Νίκη – Τζ. Κόνραντ

Η ανακάλυψη του Κόνραντ σε ώριμη ηλικία, υπήρξε ταυτόχρονα και μια αποκάλυψη. Ένιωσα την ανάγκη να διαβάσω όσα βιβλία του δεν είχα διαβάσει, μα και να επανέλθω επιλεκτικά στα Αριστουργήματά του (ο όρος εδώ δεν νοείται με την τρέχουσα πληθωριστική του -κενή νοήματος- χρήση, παρά κυριολεκτικά), και η ανάγκη αυτή με οδήγησε στη «Νίκη».

Μολονότι δεν ανήκει στα γνωστότερα έργα της μεγαλειώδους πρώτης περιόδου του συγγραφέα τού «Νοστρόμο» ή της «Καρδιάς του σκότους», το μυθιστόρημα αυτό διαβάζεται «τόσον περιπαθώς και τόσον γοητευτικώς», προσφέροντας καθαρή αναγνωστική απόλαυση. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, δεδομένου πως ο ήρωάς του εμφορείται εξολοκλήρου από την εξής καθοδηγητική αρχή: «Η θέα της ίδιας της ζωής του θα έπρεπε να είναι ένα αριστούργημα μη συμμετοχής«. Αυτή είναι η επωδός, η ουσία ενός βίου αποκομμένου από τα πάθη και την Μπαλζακ-ική «χθόνια βακχεία της ζωής«, όπως θα την ήθελε ο πρωταγωνιστής της, ως το «ανώδυνο, ανεπαίσχυντο και ειρηνικό» της τέλος.

Και όμως, τίποτα δεν δύναται να συγκρατήσει την πραγματικότητα από το να εισβάλει στην ηθελημένα απομονωμένη ύπαρξη του ήρωα. Αν και η «παθητική ενατένιση» των ανθρωπίνων πεπραγμένων αποτελεί το επιστέγασμα της φιλοσοφίας του (στο πνεύμα του Schopenhauer στον οποίο ομνύει ο Κόνραντ, μαζί με τον Σαίξπηρ, στην «Τρικυμία» του οποίου βασίζεται η αρχική ιδέα), η ζωή δεν του χαρίζεται, σπάζοντας ορμητικά τα φράγματα της απομόνωσης με τη μορφή της γυναίκας, του Έρωτα.

Και φυσικά τον Έρωτα ακολουθεί κατά πόδας ο Θάνατος, ως η μόνη λύτρωση από τα δεσμά ενός κόσμου στον οποίο ο πρωταγωνιστής Heyst ποτέ δεν ήθελε να ενταχθεί πραγματικά. «Ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος. Ήλθες, είδες, απήλθες» δίδασκε ο Δημόκριτος. Όσο κι αν προσπαθήσει να τηρήσει ευλαβικά την πατρική, απόκοσμη παραίνεση «Να παρατηρείς, να μην κάνεις κανέναν ήχο!» (πόσο σοφή, αλλά ανέφικτη υπόδειξη), ο ήρωας βλέπει με απελπισία το άβατο που έχει χτίσει να παραβιάζεται, να αποδομείται, να κατακρημνίζεται. Κανείς μας, όσο κι αν το επιθυμεί βαθιά, δεν μπορεί να σκάψει τόσο βαθιές τάφρους που θα κρατήσουν τη ζωή με τις απαιτήσεις της μακριά.

Τότε «Γιατί Νίκη;», ευλόγως αναρωτιέται ο αναγνώστης. Ουδείς νικά, ουδείς επικρατεί, παρά μόνον ο ζόφος κι ο θάνατος. Ίσως μόνο η δύναμη της αγάπης να αποτελεί μια κάποια νίκη – πύρρειος κι αυτή. Υπάρχει όμως και η άλλη Νίκη, απολύτως μετρήσιμη, απτή και αδιαμφισβήτητη: της ίδιας της λογοτεχνίας ως καθοδηγητικής αρχής.

Σχολιάστε