Κοίταξε τον ορίζοντα καθώς έπεφτε ο ήλιος. Η άμμος σκέπαζε τα πάντα, προς κάθε κατεύθυνση. Ο αναβάτης κατέβηκε απ’ το άλογό του να το ξεκουράσει. Οι άλλοι είχαν μείνει πίσω, περιμένοντας νέα του. Πώς να επιστρέψει, τι ειδήσεις να τους φέρει; Έρημος ολόγυρα. Κι εκείνοι ήλπιζαν στο θαύμα.
Δεν είχε νόημα, το ήξερε, ακόμα κι όταν ανέλαβε την αποστολή. Κάποιος όμως έπρεπε να πάει. Έστω για να συντηρήσει την ελπίδα, αφού τα υπόλοιπα είχαν χαθεί. Πίσω δεν υπήρχε, μόνο εμπρός. Και το εμπρός ήταν εδώ, στο πουθενά. Ο αναβάτης κοίταξε τον ουρανό, κοίταξε το άλογο, κοίταξε την άμμο, κοίταξε μέσα του. Δεν είδε τίποτα.
Η άμμος κουνήθηκε απότομα. Κυμάτισε κι ανασηκώθηκε. Άρχισε να παίρνει σχήματα άγνωστα, ακαθόριστα. Περιγράμματα σκέψεων, οράματα φόβων. Το άλογο χλιμίντρισε και κάλπασε μακριά. Ο αναβάτης έμεινε αποσβολωμένος. Η έρημος ανάσαινε δυνατά γύρω του, καθώς ετοιμαζόταν να αποκοιμηθεί…
(Νύχτα)
Η έρημος είδε στον ύπνο της ότι είχε απομείνει μόνη της στον πλανήτη. Άνθρωποι και ζώα είχαν εξαφανιστεί κι ο μόνος που ζούσε ήταν ένας αναβάτης με το άλογό του. Τρόμος την κατέλαβε και έσπευσε να αγκαλιάσει το μοναδικό ζωντανό πλάσμα. Ονειρεύτηκε ότι το τύλιξε με το ασημένιο πέπλο της, ότι το τράβηξε βαθιά στην αγκαλιά της, ότι το νανούρισε με τους ήχους της νύχτας. Οι δυο τους μαζί, για πάντα.
Το επόμενο πρωί ο ήλιος ζέστανε την έρημο, ξυπνώντας την απ’ τον βαθύ της ύπνο. Το άλογο φάνηκε από μακριά και πλησίασε εκεί που χθες στεκόταν το αφεντικό του. Στο σημείο υπήρχε μια όαση. Το άλογο δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε το νερό εκεί ούτε εάν υπήρχε πάντα. Ήταν ένα κοινό άλογο που έκανε αλογίσιες σκέψεις.
Sorry, δεν δουλεύει για μένα μετά τις δυο πρώτες παραγράφους (που μου αρέσουν πολύ). Πέφτεις στ’ αλήθεια να κοιμηθείς όταν το άλογό σου έχει μόλις καλπάσει μακριά; Κι αμέσως μετά, ο ανθρωπομορφισμός της ερήμου με πετάει τελείως έξω. Δεν είναι θερμόαιμο θηλαστικό να θέλει αγκαλιές! Ο εξανθρωπισμός της ήθελε κάποιο εύρημα.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Απολύτως δεκτό. Ευχαριστώ.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!