Θεός της φωτιάς

Την τελευταία ημέρα που ο γυπαετός ήρθε για το συκώτι του, όπως κάθε πρωί, ο Προμηθέας θέλησε να δώσει τέλος. Η απόφαση -ξεθωριασμένη ανάμνηση- να συνδράμει τους θνητούς, η οποία τον οδήγησε δέσμιο στον βράχο, είχε χάσει πια την αίγλη της. Ο Προμηθέας είχε από καιρό μετανιώσει για το λάθος του – να θυσιάσει την αιωνιότητα για χάρη των βροτών, όντων αχάριστων, των οποίων την ευγνωμοσύνη ποτέ δεν θα απολάμβανε. Το μόνο που απέμενε ήταν η οργή του Πατέρα των Θεών κι εκείνο το όρνιο που καθημερινά τρεφόταν απ’ τα σπλάχνα του.

Ευχήθηκε να μπορούσε έστω τώρα να σταθεί ικέτης μπροστά στον Δία, εκλιπαρώντας για μια δεύτερη ευκαιρία. Μάταια. Ακόμα στα όνειρά του έβλεπε ότι είχε δραπετεύσει και περιφερόταν σε απρόσιτα όρη, παρέα με τα αγρίμια, μακριά από τους ανθρώπους. Ελεύθερος, αιώνιος, θεϊκός, όπως ήταν κάποτε, προτού η θλίψη για τα δεινά των άλλων τον καταδικάσει στο μαρτύριο. Ορκίστηκε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία ημέρα. Με το που θα ερχόταν το όρνιο…

Το ράμφισμα τον ξύπνησε απότομα από τον λήθαργο και τη στιγμή που ήταν έτοιμος να βάλει σε πράξη το απελπισμένο σχέδιό του ένας άντρας φάνηκε στο βάθος. Πλησίασε άφοβα και κραδαίνοντας το ρόπαλο σκότωσε με μια κίνηση τον γυπαετό του Δία. Την επόμενη στιγμή απελευθέρωσε τον φοβισμένο άνδρα. Εκείνος από ευγνωμοσύνη προέβλεψε το ηρωικό μέλλον του ημίθεου Ηρακλή, ο οποίος έφυγε ακολουθώντας το δικό του πεπρωμένο.

Ο Προμηθέας απέμεινε στο σημείο που βρισκόταν, περιμένοντας τον κεραυνό του πανεπόπτη Δία με κλειστά μάτια και λυγισμένα μέλη – έντρομος, ανίκανος να ορθώσει το ανάστημά του. Όταν πέρασε μια μέρα, κατάλαβε ότι κανείς -θνητός ή Θεός- δεν ενδιαφέρεται για τη μοίρα ενός τσακισμένου και ξεχασμένου άντρα. Σηκώθηκε και ξεκίνησε να κατεβαίνει το βουνό.

Τον περιέθαλψε, μέρες αργότερα, ένας ηλικιωμένος βοσκός που τον βρήκε να περιφέρεται σε άθλια κατάσταση. Τον πήγε στη στάνη του, στην οικογένειά του, τον άφησε να πλυθεί και τον τάισε γάλα, τυρί και κατσικίσιο κρέας. Μετά άναψε φωτιά για χάρη του ξένου. Όταν έκατσαν όλοι τριγύρω από την εστία, ο βοσκός άρχισε να διηγείται μια ιστορία: Ήταν, λέει, κάποτε ένας Τιτάνας, ένας Θεός της φωτιάς, που εναντιώθηκε στους άλλους Θεούς για χάρη των ανθρώπων…

Ο άντρας άκουγε με προσοχή. Την επόμενη ημέρα έφυγε από τη στάνη πριν ξημερώσει. Ανέβηκε ξανά το βουνό. Έβαλε τα χέρια του στα δεσμά και περίμενε. Από μακριά άκουσε τα φτερά να χτυπάνε, να πλησιάζουν αμείλικτα. Έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s