Ο δημιουργός ως καταγραφέας της επικαιρότητας – Σκέψεις για τη σχέση λογοτεχνίας και Ιστορίας

1η δημοσίευση: Book Press

Το βασικό πρόβλημα με την καλλιτεχνική δημιουργία που καταγράφει την εποχή της, δεν έγκειται, θεωρώ, αποκλειστικά στο ότι τίθεται εκούσια σε τροχιά γύρω από ένα λαμπερό άστρο, αυτό της ιστορίας, αλλά στον πλεονασμό που τελικά την περιορίζει. Θα επιχειρήσω να το εξηγήσω στη συνέχεια.

Εξ ορισμού η τέχνη -και δη η λογοτεχνία που κυρίως με απασχολεί- τοποθετείται εντός συγκεκριμένου ιστορικού και χρονικού πλαισίου, όπως εξάλλου κάθε ανθρώπινη δημιουργία. Έχοντας ως βασικό συστατικό της τη γλώσσα, την οποία ο καλλιτέχνης ως ανθρώπινο ον παραλαμβάνει από την κοινωνία και εντός της οποίας εξελίσσεται και δημιουργεί για την παραδώσει αποχωρώντας τις επόμενες γενιές, δεν μπορεί παρά να οριοθετηθεί / φυλακιστεί από αυτήν, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να τη διαρρήξει και να απελευθερωθεί. Η δημοφιλής άποψη του Wittgenstein που αναφέρει ότι τα όρια της γλώσσας μας είναι ταυτόχρονα κι εκείνα του κόσμου μας, ισχύει αναμφίλεκτα και για την καλλιτεχνική δημιουργία. Εφόσον μας λείπουν οι κατάλληλες λέξεις, όλα όσα δεν εκφράζονται μέσω αυτών θα διαφεύγουν εσαεί. Την ίδια στιγμή, ειδικά για τον δημιουργό, αυτά τα όρια λειτουργούν περιοριστικά και οφείλει να αυτονομηθεί ανατινάζοντάς τα μέσω των εκφραστικών του μέσων, διευρύνοντας τον «κόσμο» του. Και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο καλείται να δημιουργήσει είναι το όριό του.

Επομένως, η ιστορικότητα διαχέεται (όπως και η εξουσία, κατά τον Φουκώ) μέσω της γλώσσας. Εφόσον τώρα ο δημιουργός αποδεχτεί εξαρχής και τελεσίδικα ότι ο ρόλος του είναι να «καταγράψει την εποχή του» και πέραν αυτού ουδέν, διακινδυνεύει κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: να χάσει τη δημιουργική του ψυχή, τον εντελώς προσωπικό του τρόπο θέασης των πραγμάτων. Εκείνα δηλαδή τα στοιχεία που τον εντάσσουν, ενώ ταυτόχρονα τον διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους ομοτέχνους του – αν φυσικά υπάρχουν τέτοια άξια να κατατεθούν. Ο πλεονασμός που περιέγραψα αρχικά έγκειται στο γεγονός ότι εφόσον η ιστορική πραγματικότητα στοιχειώνει εξ ορισμού τον χρυσελεφάντινο πύργο του δημιουργού για τους λόγους που εξέθεσα, θεωρώ ότι είναι υπερβολή να προσθέσει στο μείγμα της τέχνης του λίγη ακόμα «πραγματικότητα». Εάν το κάνει, διατρέχει τον κίνδυνο της υπερβολής, η οποία τροφοδοτεί με καύσιμο το κιτς, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που μέσω της υπερέκθεσής τους συσκοτίζουν την καλλιτεχνική ουσία προβάλλοντας ασύμμετρα τις επιμέρους ευκολίες. Οι λόγοι για να το πράξει είναι οι προφανείς: εμπορικότητα και διευρυμένη αποδοχή του παθητικού κοινού που δεν διερωτάται και δεν αναστοχάζεται επάνω σε αυτό που διαβάζει, αλλά το καταναλώνει άκριτα και ανεπίγνωστα, επιβραβεύοντας με γαλαντομία (και πωλήσεις) τον εκμαυλιστή του σε μια quid pro quo σχέση αλληλεξάρτησης.

