Λίγα χρόνια πριν, σε συζητήσεις που είχα με καλή φίλη περί λογοτεχνίας, όποτε το παράκανα με τους φορμαλισμούς και τους Κανόνες, κάποια στιγμή με σταματούσε και μου έλεγε κάτι σαν: «Κόψε αυτό το αφ’ υψηλού υφάκι και κατάλαβε επιτέλους ότι όλα τα βιβλία δεν έχουν γραφτεί για να είναι αριστουργήματα!». Η συζήτηση τελείωνε εκεί, καθώς το επιχείρημά της ήταν, ας πούμε, αδιαπέραστο σε σημαντικό βαθμό.

Έκτοτε προσπαθώ κάθε φορά να το θυμάμαι όταν ξεκινώ ένα βιβλίο σύγχρονης κυρίως λογοτεχνίας (γιατί στα genre δεν έχω τέτοιο θέμα, μου βγαίνει αυθόρμητα), καθώς έχω πλέον συνηθίσει να κάνω συγκρίσεις, αναγωγές, καταλήγοντας σε συμπεράσματα. Έλα όμως που πρόθυμος ( ; ) να αγιάσω, ο Διάβολος δεν με αφήνει.
Μετά από προτροπές φίλων (γυναικών ουσιαστικά) αποφάσισα να διαβάσω το «Φοβάμαι Ταυρομάχε», το οποίο είχε θεωρητικά όλα τα εχέγγυα: Χιλή επί Πινοσέτ, ομοφυλόφιλο πρωταγωνιστή, επαναστάτες φοιτητές, έρωτα και πάθος, ποιητική γραφή… Βέβαια, όλοι μας γνωρίζουμε ότι η λογοτεχνία είναι κάτι περισσότερο από τα επιμέρους, δηλαδή μια ολοκληρωμένη κατασκευή όπου κανένα από τα συστατικά μέρη δεν μπορεί να αφαιρεθεί δίχως να προκαλέσει ζημιά στο όλον κ.ο.κ. Με λίγα λόγια: αρμονία και ισορροπία. Κι αυτό είναι που τελικά έλειπε από το βιβλίο. Ας εξηγήσω γιατί.
Ο «Ταυρομάχος» χωρίζεται σε δύο μέρη, δηλαδή την ιστορία της Τρελής και του έρωτά της για τον επαναστάτη φοιτητή και το άλλο μέρος είναι η περιγραφή της απόπειρας δολοφονίας του Δικτάτορα, με σκωπτικό τρόπο, μέσα από τα μάτια της συζύγου του και του ιδίου. Θεωρώ ότι το δεύτερο μέρος θα μπορούσε άνετα να λείπει, καθότι αδύναμο, μέτρια γραμμένο, αδιάφορο και δεν θα δίσταζα να το χαρακτηρίσω ερασιτεχνικό. Κάτι που γίνεται σαφέστερο εφόσον το συγκρίνουμε με το πρώτο, το οποίο χαρίζει στο βιβλίο την όποια γοητεία του. Δυστυχώς ο ίδιος ο συγγραφέας… πυροβόλησε τα πόδια του ενσωματώνοντάς το για λόγους ρεαλισμού, πολιτικής, υφολογικής ποικιλίας, ίσως. Καθώς μάλιστα αποτελεί λίγο λιγότερο από το μισό ενός ήδη ολιγοσέλιδου βιβλίου, είναι αδύνατον να μην κάνεις τη σύγκριση μεταξύ των δύο και να οδηγηθείς στο εύλογο συμπέρασμα: ανισορροπία και δυσαρμονία.