Η ανταπόκριση στους διθυράμβους που συνοδεύουν μια έκδοση είναι δίκοπο μαχαίρι, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος των υψηλών προσδοκιών που ίσως διαψευστούν. Αυτό βέβαια αποτελεί πρόβλημα εκείνων που στολίζουν ένα βιβλίο με το στεφάνι του μεγαλείου κι όχι του ίδιου του κειμένου που συνεχίζει ατάραχο το ταξίδι του στον χρόνο. Ακόμα και έτσι, ως έναν βαθμό, ο έπαινος αποτελεί μια μορφή δέσμευσης, την οποία καλούμαστε ως αναγνώστες (ενίοτε ως βιβλιοκριτικοί) να κρίνουμε κατά το δοκούν.

Το «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» του Ο. Dazai είναι η περίπτωση ενός τέτοιου κειμένου που παρουσιάστηκε στη ελληνική πραγματικότητα ως «αριστούργημα», διεκδικώντας μάλιστα την εξόχως τιμητική διάκριση να αποτελεί το δεύτερο πολυδιαβασμένο βιβλίο στη γενέθλια χώρα του, την Ιαπωνία. Περγαμηνές βαριές, τις οποίες είναι δύσκολο να αγνοήσει ο αναγνώστης, ο οποίος -για να λέμε το δίκιο του στραβού- θα «τσιμπήσει» πολύ πιο εύκολα εφόσον οι τίτλοι τιμής προέρχονται από μια ασιατική χώρα όπως η Ιαπωνία, παρά από κάποια χώρα της Δύσης (θα αναφερθώ άλλη στιγμή στο θέμα του ιδιότυπου αυτού ενοχικού ρατσισμού έναντι του Δυτικού Κανόνα).
Κι αφού έχω φτάσει την… αγωνία στο κατακόρυφο μ’ όλα αυτά τα εισαγωγικά, ας ξεκινήσω από την ετυμηγορία, η οποία δεν είναι σίγουρα αρνητική, όπως δεν είναι και ξεκάθαρα θετική, αλλά σίγουρα κινείται στο όριο αυτών. Να το θέσω διπλωματικά: Αν δεν γνώριζα τίποτα για τον συγγραφέα, το έργο του και όλο το εκδοτικό hype που το συνοδεύει στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, ποια θα ήταν η κρίση μου; Είναι δυνατόν να απομονωθεί ο αναγνώστης από όλη τη γαρνιτούρα και να γίνει αυτό που χρειάζεται, δηλαδή πρωτότυπος, τουτέστιν να σκέφτεται αποκλειστικά για τον εαυτό του; Φυσικά και μπορεί. Αν μάλιστα επιθυμεί να είναι και κριτικός, το οφείλει κι ας διαφωνήσει με την πλειονότητα.
Ο εν λόγω αναγνώστης/κριτικός μετατρέπεται σε ένα είδος αποστασιοποιημένου, ψυχρόαιμου όντος όταν ανοίγει ένα βιβλίο (εκείνου που διαβάζει με τη σπονδυλική στήλη, όπως ο λέει ο Δάσκαλος Ναμπόκοφ). Χαλιναγωγεί τα αισθήματά του, δεν είναι φιλικός, δεν συμπονά, δεν είναι αυθόρμητος, και σίγουρα όχι καλοπροαίρετος, γιατί δεν είναι υπόχρεος σε κανέναν. Αναμένει όμως. Τι; Να πειστεί απ’ τον συγγραφέα. Και τότε μόνο θα ταυτιστεί, θα συγκινηθεί, θα δακρύσει. Όχι φυσικά για τα πάθη του εκάστοτε ήρωα που είναι απλά φερέφωνο, αλλά για εκείνα του συγγραφέα (δεν αναφέρομαι προφανώς στη ζωή και τις απόψεις που μας είναι παντελώς αδιάφορες όσο διαβάζουμε), ως τεχνίτη του λόγου που παίρνει στα χέρια χώμα και πλάθει ναό.
Παρέκβαση στην παρέκβαση, οπότε επιστρέφω στο βιβλίο του Dazai. Θα σταθώ σε δύο κεντρικά διακυβεύματα: το ύφος και το θέμα (λες και υπάρχει και τίποτα άλλο) και στο πώς αυτά συναρτώνται και καταλήγουν στο ανά χείρας αποτέλεσμα. Οι θεματικές του Dazai έχουν κατά βάση να κάνουν με την κλασική προβληματική του αποσυνάγωγου ήρωα, του καταραμένου, του λοξία που παρατηρεί τα ανθρώπινα στην καλύτερη περίπτωση αποστασιοποιημένα και στη χειρότερη με έκδηλη αντιπάθεια και συχνά με μισανθρωπία, καταλήγοντας αυτοκαταστροφικά ως τραγικό πρόσωπο. Πρόκειται βέβαια για θέματα ήδη γνωστά στη λογοτεχνία. Τι είναι επομένως εκείνο που θα κάνει αυτή την πλοκή ιδιαίτερη, εφόσον σε τελική ανάλυση τα πάντα έχουν ειπωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο; Ακριβώς αυτό που μόλις είπα: ο τρόπος. Εφόσον ο συγγραφέας επιθυμεί να επανέλθει σε κάποιο βασικό θέμα (όπως αυτό του καταραμένου ήρωα) τότε οφείλει τουλάχιστον να το πραγματευτεί με τον μοναδικό, ιδιαίτερο, αφηγηματικό του τρόπο.