Ωραία όλα αυτά, αλλά το ερώτημα παραμένει: Πώς μπορεί να αποφύγει ο δημιουργός τον πλεονασμό; Πώς να κρατήσει έξω από το φράγμα του ατομικού του δημιουργικού χώρου την ιστορική πλημμυρίδα, προκειμένου να μην παραμείνει ένας καταγραφέας παροδικών συμβάντων; Δεν νομίζω ότι το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί θεωρητικά και τελεσίδικα, διότι όποιος το έκανε απλά προέταξε επιχειρήματα υπέρ ή κατά, τα οποία δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία σε τελική ανάλυση. Πρόκειται περί της κλασικής αυτοναφορικότητας της θεωρίας που εκπορεύεται από διανοούμενους οι οποίοι εκκινούν από τη σωστή ίσως βάση, αλλά έχοντας στη συνέχεια παγιώσει ένα σύστημα σκέψης, για λόγους ανθρώπινους και εγωιστικούς τείνουν συνήθως να αλυσοδέσουν στο κρεβάτι του Προκρούστη το έργο, προκειμένου να συμπέσει με τη θεωρητική τους κατασκευή. Κι αν το θεωρητικό παιχνίδι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αρκετούς, ιδίως τον κύκλο των θεωρητικών, δεν έχει μάλλον για τον αναγνώστη. Ένας λοιπόν παραμένει ο τρόπος, και δεν είναι άλλος από το να τοποθετήσουμε εκ νέου τα πόδια στο έδαφος, ακολουθώντας το έργο, το βιβλίο, και τι μας διδάσκει – όχι τι διδάσκουμε εμείς.

Δεν πρόκειται να δώσω εδώ κατευθύνσεις σε κανέναν, δεν είμαι αρμόδιος, δεν είναι και ο ρόλος μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να θέσω ερωτήματα, πρώτα σε εμένα, και να αναμείνω από τον δημιουργό να δώσει τις απαντήσεις. Μπορώ όμως να καταθέσω τι έχω διδαχθεί από τα έργα εκείνα που ξεπέρασαν τον σκόπελο της πρόσκαιρης χρησιμότητας και συνεχίζουν να προσφέρουν αισθητική απόλαυση. Μολονότι, για να θυμηθούμε τον Γκαντάμερ, το έργο αποτελεί διάλογο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, θεωρώ ότι μιας και εκ των πραγμάτων το παρόν βαραίνει αναγκαστικά επάνω του, ο δημιουργός θα ήταν προτιμότερο να μην πλειοδοτήσει χάριν ενός ανυπόμονου και ανεκπαίδευτου κοινού που σε κάθε ευκαιρία επιθυμεί να βλέπει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στο έργο του καλλιτέχνη. Δεν είναι ο ρόλος του δημιουργού να μετατρέπει τον αναγνώστη/ θεατή σε κύκνο από ασχημόπαπο ούτε να τον διευκολύνει καταγράφοντας την καθημερινότητά του λες και πρόκειται ποτέ να του δώσει την παραμικρή λύση στα προβλήματά του. Αυτού του είδους η αυτοακύρωση αποδεικνύεται προσβλητική και υποτιμητική της νοημοσύνης και των δύο μερών.

Αν θεωρήσουμε λοιπόν την ιστορικότητα ως το «αναγκαίο κακό», εντός του οποίου όλοι κωπηλατούμε ακολουθώντας το ρεύμα, ο αυθεντικός δημιουργός θα επιχειρήσει αν όχι να στραφεί ενάντια στη δύναμή του, τουλάχιστον να δοκιμάσει να κάνει στάσεις καθ’ οδόν, μακριά από τους άλλους που λάμνουν αμέριμνα εφ’ ενός ζυγού και με το βλέμμα στραμμένο μπροστά. Κοιτάζοντας πίσω του, εκεί που άλλοι αξιότεροι έθεσαν τις βάσεις, αλλά ταυτόχρονα και μπροστά σε μέρη ακόμα άγνωστα στους πολλούς, θα μετρήσει τις δυνάμεις του. Γνωρίζει ότι ο αγώνας αυτός είναι μοναχικός και ότι θα αναμετρηθεί με υπέρτερες δυνάμεις που συνεχώς θα του υπενθυμίζουν (η γλώσσα είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο) ότι ζει στο παρόν, στο τώρα, ότι πρέπει να «εκφράσει την εποχή του», να είναι «επίκαιρος»- κάτι που είναι αναγκασμένος να κάνει και ταυτόχρονα να ξεπεράσει, αν επιθυμεί το έργο του να παραμείνει «ανεπίκαιρο», τουτέστιν κλασικό, όταν πλέον θα έχουν ξεχαστεί τα προβλήματα της εποχής του και μια νέα καθημερινότητα θα έχει προσπεράσει την προηγούμενη αναζητώντας άλλες αξίες χρήσεις, σκοπιμότητες και δεκανίκια.

Σχολιάστε