Πότε η ιστορία γίνεται λογοτεχνία και ποια η διαφορά της αυτοβιογραφικής αφήγησης από τη μυθοπλασία, την επινόηση; Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου με οδήγησε στις ακόλουθες σκέψεις.

Αυτοβιογραφία vs λογοτεχνία
Στο «Δέρμα», ο πρωταγωνιστής-ήρωας είναι ο ίδιος ο Μαλαπάρτε. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο επεισόδιο από την απελευθέρωση της Νάπολης, αρχικά, και προς το τέλος της Βόρειας Ιταλίας και το Μιλάνο όπου εκτελείται και εκτίθεται σε δημόσια θέα ο Μουσολίνι. Τα στοιχεία είναι έντονα αυτοβιογραφικά, ενώ το κοινό θέμα που διαχέεται σε όλο το βιβλίο είναι η πικρία, ο τρόμος, ο εξευτελισμός, ο πεσιμισμός που συνοδεύουν την ήττα μιας χώρας και τη συνολική της ηθική πνευματική έκπτωση, όπως τουλάχιστον τα συναισθάνεται, τα κωδικοποιεί και τα υλοποιεί λογοτεχνικά ο Ιταλός συγγραφέας.
Και όμως αυτά δεν υπήρξαν για εμένα βασικός λόγος να διαβάσω και να εκτιμήσω το βιβλίο αυτό. Υπάρχουν βιβλία ιστορίας ή άλλου είδους απομνημονεύματα και προσωπικές μαρτυρίες σχετικά με το θέμα που έχουν σίγουρα αποδώσει πιο ρεαλιστικά και αντικειμενικά τα χρόνια της απόβασης των Συμμάχων στην Ιταλία και τη σταδιακή απελευθέρωσή της από τους Γερμανούς. Αντιθέτως, ο Μαλαπάρτε συχνά ξεφεύγει δημιουργικά και ηθελημένα, διανθίζοντας το άκρως ρεαλιστικό, συχνά στα όρια του γκροτέσκου, ιστορικό πλαίσιο με ποιητικό οίστρο, σουρεαλιστικές παρεκτροπές, κατακερματίζοντας την ενότητα του αναπαραστατικού λόγου με λογοτεχνικότητα. Ως εκ τούτου, το αυτοβιογραφικό στοιχείο γίνεται διάφανο, αφήνοντας το φως της λογοτεχνίας, της επινόησης να το διαπεράσει, αγγίζοντας τον αναγνώστη με ένα άλλης ποιότητας και διάρκειας αποτέλεσμα. Ακριβώς αυτό είναι η λογοτεχνία και ο Μαλαπάρτε προς τιμή του δείχνει να το κατέχει καλά, ψιθυρίζοντας στο αυτί του αναγνώστη: «Αυτό που θα διαβάσεις δεν είναι μόνο ιστορία, δεν έχει αποκλειστικά εμένα για πρωταγωνιστή. Είναι πάνω από όλα λογοτεχνία, είναι ο δικός μου τρόπος να εκφραστώ». Ο Μαλαπάρτε δεν αυτοβιογραφείται σε αυτό το βιβλίο (σ’ ένα κεφάλαιο μάλιστα το αναφέρει κι ο ίδιος σε ερώτηση που του κάνουν), αλλά επινοεί εαυτόν. Και στη συνέχεια επινοεί και τη μεγάλη του αγάπη, την πόλη του, τη Νάπολη.
Ας μην ανατρέξει ο αναγνώστης σε ντοκιμαντέρ και ιστορικά βιβλία για να διασταυρώσει την «αλήθεια» (αυτή την κατάρα που από μικρά παιδιά μας μάθαιναν στα σχολεία) των καταγεγραμμένων στο βιβλίο. Μικρή σημασία έχει αν οι άνθρωποι τότε σκέφτονταν έτσι, μιλούσαν έτσι, έδρασαν έτσι. Χαρακτηριστικό το εξαιρετικό κεφάλαιο με την έκρηξη του Βεζούβιου και τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας σκηνοθετεί τη δράση, με στρατιώτες, λαό και πρωταγωνιστές να βιώνουν τον τρόμο της φυσικής καταστροφής σε συνδυασμό με τον πόλεμο και την καθημερινή φρίκη της επιβίωσης. Προς στιγμή μπήκα στον πειρασμό να ελέγξω κατά πόσον η τελευταία αυτή ηφαιστειακή έκρηξη συνέπεσε με τις ημέρες της απελευθέρωσης και είχε τα αποτελέσματα που περιέγραφε ο συγγραφέας. Δεν το έκανα. Ως αναγνώστης γνωρίζω ότι δεν έχει την παραμικρή σημασία η ιστορική αληθοφάνεια. Μου αρκεί η λογοτεχνική και αυτή κρατάω. Η Νάπολη του Μαλαπάρτε μπορεί να υπήρξε, μπορεί και όχι. Και αυτό δεν έχει καμία σημασία για τον αναγνώστη που ανοίγοντας το βιβλίο εισέρχεται εθελούσια στον κόσμο του δημιουργού, κρίνοντας αποκλειστικά το έργο του. Ακόμα περισσότερο δεν έχει την παραμικρή σημασία, παρά μόνο για την περαιτέρω κατανόηση της λογοτεχνίας του, το γεγονός ότι ξεκίνησε Φασίστας, έγινε Κομμουνιστής και πέθανε Καθολικός. Ας ενδιαφερθούν οι βιογράφοι του για αυτά, όχι οι αναγνώστες.
