Ακούστηκε θόρυβος. Η πρόσκρουση ήταν τρομακτική. Το σώμα έσπασε και έμεινε ακίνητο.
Αμέσως εμφανίστηκαν οι νεκροπομποί. Ανασήκωσαν την ψυχή που περίμενε απορημένη δίπλα στο νεκρό σώμα και άρχισαν να τη γδύνουν προσεκτικά. Ακόμα φορούσε τις αναμνήσεις της – ρούχα χαράς, εσώρουχα θλίψης. Στις τσέπες φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων, στις ραφές ραμμένες αμαρτίες. Τα άδειασαν όλα από πάνω της και τα έβαλαν προσεκτικά στα ειδικά σκεύη.
Πώς αλλιώς να μεταφέρεις μια ψυχή με τόσο βάρος;
Το σώμα το μάζεψε το ασθενοφόρο. Οι τραυματιοφορείς κοίταξαν ψηλά να δουν το σημείο της πτώσης. Μετά ξανά κάτω το σημείο της πρόσκρουσης. Παραδόξως το κορμί του νεκρού τούς φάνηκε πολύ ελαφρύ, σαν να είχε αδειάσει.
Απέμεινε μια κόκκινη κηλίδα στο πεζοδρόμιο, ένα μπρελόκ με κλειδιά και κάτι κέρματα. Αυτά τα ασήμαντα τα μάζεψαν οι περαστικοί.
Ωραίο!! Γιατί, άραγε, να μην τελειώνει «Πώς αλλιώς να μεταφέρεις μια ψυχή με τόσο βάρος;» Θέλαμε, φατάζομαι να το ξαναπροσγειώσουμε στο εδώ; Μόνο που έτσι δείχνει σαν οι περαστικοί να μάζεψαν και την κηλίδα του αίματος, όχι; Ακόμα, «Ακούστηκε θόρυβος»; Αν όντως μιλάμε για «θόρυβο» θα ήθελα κάτι απ’ την ποιότητά του. Λέω τώρα εγώ. Η σύλληψη παραμένει νοστιμότατη.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ναι, ενδιαφέρουσες οι παρατηρήσεις. Κάλλιστα θα μπορούσαν. Ευχαριστώ 🙂
Μου αρέσει!Μου αρέσει!