Λόγος μειλίχιος και συμφιλιωτικός, ουχί παρηγορητικός, περί της ανθρώπινης κατάστασης σε καιρούς χαλεπούς

Αν έχεις την πολυτέλεια να βρίσκεσαι σε κάποια απόσταση από τα τεκταινόμενα προκειμένου να φιλοσοφείς, να οδηγείσαι σε επαγωγικούς λογισμούς, αφαιρέσεις και ενίοτε γενικεύσεις, τότε πιθανώς να καταλήξεις και στα κάτωθι συμπεράσματα για τα ανθρώπινα:

  • Έχει δικαίως ειπωθεί ότι οι άνθρωποι συγχέουν κατά κόρον τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Ποια Χ πράξη προκαλεί το Ψ, Ω αποτέλεσμα και κατά πόσον το αποτέλεσμα αυτό είναι απόρροια της προαναφερθείσας αιτίας. Η σύγχυση είναι δεδομένη και συγγνωστή, δεδομένου ότι οι άνθρωποι αδυνατούν, ιδίως εν βρασμώ, να αναχθούν σε εκείνο που αποτελεί το αρχικό αίτιο (αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι δυνατόν). Οπότε επιλέγουν αυθόρμητα και υποσυνείδητα κάποιο αίτιο, σχεδόν πάντα αυθαίρετα, που εκείνοι θεωρούν τέτοιο, προκειμένου να ξετυλίξουν από εκείνο το σημείο το κουβάρι που θα τους οδηγήσει στην αναζήτηση ευθύνης. Το οποίο μας οδηγεί στο επόμενο συμπέρασμα.
  • Ευθύνη, η λέξη-κλειδί. Οι άνθρωποι έχουν βαθιά, πυρηνικά, την ανάγκη αποδίδουν ευθύνες (στον εαυτό τους, στους άλλους, σε φαινόμενα κ.ο.κ.). Ο βασικός λόγος είναι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να δώσουν όνομα στον τρομακτικό Δαίμονα του Χάους (τουτέστιν της τυχαιότητας) που καραδοκεί να τους καταπιεί κάθε ώρα και στιγμή. Και αν ονοματίσεις κάτι, τότε έχεις, πιθανώς, ελπίδες και να το ελέγξεις κάποια στιγμή, παύεις να είσαι έρμαιο, γίνεσαι μηχανοδηγός (πικρή λέξη) της μοίρας σου και δεν πρόκειται ποτέ να μπεις στη λάθος γραμμή ξανά για να συγκρουστείς με το πεπρωμένο σου. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ορατές ευθύνες για συγκεκριμένα γεγονότα. Ούτε ότι δεν πρέπει να αποδίδονται. Η σκοπιά μου εδώ είναι ευρύτερη και ελπίζω να γίνεται κατανοητή.
  • Όταν πρέπει να επιλέξουν σε ποια γραμμή θα κινηθούν, εκείνη της Πίστης ή εκείνη της Γνώσης, σε τεράστιο ποσοστό οι άνθρωποι θα επιλέξουν την πρώτη. Και χωρίς μάλιστα να το αναγνωρίζουν, καθότι είναι πεπεισμένοι (δεδομένου ότι ζούμε σε χώρες όπου τα ιδεολογήματα του Διαφωτισμού και της Επιστήμης κυριαρχούν). Το τι συνιστά «Γνώση», το πώς αυτή είναι βέβαια αδύνατον να συμπεριλάβει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, αλλά και το πώς αυτή διαχέεται στις ανθρώπινες κοινωνίες, αποτελούν ερωτήματα από καταβολής. Σε τελική ανάλυση, αν έπρεπε να πάρω κάποια θέση θα έλεγα ότι υπάρχουν ΓΝΩΣΕΙΣ και σίγουρα όχι μία Γνώση. Και ότι μόνο στα μαθηματικά μπορεί να υφίσταται κάποια μορφή αντικειμενικότητας. Τα λοιπά ανθρώπινα, κι ας λυπήσω τους φίλους μου, εντάσσονται στο ναρκοπέδιο των προσωπικών αντιλήψεων, των υποκειμενισμών, των ονείρων, των ψευδαισθήσεων, των φιλοδοξιών. Οι άνθρωποι λοιπόν όταν μιλάνε για Γνώση, εννοούν Πίστη – στις απόψεις τους, τον εαυτό τους, την ιδεολογία τους, επενδύοντάς τες κάθε φορά με τα επιχειρήματα που ταιριάζουν σε αυτές και όχι το αντίθετο. Είπαμε, το ανθρώπινο ζώο έχει ανάγκη τις βεβαιότητες, την παρηγοριά και την ανευθυνότητα που προσφέρει η οποιασδήποτε μορφή Πίστης. Η Γνώση είναι ανεύθυνη, άναρχη, χαοτική και οδηγεί στη διαρκή υπενθύμιση της θνητότητας.
  • Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι κατασκευασμένος για την αλήθεια. Η «αλήθεια» δεν αποτελεί εξελικτικό πλεονέκτημα. Κανείς δεν ευτύχησε γνωρίζοντάς την, και γενιές ολόκληρες στο παρελθόν έζησαν ευτυχισμένες με τις δικές τους «αλήθειες», τις οποίες εμείς οι διαφωτισμένοι και εξελιγμένοι λοιδορούμε. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα κατά βάση οκνηρό εργαλείο που επιζητά τη θαλπωρή της βεβαιότητας, όπως είπα, την ηδονή και τη χαρά όπου τα βρει. Και θα επενδύσει με «αλήθεια» ό,τι του προσφέρει όλα αυτά, παραμερίζοντας με εκλογικευμένο τρόπο όσα του τα στερούν. Εκείνοι οι θνητοί (νεαρής συνήθως ηλικίας, ως όφειλαν) που αναζητούν την αλήθεια, τη μία Αλήθεια, σε ανθρώπους, βιβλία, ιδεολογίες ή θρησκείες, σύντομα προσκολλώνται σε κάποια Εκκλησία (μεταφυσική ή κοσμική, καθότι και η Επιστήμη ως γενικότητα είναι κι αυτή Πίστη) προσκυνώντας ξόανα και επιχειρώντας να μεταλαμπαδεύσουν την Πίστη τους και στους αρνητές (που σκέφτονται ακριβώς το ίδιο, αλλά με τις δικές τους Ιερές Γραφές ανά χείρας) ή απογοητεύονται και ιδιωτεύουν. Μόνη παρηγοριά, θεωρώ, είναι να αποδεχτείς τις πολλαπλές αλήθειες, το γεγονός ότι ουδείς κατέχει το αλάθητο, και ότι άπαντα τα ανθρώπινα δημιουργήματα (θρησκείες, ιδεολογίες κλπ.) υπόκεινται αφενός στους περιορισμούς των επιφανών πνευμάτων που τις ίδρυσαν/ διακήρυξαν στην εποχή που το έπραξαν και αφετέρου στο ότι στη συνέχεια καλούνται να πραγματωθούν από ατελή ανθρώπινα όντα και κοινωνίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πριν λοιπόν σπεύσεις να διακηρύξεις την Αλήθεια σου στους άλλους, σκάψε δύο τάφους.
  • Η λήθη όπως έχει σωστά ειπωθεί από κάποιους φιλοσόφους (Τ. Τοντόροφ μεταξύ άλλων) είναι τελικά βάλσαμο. Και ας φώναζε ο Κούντερα ότι, σε αντιδιαστολή με τη μνήμη, αποτελεί όργανο της εκάστοτε εξουσίας – δικαίως ίσως σε καιρούς αγωνιστικούς όπου η πυρά της εξέγερσης αναζωπυρώνεται με καύσιμο τους μάρτυρες. Εντούτοις, καμία κοινωνία, οικογένεια, άτομο δεν μπορεί να προχωρήσει εφόσον δεν θάψει τους νεκρούς της και δεν ρίξει ως βάλσαμο τη λήθη στους τάφους τους. Ομιλούμε συνήθως για άσβεστη μνήμη, για θύματα, για εκδίκηση, για ρεβάνς και αυτό που κάνουμε είναι να προετοιμάζουμε τις επόμενες εκατόμβες. Η λήθη δεν συνεπάγεται ιστορική άγνοια ούτε αδιαφορία, δεν είναι ποτέ ακούσια και κατευθυνόμενη, άρα εκ του πονηρού. Τουναντίον, είναι εκούσια, αποτελεί επιλογή εκείνων που επέζησαν, εκείνων που βίωσαν το ιστορικό δράμα, να συγχωρέσουν. Πρώτα τον εαυτό τους που επέζησε, που διέπραξε εγκλήματα ή που δια της απουσίας του άφησε να διαπραχτούν και στη συνέχεια τον άλλο, τον εχθρό, τον συνάνθρωπο. Πρόκειται για μακρά διαδικασία επούλωσης, η οποία απαιτεί επίγνωση ότι το ανθρώπινο ον είναι ατελές και υπό συνθήκες μετατρέπεται σε κτήνος, καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα του. Η λήθη είναι παρηγοριά και η Τέχνη μπορεί να την προσφέρει μετατρέποντας τον ανθρώπινο πόνο σε ποίηση, σε θέατρο, σε λόγο. Και γύρω από τη φωτιά της βρίσκουμε καταφύγιο όταν όλες οι «αλήθειες» γύρω μας έχουν μετατραπεί σε αδελφοκτόνες λεπίδες.
  • Δύο σχολές καθοδηγούν την ανθρώπινη κατάσταση: η δράση από τη μια πλευρά και η ενατένιση του κόσμου και του εαυτού από την άλλη. Η πεποίθηση της διαρκούς προόδου του ανθρώπινου πνεύματος, της σπειροειδούς ανέλιξης προς ένα πεπρωμένο που μέλλει να πραγματοποιηθεί, από τη μία. Και από την άλλη, η πεποίθηση ότι τα ανθρώπινα ακολουθούν προδιαγεγραμμένη πορεία, καθώς ο άνθρωπος συστρέφεται γύρω από την ουρά του, ματαιοπονεί καλύπτοντας με τη συνεχή του ανάγκη για δράση τις ουσιαστικές δομικές του αδυναμίες και την ανεπίγνωστη δια παντός ουσία του που σε κάθε εποχή τον οδηγεί στα ίδια λάθη, αναζητώντας απλά μέσω της τεχνολογίας έναν Σολάρις για να επαναλάβει κι εκεί τα ίδια λάθη, τα ίδια εγκλήματα – απλά τεχνολογικά εξελιγμένος μέχρι την πιθανή αυτοκαταστροφή του, αφού πρώτα έχει καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον που τον συντηρεί. Και οι δύο σχολές έχουν δίκιο και οι δύο άδικο. Υπάρχουν καιροί όπου επικρατεί η μία έναντι της άλλης σε ανθρώπους και κοινωνίες. Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν παρηγοριά στη δράση και την αισιοδοξία κραδαίνοντας τη δάδα των επιστημονικών ανακαλύψεων και της τεχνολογικής προόδου και εκείνοι που θεώνται σιωπηλά τη ματαιότητα των ανθρωπίνων που επανέρχονται γενιά τη γενιά με τα ίδια λάθη. Και οι μεν και οι δε εκμεταλλεύονται, έστω υποσυνείδητα, τη σοφία ή τα επιτεύγματα των άλλων. Και έτσι πορευόμαστε.
Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s