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο αναγνώστης βρίσκεται συχνά στη θέση να περάσει εν τάχει αυτές τις σελίδες για να συναντήσει ξανά την Τρελή και τον απελπισμένο έρωτά της – δεν τον αδικώ διόλου. Και θα ήμουν έτοιμος να παραμερίσω τις όποιες αντιρρήσεις μου, αν το βασικό μέρος του βιβλίου ήταν κάτι ξεχωριστό και μοναδικό στην εκτέλεσή του. Αλλά κι αυτό δεν ισχύει τελικά. Ομολογώ ότι σε στιγμές συγκινήθηκα από τον έρωτα της Τρελής για τον φοιτητή. Όπως όμως έλεγε κι ο Έκο για αυτού του είδους τη κατευθυνόμενη και συναισθηματικά εκβιαστική λογοτεχνία, πρόκειται για τη λογική του «κρεμμυδιού» – δεν μπορείς παρά να κλάψεις, αν το κόψεις κοντά στα μάτια σου. Είναι θέμα χημείας και δεν έχει να κάνει απαραίτητα με την τέχνη του δημιουργού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν παράγραφοι και σελίδες όπου ο συγγραφέας ξεδιπλώνει το ποιητικό του ταλέντο, παρασύροντάς σε στη λιμνοθάλασσα του πόθου του. Μια από τις κορυφαίες για εμένα στιγμές είναι εκείνη όπου η Τρελή κάνει στοματικό έρωτα στον νεαρό, ενώ αυτός κείται μεθυσμένος – πρόκειται για μια από τις πιο ειλικρινείς στιγμές του βιβλίου, άρα όντως ερωτική και λογοτεχνική.
Όμως ο αναγνώστης βρίσκεται εξαρχής σε ένα πολύ προκάτ συναισθηματικά πλαίσιο τελενοβέλας. Ήδη από τις πρώτες σελίδες γνωρίζει επακριβώς πώς θα κινηθεί η ιστορία: ο ατελέσφορος έρωτας της μεσήλικης Τρελής που θα αγαπήσει παράφορα τον νεαρό άνδρα και θα τον συνδράμει ακόμα και με κίνδυνο της ζωής της, κλέβοντας μόνο κάποιες μικρές στιγμές απόλαυσης από ένα πάθος που θα παραμείνει απαγορευμένο. Από την άλλη ο φοιτητής θα χρησιμοποιήσει για τον Σκοπό την ερωτευμένη Τρελή βάζοντάς τη σε κίνδυνο, πετώντας της ψίχουλα τρυφερότητας για να ακολουθήσει στο τέλος τον δρόμο του. Στα θετικά του βιβλίου θα πρέπει να προσθέσω ότι στο τέλος η Τρελή δεν θυσιάζεται, όπως θα περίμενε κάποιος (αν γινόταν όμως κι αυτό, η ομοιότητα με το «Φιλί της γυναίκας αράχνης» θα έφτανε στα όρια της αναίσχυντης αντιγραφής).
Εξ αποστάσεως ιδωμένο είναι ένα σενάριο πολυπαιγμένο, αφού αυτή είναι και η βάση του μελοδράματος, την οποία ενστερνίζεται το βιβλίο: αντίξοες καταστάσεις διαρκώς κλιμακούμενες σε ένταση, διλημματικής φύσεως, προκειμένου οι πρωταγωνιστές να οδηγηθούν στα άκρα και να αντιδράσουν ανάλογα, προκαλώντας τη μέγιστη δυνατή ταύτιση και συναισθηματική αντίδραση από τους αναγνώστες. Κατανοώ βέβαια ότι ιδίως σε δύσκολους καιρούς ισχυροποιείται η ανάγκη για ένα ευτυχές τέλος, για μια στοργική αγκαλιά και για συναισθηματική Αγνότητα – λέξη κλειδί κι ακόμα ένα μοτίβο-κλισέ, καθώς ο πρωταγωνιστής στα μελοδράματα διατηρεί με κάποιον μαγικό τρόπο την ψυχική του καθαρότητα ακόμα κι αν έχει περάσει από τις πλέον αντίξοες και ειδεχθείς συνθήκες, οι οποίες όμως δεν έχουν καταφέρει να διαπεράσουν και να λεκιάσουν τον πυρήνα του που παραμένει ανέγγιχτος, έτοιμος να παραδοθεί στον έρωτα και το πάθος. Κατά βάθος πρόκειται για χριστιανικού τύπου αλληγορία όπου η πόρνη (εν προκειμένω η Τρελή) θα κυλιστεί μεν στον βούρκο αλλά η αγάπη για τον φοιτητή θα λειτουργήσει ως η κολυμπήθρα του Σιλωάμ και θα τον καθαρίσει, θα τον ανυψώσει εκ νέου σε μια αγγελική επανένωση με τη θεία του φύση. Και τω Θεώ η δόξα…
