Η γυναίκα έκοψε ένα κομμάτι απ’ το πλευρό της κι αμέσως ο άντρας αναστήθηκε. Γεροί μύες, παράστημα, σφρίγος να θωρεί τα μελλούμενα με βλέμμα κραταιό.
Άρπαξε τη γυναίκα απ’ το χέρι και την τράβηξε μακριά απ’ τον Κήπο. Στον δρόμο το φίδι προσπάθησε να τους σταματήσει, αλλά μάταια. Ο άνδρας δεν ήθελε να ακούσει τις οιμωγές του, τα πονόψυχα λόγια του.
Η κάθοδος κράτησε πολύ χρόνο, λίγο χρόνο, καθόλου χρόνο. Δεν ήταν η απόσταση, ήταν η θέληση που έκανε τον βηματισμό ταχύ. Η γυναίκα ακολουθούσε άβουλη.
Ο άνδρας έφτιαξε έναν βωμό όταν πάτησε σταθερά στη γη. Θυσίασε ζώα και προσευχήθηκε στον θεό του, ευτυχής κυρίαρχος του παντός. Ξάπλωσε με τη γυναίκα και πήρε από εκείνην την ηδονή που του χρωστούσε για τον μόχθο του, για την αγωνία του να υπάρχει. Του έδωσε αυτό που ποθούσε και τον πήρε αγκαλιά να αποκοιμηθεί.
Ξύπνησε με το φως του ήλιου. Δίπλα η γυναίκα έτρωγε ένα μήλο και στα πόδια της το φίδι κουλουριασμένο να της ψιθυρίζει λόγια τρυφερά. Εκείνη να το χαϊδεύει, να το παρηγορεί. Ο άντρας οργίστηκε από την απιστία της. Αρπάζοντας το φίδι το έκοψε στα δύο πετώντας στο ποτάμι τα κομμάτια του. Η γυναίκα ούρλιαξε, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της.
Το ίδιο βράδυ ο άντρας έπεσε να κοιμηθεί και η γυναίκα πήγε από πάνω και του έκοψε τον λαιμό. Ο άντρας δεν αιμορράγησε, δεν κουνήθηκε. Απλά ξεφούσκωσε, συρρικνώθηκε και έγινε ένα μικρό κομμάτι κρέας. Απαλά, η γυναίκα το μάζεψε και το τοποθέτησε στο πλευρό της, στο κενό που είχε απομείνει εκεί.
Γκρέμισε τον βωμό του ψεύτικου θεού του και πήρε πάλι τον ανηφορικό δρόμο για τον Κήπο.