανγκό του Σατανά», το οποίο κινείται σε ένα απρόσβλητο από κανόνες μη εσωτερικής αναγκαιότητας ερμητικό παρόν που συνθλίβει τους ταπεινούς και μη ικανούς για απόδραση ήρωες.
Ήρωες οι οποίοι αντιμετωπίζονται περισσότερο ως σύμβολα παρά ως χαρακτήρες, φέροντας εντός τους τις αντινομίες του περιβάλλοντος, της κυκλικής παρά σπειροειδούς κίνησης (περιορισμένης ασφυκτικά εντός του κύκλου οίκοθεν/ οίκαδε). Πρόκειται για το κλασικό μοτίβο της Καφκικής αφήγησης, η οποία ξεκινάει απροσδιόριστα σε ου τόπο, για να μην καταλήξει πουθενά, με την αέναη επιστροφή να αποτελεί το αφηγηματικό ισοδύναμο του βρόχου.
Αυτή προφανώς είναι και η μοίρα που επιφυλάσσεται στους δύστηνους ήρωες του βιβλίου όπου «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα» όντως προσμένουν το θαύμα που θα τους βγάλει από τον βούρκο στον οποίο σαπίζουν (κυριολεκτικά). Βεβαίως στον ζοφερό κόσμο του Krasznahorkai η ελπίδα πεθαίνει πάντα… πρώτη, καθώς εξαρχής ο αναγνώστης γνωρίζει πως ο σωτήρας είναι απλά μια ενσάρκωση του κακού, με δικούς της ασαφείς στόχους, για τους οποίους όμως είναι έτοιμος να θυσιάσει τους ακολούθους του.
Ακόμα και στον μόνιμα βροχερό και μουχλιασμένο αυτόν τόπο συμβαίνουν θαύματα, μόνο που αφενός δεν αφορούν τους ανέστιους ήρωες, αφετέρου δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά παρά μόνο ως εκδηλώσεις μιας τυφλής και αδιάφορης προς τα ανθρώπινα θεότητας. Κανείς δεν πρόκειται να σταθεί αρωγός στο ανθρώπινο δράμα, καθώς αυτό παίζεται σε μια καθημαγμένη σκηνή χωρίς σκηνοθετική καθοδήγηση.
Μοναδική παρουσία (όχι απαραίτητα θετική, πλην όμως απαραίτητη) εκείνη του Γιατρού-Συγγραφέα-Παρατηρητή, ο οποίος απέχει από τα τεκταινόμενα, προτιμώντας τον ρόλο του παθητικά θεώμενου το ανθρώπινο δράμα όπως διαδραματίζεται ενώπιόν του. Αυτό οδηγεί τον προσεκτικό αναγνώστη σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα-ερώτημα: κατά πόσον, δηλαδή, έχει γίνει μέτοχος του κλασικού παραδόξου όπου ο παρατηρητής φαίνεται να αλλοιώνει το αποτέλεσμα του διεξαγόμενου πειράματος, απλά με την παρατήρηση.
Τελικά, κατά πόσον αυτό που έχει διαβάσει ήδη ο αναγνώστης είναι η πραγματικότητα ή η… πραγματικότητα/καταγραφή του παρατηρητή-γιατρού; Στη δεύτερη περίπτωση -εξαιρετικά πιθανή όπως θα καταλάβει ο αναγνώστης φτάνοντας στην καταληκτική παράγραφο- ο παρατηρητής αυτοκαταργείται ή καλύτερα αναβαθμίζεται σε Δημιουργό! Αυτός δεν είναι όμως και ο ρόλος της τέχνης, τελικά; Να παρατηρεί το υπάρχον αλλά να μην το καταγράφει απλώς, να το αναδομεί, να το υπερβαίνει, να αναδημιουργεί εν τέλει τον κόσμο κατ’ εικόνα της κρατώντας σταθερά τον καθρέφτη μπροστά από το υπάρχον.
Ο Krasznahorkai, καίτοι δεν μπορεί να υπερβεί τους εγγενείς περιορισμούς της μεταπολεμικής λογοτεχνίας που καθιστούν την πρωτοτυπία ουτοπική (πλην Πίντσον, προφανώς, άντε 2-3 ακόμα…), καταθέτει μια ολοκληρωμένη λογοτεχνική πρόταση που προσφέρει αναγνωστική απόλαυση. Σίγουρα, δεν είναι ένα βιβλίο που θα ξαναδιάβαζα, αλλά δεν θεωρώ πως έχασα τον απόλυτα μετρημένο (και ως εκ τούτου πολύτιμο) χρόνο μου μαζί του. Και για εμένα, στο συγκεκριμένο στάδιο της πνευματικής μου ανάπτυξης, αυτό αποτελεί υπέρτατο κριτήριο αξίας.
Υ.Γ.
Σε κάθε περίπτωση, θα προτιμήσω την κινηματογραφική μεταφορά του αγαπημένου μου σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, ο οποίος στο 7ωρο ασπρόμαυρο αριστούργημά του επέτυχε να εικονοποιήσει ανυπέρβλητα το βιβλίο.