Κατά καιρούς κατεβαίνω από τα ολύμπια ύψη της ανάγνωσης των κλασικών, κάνοντας ένα σύντομο πέρασμα από τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή. Το πέρασμα αυτό με οδήγησε στον εν λόγω συγγραφέα, του οποίου διάβασα δύο βιβλία, ενδεικτικά του ύφους του, καταλήγοντας στα ακόλουθα συμπεράσματα.

Κοινός τόπος και στα δύο βιβλία είναι οι εμπειρίες ζωής του, ιδίως σε πολύ νεαρή ηλικία, και η καταγραφή τους υπό μορφή λογοτεχνικού έργου, στη λογική αυτού που είναι γνωστό ως autofiction . Η θεματολογία είναι σκληρή και βίαιη – περιγραφή της ζωής του (όχι και τόσο μακρινής, μόλις δύο δεκαετίες πίσω) στην επαρχιακή Γαλλία, μεταξύ ανθρώπων χαμηλότατου οικονομικού και κοινωνικού στάτους (white trash ή underdogs θα τους έλεγαν οι Αμερικανοί που ποτέ δεν ντράπηκαν να εκθέσουν τις χειρότερες πλευρές τους στον κόσμο). Η βία, το ποτό, τα ναρκωτικά, ο ρατσισμός, η κτηνωδία, η μισαλλοδοξία, η πλήρης απουσία ανοχής και ενσυναίσθησης κυριαρχούν στον οικογενειακό και κοινωνικό κόσμο του Λουί. Μελανό το χρώμα που διαποτίζει τα βιβλία, δίχως ωραιοποίηση, αλλά και με ψήγματα ελπίδας εκείνου που επιβίωσε ώστε να καταγράψει το γεγονός για τους άλλους, που είτε δεν τα κατάφεραν είτε βρίσκονται εκεί έξω αναζητώντας μια οικεία φωνή. Ως εδώ, καλά.
Και στο σημείο αυτό ξεκινούν οι ενστάσεις μου ως αναγνώστη.
Πρώτη ένσταση: Υπάρχουν κάποια βιβλία, σύμφωνα με μερίδα κοινού που τα προτιμά, για τα οποία απαραίτητη προϋπόθεση ανάγνωσής τους είναι να γνωρίζεις τον συγγραφέα τους, τα πάθη, το φύλο, τη φυλή και τη σεξουαλική του ταυτότητα ώστε να μπορέσεις να τα προσεγγίσεις. Αν το αποφύγεις, με δική σου ευθύνη, τότε, δεν θα κατορθώσεις να αποκτήσεις την απαραίτητη σύνδεση με το έργο τους. Κάθε φορά που το ακούω αυτό, αμέσως σκέφτομαι ότι προφανώς η λογοτεχνική αξία του έργου δεν είναι αρκετή καθ’ εαυτήν και απαιτείται κάποιος πρόλογος, κάποιο επιπλέον ερέθισμα προκειμένου να την επιφέρει. Εν ολίγοις, ο αναγνώστης οφείλει να εισέλθει υποψιασμένος, «φτιαγμένος» με κατιτίς εξωλογοτεχνικό, ώστε να εκτιμήσει εκείνο που σε διαφορετική περίπτωση θα του διέφευγε. Στα βιβλία του Λουί αυτό το «κατιτίς», το απαραίτητο επίχρισμα, είναι η σεξουαλική ταυτότητα του συγγραφέα (αλλού το φύλο, η φυλή κ.ο.κ.). Μα κι αυτό αποτελεί ήσσονος σημασίας ζήτημα, εφόσον το αποτέλεσμα κριθεί άξιο λόγου, οπότε αντιπαρέρχομαι.
