Ο κρεμασμένος άντρας κοίταξε τον επισκέπτη του. Είχε πεθάνει ώρες πριν και ήλπιζε να περάσει με ηρεμία κάποιες εβδομάδες πριν αρχίσει να σαπίζει το κορμί και τον κατεβάσουν από εκεί. Ο επισκέπτης, από την άλλη, φαινόταν κεφάτος (ο σκύλος του γυρνούσε στα πόδια του, μυρίζοντας ολόγυρα).

Είχε όρεξη για κουβέντα και μάλιστα ξεκίνησε τον μονόλογό του απευθείας με το που έφτασε. Τα γνωστά τετριμμένα θέματα: «Πήρες αυτό που σου άξιζε… Φτηνά τη γλύτωσες… Ελπίζω η μαύρη σου ψυχή να ψήνεται στην κόλαση…», αλλά με μια αίσθηση χαλαρότητας, δικαίωσης, αφού πλέον ο κρεμασμένος είχε λάβει τα οφειλόμενα. Κουβέντα να γίνεται.
Στο βάθος τα πουλιά έκρωζαν, ενώ κάποια όρνια είχαν ήδη βολευτεί στο ξύλο από το οποίο κρεμόταν ο νεκρός, περιμένοντας το γεύμα τους. Και εκείνα είχαν ενοχληθεί από την παρουσία του επισκέπτη και περίμεναν πότε θα βαρεθεί και θα φύγει για να ξεκινήσουν το έργο τους.
Ο επισκέπτης συνέχιζε τον μονόλογό του (είχε περάσει τώρα στα οικογενειακά του). Ήταν ξεκάθαρο, ήθελε παρέα και δεν θα έφευγε σύντομα. Μπορεί οι ζωντανοί να τον απέφευγαν, αλλά πώς να αρνηθεί την παρέα του ένας πεθαμένος και μερικά ανόητα όρνια; Το μόνο που μπορούσε να κάνει πλέον ο νεκρός ήταν να συναινεί, κάνοντας το σχοινί να ταλαντώνεται ρυθμικά, μπας κι ο επισκέπτης βαρεθεί συντομότερα και αποχωρήσει.
Παρακάλεσε μέσα του τον αέρα να φυσήξει για να επιταχύνει την κίνηση: «Θεέ μου, κάνε μου αυτήν τη χάρη. Προτιμότερες οι φλόγες της Κόλασης από την πλήξη των ανθρώπων!».
Το σχοινί άρχισε να κουνιέται. Ο επισκέπτης δεν έφυγε.