«Ό,τι ανήκει μόνο στο παρόν, πεθαίνει μαζί του»
Μ. Μπαχτίν

Το παρελθόν διατηρεί τη μερίδα του λέοντος όσον αφορά τον ανθρώπινο χρόνο. Σχεδόν όλα του ανήκουν, δεδομένου ότι το παρόν έχει περάσει τη στιγμή που μιλάμε γι’ αυτό, ενώ το μέλλον δεν έχει ακόμα βιωθεί κι ως εκτούτου δεν του ανήκει τίποτα.
Εκείνο που εννοεί ο Μπαχτίν είναι ότι εφόσον το έργο τέχνης – σ’ αυτό αναφέρεται- έχει φτιαχτεί «κατά παραγγελία» για να μεσουρανήσει στους όποιους εποχικούς συσχετισμούς, είναι καταδικασμένο να δύσει όταν η ορμή του νεοφώτιστου υποχωρήσει. Εφόσον επομένως το έργο αρκεστεί σε ένα τοπικό, επικαιροποιημένο πλαίσιο, προδίδοντας τον οραματισμό ενός απόλυτα προσωπικού κόσμου στις ιαχές του πλήθους που αναζητά εκεί το είδωλό του κι όλα εκείνα που αναμένει να δει, να ακούσει, να διαβάσει επιβάλλοντας το γούστο του, τότε η Πτώση είναι σίγουρη. Ο καλλιτέχνης θα γίνει άθυρμα, ένα ακόμα θραύσμα σπασμένου καθρέφτη που θα αντανακλά πάντα την εικόνα του πλήθους.
Εντούτοις, το δίλημμα δεν είναι τόσο απλό. Δεν είναι μόνο η μόδα, η συγκυρία, το hype, η δημοτικότητα και το ευ ζην που δεσμεύουν τον δημιουργό στο άρμα του παρόντος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο μεγάλη δύναμη διαθέτει το αναγνωστικό κοινό και οι απαιτήσεις του. Αλλά και το βάρος τη έλξης ενός απρόσωπου μα ταυτόχρονα τόσο πραγματικού παράγοντα που αποκαλούμε Ιστορία. Να το θέσω απλά: πόσο εύκολο είναι να βομβαρδίζεται η χώρα, ή -αν όχι κάτι τόσο δραματικό-, να έχει πτωχεύσει, να σπαράζεται από μια επιδημία κ.ο.κ., κι αποκομμένος να γράφεις το αριστούργημά σου που βεβαίως οφείλει να αγνοήσει τις επιταγές του παρόντος, στοχεύοντας σε ένα μέλλον που φαντάζει πολύ σκοτεινό; Και την ίδια στιγμή που ο καλλιτέχνης συγγράφει στη «φούσκα» του να ακούει απέξω τις κραυγές, τα βάσανα και τον πόνο (αυτή την κατάρα του ανθρώπινου είδους), υπαρκτά και διόλου φανταστικά!
Αν μπει στον πειρασμό να θυσιάσει το καλλιτεχνικό του όραμα χάριν της πραγματικότητας, εντάσσοντάς τη στο έργο του, είναι πιθανό να δώσει ο ίδιος τη χαριστική βολή στο δημιούργημά του που θα ξεπέσει σε απλή καταγραφή του παρόντος, αφήνοντας το μέλλον (και το μελλοντικό κοινό του) κενό από τη δική του παρουσία. Αν δεν το πράξει, θα υποστεί πιθανότερα την περιφρόνηση του πλήθους που θα διακρίνει σ’ εκείνον όχι έναν θεράποντα της τέχνης, αλλά έναν αφ’ υψηλού προδότη της ανθρώπινης συνθήκης, ένα εγωκεντρικό πλάσμα δίχως ενσυναίσθηση, αδιάφορο κι άρα αποσυνάγωγο.
Φυσικά, η συνθήκη αυτή δεν λειτουργεί απαραίτητα διαζευκτικά. Ο δημιουργός δεν είναι τόσο αγνός και απονήρευτος. Εξίσου πιθανό είναι να συνδυάσει το τερπνό του όραμα μετά του ωφέλιμου εντάσσοντας το παρόν και την Ιστορία στο έργο του. Με τον τρόπο αυτόν θα εκδηλώσει την αλληλεγγύη του στον ανθρώπινο πόνο και ταυτόχρονα θα επικυρώσει το εισιτήριό του για την προσδοκώμενη αιωνιότητα. Εννοείται πως αυτή η τρίτη περίπτωση είναι ίσως και η πιο απαιτητική. Απαιτεί δημιουργό μέγιστης εμβέλειας (στο «Μαγικό βουνό» ο Τ. Μαν όταν ολοκλήρωσε τις οφειλές του στον Χρόνο και τον Γκαίτε, έφερε στο τέλος την Ιστορία από την πίσω πόρτα), ο οποίος δεν θα χαλαρώσει ούτε στιγμή, έναν δεινό ισορροπιστή που θα κινείται με χάρη μεταξύ του προσωπικού και του κοινωνικού. Έναν εκμαυλιστή καλλιτέχνη που ποτέ δεν θα καταλήξει επιφυλλιδογράφος επίκαιρων γεγονότων.
Εξ όσων γνωρίζω, μόνο ο Μοντερνισμός στη λογοτεχνία το κατάφερε στην εντέλεια. Παραμένει όμως το υπέρτατο διακύβευμα για εκείνους που αναζητούν (και) στο μελλοντικό κοινό τα καλλιτεχνικά τους διαπιστευτήρια.