Δεύτερη ένσταση: Φίλοι καλοί που γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο κρίνω τη λογοτεχνία τόνισαν ότι στα συγκεκριμένα βιβλία (ιδίως στο «Εντύ Μπελγκέλ») είναι τόσο ισχυρό το βίωμα, η δε εμπειρία του γράφοντος σε κατακλύζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ξεχνάς προς στιγμήν τη λογοτεχνικότητα και τα σχετικά τεχνικά, μιας και το συναίσθημα σε συμπαρασύρει. Είναι προφανές ότι σέβομαι οτιδήποτε παρασύρει οποιονδήποτε, καθώς υπάρχουν ένα σωρό λόγοι γι’ αυτό και κανέναν από αυτούς δεν υποτιμώ – ιδίως αν προέρχεται από φίλους. Όμως ο τρόπος μου να κρίνω παραμένει συγκεκριμένος κι αυτόν καταθέτω κάθε φορά. Ισχυρό βίωμα, φρικτή εμπειρία, πόνος, θλίψη…. Όλα αυτά είναι έντονα συναισθήματα που από μόνα τους, και εφόσον δεν τιθασευτούν (όπως θα εκθέσω παρακάτω), θεωρητικά καπελώνουν το λογοτεχνικό έργο, επιβάλλοντας με την ισχύ τους τη «σιωπή» των άλλων. Και ποια μπορεί να είναι αυτά «τα άλλα»; Η πρώτη και για εμένα αυταπόδεικτη απάντηση είναι η λογοτεχνικότητα, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο λογοτέχνης μετατρέπει το βίωμα σε τέχνη.
Ας το δούμε λίγο αναλυτικότερα αυτό. Μια ισχυρή εμπειρία μπορεί να είναι ο βιασμός, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο πόλεμος κ.ο.κ. Η καταγραφή με τη μορφή ντοκιμαντέρ ή προσωπικής μαρτυρίας, όπου παρεμβάλλεται η εικόνα θα προκαλέσει τον μέγιστο βαθμό ταύτισης με το κοινό. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στην περίπτωση του γραπτού λόγου, ιδιαίτερα εάν το βίωμα καταγράφεται μυθιστορηματικά και όχι ως κάποιο δημοσιογραφικό κείμενο. Προφανώς μπορεί να συνδυάζεται το μυθιστορηματικό με το δημοσιογραφικό ή τη μαρτυρία, θα προκύψει ο αντίλογος. Πλην όμως, ο Λουί δηλώνει λογοτέχνης, με λογοτεχνικές αναφορές (Ντιράς, Μποβουάρ, Μπόλντγουιν κλπ.), έστω και autofiction, οπότε δεν πρόκειται εδώ απλώς περί σχολαστικισμού και τυπολατρείας από μέρους μου. Για να επανέλθω, ερχόμενος στο δια ταύτα: ο γραπτός λόγος αποτελεί αναγκαστικά διαμεσολάβηση και ταυτόχρονα κριτήριο του κατά πόσον το βίωμα αποτελεί λογοτεχνία ή όχι. Και ακόμα πιο συγκεκριμένα: η δύναμη του βιώματος είναι τόσο ισχυρή όσο πληρέστερη είναι η λογοτεχνικότητα του κειμένου. Εφόσον η γλώσσα του συγγραφέα, το αφηγηματικό του ύφος, δεν είναι όσο δουλεμένο χρειάζεται, τόσο πιο ανίσχυρο θα αποδειχθεί και το αποτέλεσμα. Η αδυναμία θα υποσκάψει την ίδια την αξία της εμπειρίας. Δεδομένου λοιπόν ότι απουσιάζει η εγγενής δυναμική και αμεσότητα της εικόνας, μέσω του γραπτού λόγου ο αναγνώστης θα πρέπει να δημιουργήσει ο ίδιος τις εικόνες στο μυαλό του. Όσο πιο στιβαρό το ύφος και η γλώσσα τόσο πιο ισχυρές και οι εικόνες και ο νοών…
