Να ξεκαθαρίσω πως ο «Υπόγειος κόσμος» του DeLillo συγκαταλέγεται στα πιο σημαντικά βιβλία που έχω διαβάσει. Εν συγκρίσει με αυτό, ο «Λευκός θόρυβος» κατά τη γνώμη μου υπολείπεται. Δεν πρόκειται επ’ ουδενί για κακό ή μέτριο βιβλίο – αναγνώρισα σημεία δημιουργικής ευρηματικότητας, φιλοσοφικής πληρότητας, συγγραφικής επάρκειας.

Εκείνο που ίσως με ξένισε εδώ -και μου κάνει εντύπωση που δεν το διάβασα σε κάποια κριτική ως τώρα – είναι μια κάποια αίσθηση υπερκάλυψης από πλευράς ύφους. Κάπως σαν ένας άλλος συγγραφέας να αναλάμβανε κατά διαστήματα το «πηδάλιο», οδηγώντας το πλοίο σε κατευθύνσεις που δεν ήταν πάντα της αρεσκείας μου.
Για να γίνω συγκεκριμένος, υπάρχουν σημεία σουρεαλιστικά, διάλογοι καθαρά Pynchon-ικοί (προσκυνώ τη χάρη του!), μια αίσθηση παραλόγου, αποδόμησης και χάους, απόλυτα συντεταγμένου προφανώς και συμμετρικά δοσμένου, πλην όμως ενοχλητικού για τη δική μου οπτική. Το αποτέλεσμα ήταν πως όποτε αφηνόμουν στην απόλαυση του κειμένου του DeLillo, αίφνης εμφανιζόταν ο Pynchon και… βυσσοδομούσε στον ειρμό.
Αυτή ακριβώς η ασυμφωνία ύφους με απέτρεψε συχνά από το να ταυτιστώ νοηματικά, ώστε να απολαύσω τον σχολιασμό του καταναλωτισμού, του παραλογισμού, του θανάτου ως μόνιμης παρουσίας λευκού θορύβου κ.ο.κ.
Προφανώς, αυτό που -τρόπον τινά- ενόχλησε εμένα, για άλλους πιθανώς να αποτελεί το βασικό πλεονέκτημα του βιβλίου. Το αναγνωρίζω και το αποδέχομαι. Εντούτοις, θα επιλέξω να παραμείνω πιστός στο δυσθεώρητο… ύψος του «Υπόγειου κόσμου».