Αυτοβελτίωση και λογοτεχνία

Ένα από τα βασικά προβλήματα του σύγχρονου (;) αναγνωστικού κοινού δεν είναι η επιλογή και η αγορά βιβλίων αυτοβελτίωσης, όσο το γεγονός ότι αντιμετωπίζει και τα λογοτεχνικά έργα ως τέτοια. Με λίγα λόγια αναζητά στη λογοτεχνία τον εαυτό του (και εν συνεχεία λύση στα προβλήματά του), με εντελώς λάθος τρόπο. Ποιος είναι ο ορθός, θα αναρωτηθεί κάποιος, ώστε να τον ξεχωρίσει από τον λάθος;

Ο λάθος τρόπος, κατά την άποψή μου, είναι εκείνος όπου ο αναγνώστης επιβάλλεται στο έργο, το περιδένει ασφυκτικά με τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες, τις ιδεοληψίες του, παραμερίζοντας τεχνηέντως εντός του τις διαφωνίες και εντοπίζοντας με ανακούφιση τις όποιες επιμέρους συμφωνίες με τις απόψεις του συγγραφέα όπως διαφαίνονται στο κείμενο. Αυτή η αποσπασματική, επιλεκτική συγκομιδή «συμφωνιών» προσιδιάζει κυρίως τον ανώριμο αναγνώστη, ο οποίος δεν διαθέτει κριτική σκέψη ούτε αισθητικό κριτήριο, καθώς χρησιμοποιεί αυνανιστικά το κείμενο προκειμένου να επιβεβαιώσει το εγώ του και να εντοπίσει ως κατακλείδα κάποια μετρήσιμη και χρηστική απάντηση σε υπαρξιακά και μη προβλήματα (εξού και ο διδακτισμός στην τέχνη). Η ουσία του έργου τού διαφεύγει εσαεί, δεδομένου ότι το έργο τέχνης στέκει αυτόνομα, σε αντίθεση με τον ετερόφωτο αναγνώστη. Κοντολογίς, χαμένος είναι ο «αναγνώστης» και όχι το έργο που συνεχίζει την πορεία του στον χρόνο.

Ο ορθός τρόπος είναι σαφώς πιο δύσκολος, καθώς απαιτεί υπομονή και εκπαίδευση που κατακτιέται συν τω χρόνω και με την απαιτούμενη πειθαρχία και διάθεση για επέκταση των πνευματικών μας ορίων. Προφανώς, είναι διαρκής και δεν επιτρέπει τη χαλάρωση, τις όποιες εκλογικεύσεις και ευκολίες. Δύσβατο το μονοπάτι, όπως καθετί ουσιαστικό (οι κοινωνίες, οι σχολές και τα σχολεία της «ευκολίας» της εποχής μας δεν πρόκειται να συνεισφέρουν ουσιαστικά σ’ αυτό). Στο προκείμενο όμως: ο ορθός τρόπος, πολύ χοντρικά, έγκειται αρχικά στον σεβασμό και τη δεκτικότητα (όχι αποδοχή). Ουδείς προσέρχεται άμωμος στον Ναό της ανάγνωσης, καθώς φέρνει το βάρος των απόψεων, εμπειριών και ιδεών του μαζί, αλλά τουλάχιστον οφείλει να νίψει αν όχι τα ανομήματά του, τουλάχιστον την όψη του, εφόσον τρέφει την ελπίδα της πιο ουσιαστικής λύτρωσης (ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό για τον καθένα). Στην πράξη, όταν ανοίγει το βιβλίο, οφείλει να προσπαθήσει -με κάθε τρόπο- να αφήσει το εγώ του στην άκρη (σεβασμός) ώστε να αποκτήσει σύνδεση με τον συγγραφέα και τον οραματισμό του (δεκτικότητα), ενώ ταυτόχρονα παραμένει επιφυλακτικός. Θα εξηγήσω γιατί.