Ένα ακόμα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του λαϊκού μυθιστορήματος / ρομάντζου είναι η αυτολύπηση, η οποία σκεπάζει με το πέπλο της τα πάντα. Ο ήρωας λυπάται μόνιμα τον εαυτό του, την τραγική του μοίρα, ο αναγνώστης τον ήρωα και βεβαίως τον εαυτό του και τη δική του μοίρα και γενικώς όλοι λυπούνται όλους. Με αυτόν τον τρόπο χάνεται κάτι πολύτιμο που μόνο η τέχνη μπορεί να δώσει: η βεντάλια συναισθημάτων, το εύρος και η εναλλαγή που δεν αποκοιμίζουν τον αναγνώστη, αλλά τον αναγκάζουν να ακροβατεί ενόσω στέκεται σε εγρήγορση. Αυτού του είδους η εύπεπτη παθητικότητα γλείφει το θυμικό αλλά αποκοιμίζει τη διάνοια, της οποίας τα φράγματα καταρρέουν εύκολα μπροστά στο υπερχειλίζον συναίσθημα που θολώνει τη κρίση. Ο αναγνώστης συμπάσχει, δακρύζει και…τέλος. Τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Και φοβάμαι ότι αυτά τα «υπόλοιπα» είναι που έχουν εξίσου μεγάλη σημασία στη λογοτεχνία. Τουλάχιστον για εμένα.
Ακούω ήδη τις κραυγές των αναγνωστριών από τις εξέδρες: «Και τι μας νοιάζουν εμάς όλα αυτά, το απολαύσαμε το βιβλίο» ή ακόμα και το άλλο που επισημαίνεται συχνά: «Άντρες, δεν νιώθουν…». Για το μεν δεύτερο θα θυμίσω ότι το πάθος δεν βγαίνει απαραίτητα να ουρλιάζει τον καημό του στα κεραμίδια, μπορεί να είναι εσωτερικό και να καίει άσβεστο (ιδίως στην τέχνη), όπως μας διδάσκει και ο Τόμας Μαν σχεδόν σε κάθε του έργο. Όσον αφορά το περί απόλαυσης, ειλικρινά το σέβομαι και δεν θα αντιδικήσω, καθώς με επαναφέρει στο αρχικό επιχείρημα, ότι δεν είναι απαραίτητο να διαβάζουμε ένα βιβλίο με την προσδοκία να αποδειχθεί αριστούργημα. Αλλά, λέω εγώ, ας το γνωρίζουμε τουλάχιστον και στη συνέχεια να απολαμβάνουμε άτυπτα μακριά από το άγρυπνο μάτι του Κανόνα.
Υ.Γ.
Ήμουν εξαρχής σίγουρος, και έγινε σαφές στη συνέχεια, ότι ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από το «Φιλί της γυναίκας αράχνης». Απλά θα πω, ιδίως για την ταινία, ότι είναι ακριβώς όλα όσα δεν μπόρεσε να είναι το βιβλίο αυτό (θεατρικότητα, πάθος χωρίς περιττό μελόδραμα), με τον μοναδικά ερωτικό Γουίλιαμ Χερτ, ο οποίος μας άφησε τέτοια ημέρα πέρυσι, να προσφέρει μια συγκλονιστική ερμηνεία.