Για να δώσω ένα πρακτικό παράδειγμα, γνωστό σε όλους. Πόσοι έχουν γράψει για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την εμπειρία της επιβίωσης; Πάρα πολλοί. Γιατί από όλους αυτούς ξεχωρίζει το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Levi; Όλοι οι συγγραφείς κατέγραψαν τρομακτικές καταστάσεις, επομένως δεν είναι καθ’ εαυτό το θέμα του στρατοπέδου, αλλά ο ιδιαίτερος τρόπος του συγγραφέα που καθιστά το βιβλίο αυτό ξεχωριστό και κλασικό ως λογοτεχνία. Αλλιώς, για ιστορική ακρίβεια θα περιοριζόμασταν στα πάμπολλα ιστορικά βιβλία και δεν θα διαβάζαμε την προσωπική οπτική, την περασμένη από το μοναδικό αφηγηματικό φίλτρο του συγγραφέα. Νομίζω ότι είναι πλέον κατανοητό αυτό που θέλω να πω. Προφανώς, αποδέχομαι πλήρως το επιχείρημα εκείνων που θα πουν ότι πείστηκαν από το ύφος του Λουί και ότι τους φάνηκε απολύτως κατάλληλο για όλα όσα θέλησε να καταγράψει. Περί γούστου…
Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οφείλουμε να σεβαστούμε το γεγονός ότι κάποιος/ κάποια βρήκε το θάρρος να μιλήσει ως ομοφυλόφιλος, κακοποιημένη γυναίκα, θύμα φυλετικού μίσους κλπ. θα πω ότι ως άνθρωπος και πολίτης θα σταθώ δίπλα τους, θα τους σφίξω θερμά το χέρι και θα τους ευχηθώ καλή τύχη. Όταν όμως αποφασίσουν να καταθέσουν υπό μορφή μυθιστορήματος (κι όχι ως βιογραφία π.χ.) την εμπειρία τους, τότε ο αναγνώστης θα έχει πάντα το πάνω χέρι, κρίνοντας κατά περίπτωση και σύμφωνα με λογοτεχνικά κριτήρια – όποια βεβαίως έχει διαθέσιμα.
Για να ολοκληρώσω την παρουσίαση αυτή, θα συμφωνήσω με την πλειονότητα ότι το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» είναι πληρέστερο, τόσο δομικά όσο κι από άποψη περιεχομένου. Σε σημεία με παρέσυρε, αν και φοβάμαι ότι αυτό οφειλόταν στην περιέργεια για τα όρια της κτηνωδίας των συμμετεχόντων και την ανακούφιση του ανθρώπινου όντος ως εξ αποστάσεως παρατηρητή, όταν σκέφτεται πόσο τυχερό είναι που γλύτωσε από μια τέτοια μοίρα. Δυστυχώς, ως επίγευση αυτό που μου έμεινε από το βιβλίο είναι η χαμένη δυνατότητα της ολοκληρωμένης μυθιστορηματικής απεικόνισης μιας τέτοιας εμπειρίας.
Το «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας» μου φάνηκε περιττό, προσπάθεια να βγει κάτι περισσότερο από τον βασικό κορμό της εξομολόγησης (είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στη μητέρα του). Κοινότοπες σκέψεις, σαν να ήταν παρμένες από κάποιο βιβλίο ψυχολογίας, χωρίς ιδιαίτερο βάθος και με επιφανειακή γραφή, αναντίστοιχη όπως προείπα του βάθους της εμπειρίας, με αποτέλεσμα την ανισομέρεια και τελικά την πλήξη του αναγνώστη. Ο ίδιος ο Λουί γράφει το εξής κάπου στην αρχή του βιβλίου: «Γιατί ξέρω πια πως το να γράψω για κείνη, να γράψω για τη ζωή της, σημαίνει να γράψω ενάντια στη λογοτεχνία». Αυτή είναι και μια δέσμευση που τηρεί στο ακέραιο.