Ιστορία vs λογοτεχνία
Υπάρχει ένα συγκλονιστικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Μαλαπάρτε, ενδεικτικό του κυρίαρχου ύφους. Κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης του Μιλάνου, ένα αμερικανικό τεθωρακισμένο παρασύρει ακούσια έναν Ιταλό πολίτη κάτω από τις ερπύστριες. Η σκηνή ανασύρει αναμνήσεις παρόμοιων σκηνών πολεμικής φρίκης στον πρωταγωνιστή-συγγραφέα απ’ το ρωσικό μέτωπο. Ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να περιγράψει το γεγονός αποκρύπτοντας τον τρόμο, μολονότι δεν χρησιμοποιεί την πορνογραφική αναπαράσταση για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τουναντίον, περιδένει λογοτεχνικά το γεγονός, βάζοντας τους αποστασιοποοιημένους και εθισμένους σε κάθε μορφή βίας παριστάμενους να ανασύρουν από το χώμα το δερμάτινο κέλυφος και να το μεταφέρουν ως σημαία στη μία περίπτωση (Ουκρανία) και στην άλλη τοποθετώντας το με προσοχή σε ένα κρεβάτι (Ιταλία). Το αποτρόπαιο αποτέλεσμα, μετατρέπεται αυτόματα σε λογοτεχνική αιτία – από απλή αναπαράσταση ιστορικού γεγονότος για τα επίκαιρα ή για κάποιο ιστορικό ντοκιμαντέρ γίνεται λογοτεχνικό σύμβολο, επιτρέποντας στον Μαλαπάρτε να «λογοτεχνίσει» απροκάλυπτα, εστιάζοντας στο πώς ακόμα και το πλέον απεχθές γίνεται κοινότοπο (η κοινοτοπία του κακού της Άρεντ δεν αφορά αποκλειστικά εκείνους που πράττουν, αλλά και τους απέναντι που εισπράττουν). Στο πώς τελικά το πατημένο ανθρώπινο σώμα, αυτό το κομμάτι πετσί που απομένει είναι μια διαρκής υπενθύμιση του τρόμου – χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς οιμωγές και μελόδραμα, τουτέστιν λογοτεχνικά.
Αν και το βιβλίο εν γένει βρίθει από σκηνές παρομοίου περιεχομένου, καθώς και άλλες σουρεαλιστικής φρίκης (το νεκρό κορίτσι που σερβίρεται στο τραπέζι ως ψάρι για να φαγωθεί από τους συνδαιτημόνες διαθέτει μια μπονιουελική ποιότητα), είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μαλαπάρτε διαχειρίζεται λογοτεχνικά τη φρίκη και το παράλογο (ακόμα καλύτερα την παράλογη φρίκη). Για εμένα αυτή είναι η κορυφαία συνεισφορά του Μαλαπάρτε και αν εξαιρέσω κάποια σημεία (κυρίως στους διαλόγους και τις γενικεύσεις περί φύσεως των Ευρωπαίων, Αμερικανών ή των gay που τις βρήκα απλουστευτικές και υποδεέστερες λογοτεχνικά) τα οποία υπολείπονταν, κατόρθωσε να περάσει αξιοσημείωτα μέσα από το λογοτεχνικό μπλέντερ το ιστορικό/ προσωπικό, επινοώντας πλοκή, πλάθοντας μύθο.
Ο Μαλαπάρτε ήταν ένας άνθρωπος της εποχής του, εμβαπτισμένος στη ιστορία της χώρας του, και μάλιστα σε καιρούς χαλεπούς. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να παραμείνει συγγραφέας, πάει να πει, κάτι διαφορετικό, ένα πλάσμα που είναι ταυτόχρονα εντός και εκτός ιστορίας, ένα πλάσμα που πήρε το ανθρώπινο πετσί και το μετέτρεψε σε λογοτεχνικό δέρμα.