Οι ιστορίες που ξεχωρίζουν αψηφώντας τον χρόνο, τα μεγάλα έργα στα οποία επανερχόμαστε γενιά τη γενιά για να ανακαλύψουμε εκ νέου το θαυμαστό εντός τους, προϋποθέτουν καταρχάς προσωποπαγές αφηγηματικό ύφος. Εν συνεχεία, συνήθως διαθέτουν δύο επίπεδα από ερμηνευτικής πλευράς: ένα πρώτο, άμεσα ορατό από τον αναγνώστη, μια ιστορία-πλοκή που η έντασή της κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Και μόνο αυτό είναι συνήθως αρκετό για ένα καλό βιβλίο.

Αλλά εκείνο το στοιχείο που το καθιστά κλασικό είναι το δεύτερο επίπεδο, ο συνδυασμός τής πλοκής με τα πολλαπλά στρώματα ανάγνωσης, ερμηνείας. Μια «ποιότητα» που καθιστά επιτακτική ανάγκη την επανάγνωση, καθώς το κείμενο, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, δεν «εξαντλείται» στην πρώτη ανάγνωσή του. Πώς όμως επιτυγχάνεται αυτό; Η απάντηση δεν είναι απλή και έχει πολλές παραμέτρους. Μία εξ αυτών είναι εκείνη της αμφισημίας, η οποία κυριαρχεί στο «Μπίλλυ Μπαντ», το έσχατο μυθιστόρημα του Μέλβιλ (σε προσεγμένη μετάφραση Κεχαγιά/ Σπαθαράκη από τους Αντίποδες).
Προτού αναφερθώ εκτενώς στην παράμετρο αυτή, θα κάνω μια μικρή παρέκβαση με λίγα λόγια για την υπόθεση: ο Μπίλλυ Μπαντ, υπόδειγμα ναύτη και άνδρα, στρατολογείται σε πολεμικό πλοίο κι εκεί έρχεται σε ακούσια -από πλευράς του- αντιπαράθεση με έναν σκοτεινό και δόλιο οπλονόμο, ονόματι Κλάγκαρτ. Το γεγονός λαμβάνει διαστάσεις σύγκρουσης Καλού – Κακού, με διαιτητή και τελικό κριτή τον καπετάνιο του πλοίου, οδηγούμενο στα άκρα με καταστροφικές συνέπειες. Τα γεγονότα αυτά λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου Αγγλίας- Γαλλίας την εποχή του Διευθυντηρίου και ενώ έχουν προηγηθεί καθοριστικής σημασίας στασιαστικές εξεγέρσεις στο πολεμικό ναυτικό της πρώτης. Και αυτό είναι το γενικό ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία, βασισμένη εν πολλοίς σε αληθινά περιστατικά.
Ας επανέλθω όμως σε αυτό που έχει σημασία για την ανάγνωση (φυσικά δεν είναι τα ιστορικά γεγονότα). Το «Μπίλλυ Μπαντ» εμπίπτει πανηγυρικά στις κατηγορίες που προανέφερα περί επιπέδων ανάγνωσης. Κι αν ο αφηγηματικός οίστρος του Μέλβιλ είναι πανταχού παρών καθώς συνυφαίνεται με την πλοκή και τις επιμέρους θεματικές, εκείνο που καθιστά το βιβλίο αυτό επαναγνώσιμο είναι η αμφισημία του, η κρυπτικότητά του – εν ολίγοις, όλα όσα δεν λέγονται εμφανώς. Πρόκειται, βέβαια, για καθολική νίκη του ύφους, δεδομένου ότι απαιτεί υπέρτατης κλάσης πένα, η οποία θα αποδώσει το υπόρρητο με τέτοιο τρόπο που αφενός δεν θα διαταράσσει την ενότητα της εν εξελίξει πλοκής, και αφετέρου θα εμποδίζει την αμεσότητα της πρόσληψης που εξαντλεί το έργο σε μια πρώτη ανάγνωση. Ο αναγνώστης του χθες, αλλά και του σήμερα, θα πισωγυρίσει, θα αναρωτηθεί, θα επανακάμψει. Και αυτό είναι πραγματικό επίτευγμα και βασικός λόγος που το «Μπίλλυ Μπαντ» δικαίως θεωρείται κλασικό.
Η αναφορά στις αμφισημίες δεν γίνεται τυχαία, καθώς διαπερνούν επιδέξια το βιβλίο. Για αρχή, οι σχέσεις μεταξύ των τριών βασικών προσώπων που δεν περιορίζονται σ’ ένα πρωτόλειο επίπεδο θρησκευτικής σύγκρουσης, φερ’ ειπείν, με τον Μπίλλυ ως Χριστό, τον Κλάγκαρτ ως Σατανά και τον Καπετάνιο Βίερ ως Πόντιο Πιλάτο. Ούτε όμως στη δευτερεύουσα, αν και πιθανή, ομοερωτικής φύσεως έλξη/ απώθηση μεταξύ του Ωραίου Ναύτη και του Οπλονόμου που η ατελέσφορη έκβασή της οδηγεί στην τελική σύγκρουση, αλλά και, από απόσταση, του Καπετάνιου ως τρίτου σκέλους . Ακόμα, εμφανής είναι και η φιλοσοφική διάσταση περί ανθρώπινης φύσεως, η αέναη σύγκρουση καλού-κακού, αλλά και η θεολογική ανάγνωση με την αναφορά στο άκρως αμφιλεγόμενο βιβλικό χωρίο, «το μυστήριον της ανομίας», επιδεχόμενο πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες ανά τους αιώνες. Δεν θα σταθώ όμως περισσότερο σ’ αυτά, καθώς ο Θ. Δρίτσας τα έχει αναλύσει με άψογο τρόπο στο Επίμετρο.