Και εδώ είναι το κλειδί, η ουσία: δεν νομίζω ότι το κατάφερε. Για να το θέσω πιο ωμά, όταν θέλεις να φιλοσοφήσεις μισάνθρωπα και κυνικά μέσα από το Υπόγειο, φρόντισε να έχεις πριν ξορκίσει το φάντασμα του προηγούμενου ενοίκου του, του Ντοστογιέφσκι. Αλλιώς, θα εμφανιστεί αίφνης και θα σε στοιχειώσει – εσένα και τον αναγνώστη σου που αναπόφευκτα θα κάνει τις συγκρίσεις. Αλλά και τα άλλα φαντάσματα του Βιγιόν, του Μπωντλαίρ κ.ο.κ. Ο Dazai επέλεξε να μη γράψει, εν πολλοίς, ως Ιάπωνας -υπεραπλουστεύω εδώ-, αλλά ως δυτικός συγγραφέας ιαπωνικής καταγωγής σε ασιατικό περιβάλλον. Η προβληματική του, η αισθητική του, οι αναφορές του (χριστιανισμός και μαρξισμός μεταξύ άλλων) είναι ξεκάθαρα δυτικότροπες και δυτικοτραφείς. Κι αυτό πιστεύω είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα του βιβλίου.
Για να επανέλθω, το θέμα καθόρισε το ύφος και το αντίστροφο. Κι αν το ύφος πετύχαινε κατά μαγικό τρόπο να αυτονομηθεί, όντας καινοτόμο, τότε πιθανώς θα συμπαρέσυρε το όλο αποτέλεσμα σε κάτι αυτεξούσιο και μοναδικό. Αλλά ούτε αυτό συνέβη, κατά την άποψή μου. Η αίσθηση ότι τα έχω ξαναδιαβάσει και καλύτερα ίσως, είναι η τελική μου ετυμηγορία. Προσοχή εδώ: δεν λέω ότι το βιβλίο δεν είναι ποιοτικό και δεν αξίζει να διαβαστεί. Ούτε στιγμή δεν μετάνιωσα για τον χρόνο που αφιέρωσα, καθώς διαθέτει εξαιρετικές σελίδες, με το πρώτο κεφάλαιο να είναι, κατ’ εμέ, και το κορυφαίο του βιβλίου. Επίσης, προς τιμήν του, διακρίνεται από την παροιμιώδη «σκηνική οικονομία» της ιαπωνικής κουλτούρας και δεν εξαπλώνεται πέραν από το απολύτως απαραίτητο. Και βέβαια, μην το παραγνωρίζουμε, αυτό οφείλεται εν πολλοίς και στην προσεγμένη, όσο μπορώ να κρίνω, μετάφραση από τα ιαπωνικά του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου.
Έχοντας διαβάσει ενδεικτικά κάποια κείμενα μεταπολεμικών συγγραφέων από την Ιαπωνία, έχω αρχίσει να εδραιώνω την πεποίθηση, γενικεύοντας επικίνδυνα, ότι όποτε επιχειρούν να αποσπαστούν από τη δική τους παράδοση και να ενσωματώσουν εκείνη της Δύσης, τα αποτελέσματα σπανίως υπερβαίνουν εκείνα των πρωτοτύπων. Κατ’ αυτή την έννοια, για εμένα ο κορυφαίος Ιάπωνας συγγραφέας παραμένει ο Γ. Καβαμπάτα. Η εμμονικά υπαινικτική του γραφή, η λεπτολογία του, τα εικαστικής φύσης κομψοτεχνήματά του, άκρως αποστασιοποιημένα αλλά ως τον πυρήνα τους αισθαντικά, παραλύουν κυριολεκτικά τον αναγνώστη (κι ας έχει ατυχήσει στις μεταφράσεις του στη γλώσσα μας). Αλλά αυτό είναι τελικά μια ακόμα υποκειμενική εκτίμηση, εν μέσω των άλλων.
Ολοκληρώνω λέγοντας πως ισχύει αυτό που έθεσα στην εισαγωγική παράγραφο. Αν έχεις αναγνωστική πορεία κάποιων δεκαετιών, έχοντας εθιστεί στη χρήση… βαριών αριστουργηματικών δημιουργιών, είναι εξαιρετικά δύσκολο να «φτιαχτείς» εξίσου εύκολα με κάτι που φαντάζει, έστω ακροθιγώς, ως απομίμηση «σπουδαίας και τελείας πράξεως». Ίσως οι νεότερες ηλικίες, με την τάση τους να ταυτίζονται πολύ πιο εύκολα και άμεσα με «καταραμένα» αναγνώσματα να το απολαύσουν περισσότερο. Απλά ο υπογράφων δεν έχει πλέον τον χρόνο και τη διάθεση να ταυτίζεται άκριτα με την πληθώρα από ποιοτικές αναγνωστικές ερωμένες. Εκεί όμως που θα το κάνει, θα αφιερώσει και το έσχατο λεπτό του.