Ο αναγνώστης δεν πρέπει να ξεχνά πως το λογοτεχνικό έργο (και σ’ αυτόν τον ορισμό περιλαμβάνονται προφανώς τα άξια λόγου, μην τα ξαναλέω) είναι ένα σύμπαν αυτόνομο, αυτεξούσιο και αυτοτελές – και ο ίδιος παραμένει ο επισκέπτης του για όσο διάστημα το αναγιγνώσκει. Τη θέση του θα πάρει άλλος κ.ο.κ. Αυτού του είδους η ταπεινότητα δεν είναι δουλική και σίγουρα δεν είναι μονομερής. Ο αναγνώστης, όπως έχω ξαναγράψει, οφείλει να είναι ταυτόχρονα πονηρός, οξυδερκής, άπιστος και κριτικός απέναντι στον συγγραφέα. Οφείλει στον συγγραφέα να είναι δεκτικός και ταυτόχρονα επιφυλακτικός (δεν υπάρχει αντίφαση σε αυτό), όσο ο τελευταίος έχει μία και μόνη υποχρέωση: να είναι πειστικός. Αυτός είναι ο αρχικός κανόνας του παιχνιδιού και είναι απαράβατος. Τίποτε δεν έχει σημασία εφόσον ο αναγνώστης δεν είναι ανοιχτός στον οραματισμό του κι ο συγγραφέας δεν πείσει, καθώς η σχέση θα διαρρηχθεί, ακόμα κι αν η ανάγνωση ολοκληρωθεί, με τον καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να έχει ζήσει στο δικό του όνειρο. Τόσο κοντά και τόσο μακριά.

Ας μην σπεύσει να αναζητήσει λοιπόν ο αναγνώστης στο έργο τέχνης, σε πρώτο στάδιο, την ταύτιση με τους πρωταγωνιστές ή την πλοκή (αυτό έρχεται με φυσικό τρόπο αργότερα) και το πώς θα επωφεληθεί έμπρακτα και αποτελεσματικά από την ανάγνωση. Ταυτόχρονα ας προσπαθήσει να αρθεί ψηλότερα από τον κοινωνικό εαυτό του, μετατρεπόμενος σε αυτό το ιδιαίτερο είδος κύκνου, του ώριμου αναγνώστη. Εφόσον δεν αποσπαστεί, έστω εν μέρει, από την εικόνα του, τις προσωρινές ανάγκες του, για να ενδυθεί το όραμα του έργου (εάν υπάρχει), απλά μετατρέπει το λογοτεχνικό έργο σ’ ένα δωμάτιο με καθρέφτες όπου το καθένα βιβλίο απλά αντανακλά το εγώ του, κάνοντας κύκλους, ανατροφοδοτώντας τη ματαιοδοξία του. Εφόσον όμως προσπαθήσει να προσέλθει ως εξερευνητής και όχι ως λαθροθήρας που θα φέρει με το πέρας πίσω το τρόπαιο, τότε και μόνο τότε, έχει την πιθανότητα να ανακαλύψει κάτι διαφορετικό, κάτι εναλλακτικό, ανοίκειο που ίσως κάποτε γίνει οικείο, αλλάζοντας κατάτι τον εσωτερικό του κόσμο, μετατοπίζοντας ελαφρώς τις τεκτονικές πλάκες και την οπτική του. Προτού το αρχικό όχι γίνει τελικά ένα μεγάλο ΝΑΙ.

Advertisement

2 σκέψεις σχετικά με το “Αυτοβελτίωση και λογοτεχνία

  1. Εξαιρετικό!! Εγώ με το κείμενό σου, βρήκα μόνο «συμφωνίες» και καταχάρηκα
    κι εγώ και το εγώ μου!!
    Τα έχουμε πει άλλωστε…Το ίδιο συμβαίνει και με τα θεατρικά έργα που
    «είναι καλά» ή «είναι (πολύ) ωραία» όταν το κοινό βρίσκει μέσα
    το πρόβλημα/θέμα που τον απασχολεί και ενός κάποιου είδους αντιμετώπισή του
    , βοήθεια!!!

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s