Παραμένει το γεγονός ότι στο βιβλίο, η αμφισημία είναι ο τρόπος, είναι η ουσία, είναι το μυστικό. Κι ας μην ξεχνάμε ότι ετούτη είναι «μια εσωτερική αφήγηση» όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στον υπότιτλο. Ο Μέλβιλ, σύμφωνα με στοιχεία των μελετητών του, επανερχόταν τα τελευταία χρόνια συνεχώς στο έργο, αφαιρώντας περιττά στρώματα λίπους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδρούσε άμεσα όχι μόνο υφολογικά στο κείμενο καθ’ αυτό, αλλά και στην ερμηνεία του. Υπάρχουν τελικά δύο τρόποι αντιμετώπισης του αναγνώστη από τον συγγραφέα: η μέχρις εξαντλήσεως ανάλυση της πλοκής, των χαρακτήρων, των κινήτρων, οπότε ο πρώτος δεν χρειάζεται παρά να παρακολουθήσει με προσοχή το νήμα των σκέψεων του δημιουργού απολαμβάνοντας παθητικά τη διαδικασία ως το τέλος. Ο άλλος τρόπος είναι η ενεργητική συμμετοχή τού αναγνώστη στο παιχνίδι της ανάγνωσης, η οποία βέβαια προϋποθέτει ότι το κείμενο παραμένει ανοιχτό σε ερμηνείες, σε αναλύσεις, σε πολλαπλές αναγνώσεις. Ο δεύτερος τρόπος είναι ο πλέον συνηθισμένος σε πιο σύγχρονα κείμενα, καθώς συνδυάζεται ευκολότερα με υφολογικές καινοτομίες που επιτρέπουν με τη σειρά τους αυτού του είδους την ενεργητική ανάγνωση.
Αποτελεί λοιπόν αξιοθαύμαστη καινοτομία το γεγονός ότι ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα πέτυχε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα με εκφραστικά μέσα της εποχής του. Συγκεκριμένα, ο Μέλβιλ εκ πρώτης κινείται σε παραδοσιακά μοτίβα, παρουσιάζοντας έναν σχεδόν ανεπίληπτο και άρτιο θετικό χαρακτήρα, εν συνεχεία εισαγάγοντας το δίπολο καλού-κακού σε σχέση με τον οπλονόμο αλλά και τον εξισορροπητικό παράγοντα του Καπετάνιου που εκπροσωπεί τον Νόμο, τον πολιτισμό, αλλά και άλλους χαρακτήρες που διαθέτουν συμβολικό βάρος. Θα μπορούσε να παραμείνει σε αυτό το πλαίσιο, προσφέροντάς μας ένα εντυπωσιακό έργο όπου οι μελλοντικές γενιές θα απολάμβαναν εξίσου με τους συγκαιρινούς του. Ο μέγας συγγραφέας όμως δεν αρκέστηκε σ’ αυτή τη δόξα. Επέλεξε την ασάφεια σε κομβικά σημεία της υπόθεσης: Ο καπετάνιος τελικά έχασε τα λογικά του; Τι διημείφθη στην καμπίνα μεταξύ του καπετάνιου και του Μπίλλυ μετά την καταδικαστική απόφαση; Ποιο το νόημα των τελευταίων λέξεων του ναύτη; Σε ποιον απευθυνόταν το μουρμουρητό του πληρώματος και τι σήμαινε, κατά τη στιγμή της εκτέλεσης; Και άλλα πολλά που οι αναλυτές ανασκάπτουν εκ νέου σε κάθε ανάγνωση.
Θέλω να καταλήξω στο αυταπόδεικτο γεγονός ότι στην τέχνη -συχνά, αν και όχι πάντα- τα ερωτήματα έχουν μεγαλύτερη αξία από τις απαντήσεις. Ο ενορχηστρωτής, ο δημιουργός, φιλοτεχνεί ένα αεροστεγές, συμπαγές, ολοκληρωμένο κύκλωμα (το μυθιστόρημα), το οποίο ταυτόχρονα μπορεί να είναι ανοιχτό, ευέλικτο και διαμπερές. Εκ πρώτης ακούγεται ως αντινομία, αλλά δεν είναι τελικά. Συγκολλητικό στοιχείο αποτελεί η ισορροπία των επιμέρους στοιχείων, η οποία βασίζεται στον απόλυτο έλεγχο του αφηγηματικού στιλ, των εκφραστικών μέσων από τον συγγραφέα. Συνέπεια αυτού είναι ότι το έργο αποτελεί ταυτόχρονα ερώτηση και απάντηση.
Ο «Μπίλλυ Μπαντ» παραμένει ερωτηματικό, ένα δυσεπίλυτο ίσως πρόβλημα για εκείνους που αναζητούν ερμηνείες, οριστικές απαντήσεις που θα δώσουν δια παντός τη λύση στο αίνιγμα. Για όλους εμάς όμως που η τελική απάντηση δεν έχει κανένα νόημα, όπως εξάλλου άπαντα τα σημαντικά στη ζωή, το αίνιγμα της ανάγνωσης αποτελεί και την αφορμή της. Γι’ αυτό επιστρέφουμε στον Μέλβιλ, επιβιβαζόμαστε και ανανεώνουμε εκ νέου τα ερωτήματά μας.