Η παρουσία του διαζευκτικού μεταξύ των δύο ονομάτων είναι ελαφρώς παραπλανητική, αφού θα μπορούσε να βρίσκεται κάλλιστα στο τέλος. Μολονότι επιχειρείται σύγκριση μεταξύ των δύο συγγραφέων, αυτό δεν γίνεται για να προταθεί/ προκριθεί ο ένας εκ των δύο, δεδομένου ότι ο Στάινερ στέκεται με ισόποσο θαυμασμό απέναντί τους. Η αίσθηση του αναγνώστη είναι ότι ο τίτλος θα μπορούσε να είναι «Τολστόι, Ντοστογιέφσκι ή…» – όπου τα αποσιωπητικά θα περιλάμβαναν το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής, με τους δύο Ρώσους να κερδίζουν κατά κράτος.

Ο Στάινερ δεν κρύβει στιγμή τον θαυμασμό του, θεωρώντας τους ανώτερους από οποιονδήποτε Γάλλο (Μπαλζάκ, Φλομπέρ, Σταντάλ μη εξαιρουμένων), Γερμανό, Βρετανό κλπ. ομότεχνό τους, αφήνοντας μόνο ένα μια ελάχιστη χαραμάδα για τους Αμερικανούς όπως ο Πόε και κυρίως τον Μέλβιλ του Μόμπι Ντικ για λόγους που σχετίζονται τόσο με τη γεωγραφική θέση όσο και με το ιδιάζουσας σημασίας ζήτημα της «μυθολογίας» τους (η κατά Στάινερ θεματική των έργων τους) που επικεντρώνεται στο θεολογικό. Κατά τον κριτικό, αυτό είναι το κεντρικό σημείο διαφοροποίησής τους από τους λοιπούς, και επομένως το σημείο υπεροχής τους. Θα επανέλθω σ’ αυτό.
Κατά τα λοιπά, δεν πρόκειται να επιχειρήσω κάποια κριτική της κριτικής, καθότι θα ήταν βαρετό για τους περισσότερους και φαιδρό για όλους. Ο Στάινερ καθορίζει το χωροχρονικό πλαίσιο, εντάσσει σ’ αυτό τους συγγραφείς και τα έργα τους, επιχειρεί τις απαραίτητες συγκρίσεις, αναδεικνύοντας τη μοναδικότητά τους, τον sui generis χαρακτήρα τους με αγάπη και θαυμασμό. Εξηγεί, φερ’ ειπείν, γιατί ο Τολστόι είναι ο άμεσος απόγονος του Ομήρου και ποια η σχέση του με τα έπη ως κατ’ εξοχήν επικός συγγραφέας και γιατί ο Ντοστογιέφσκι είναι επίγονος του Σαίξπηρ (αλλά και του Θερβάντες. Βλ. Μίσκιν vs Δον Κιχώτης) ως ο μόνος σύγχρονος πολυφωνικός δραματουργός. Δεν λέω περισσότερα, ο αναγνώστης καλείται να απολαύσει το αποτέλεσμα.
Μου κέντρισε όμως το ενδιαφέρον, για προσωπικούς λόγους, εκείνο το οποίο προανέφερα: το γεγονός δηλαδή ότι αν στους άλλους μεγάλους συγγραφείς ο κοσμικός χαρακτήρας υπερισχύει, αυτό δεν ισχύει στους δύο Ρώσους, όπου η θεολογική τους στράτευση βρίσκεται κάθε στιγμή, σε κάθε σελίδα στο επίκεντρο της δημιουργίας τους. Ο Στάινερ κρίνει ότι η έκταση του περί Θεού ερωτήματος, σε συνδυασμό με το ανυπέρβλητο ταλέντο τους, επεξέτεινε τα όρια της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας σε τέτοιο βαθμό που κατόρθωσαν να συμπεριλάβουν το όλο της ανθρώπινης ύπαρξης στα έργα τους. Δεν πρόκειται εδώ να αμφισβητήσω τον Δάσκαλο στο συμπέρασμα του, ότι δηλαδή ακριβώς αυτό είναι το σημείο υπεροχής τους έναντι των άλλων (τα είπαμε περί φαιδρότητας). Αν κάπως πρέπει να εξηγηθεί η ποιοτική διαφορά, ετούτη η παραδοχή ίσως είναι η καλύτερη δυνατή από όλες τις άλλες. Ίσως κι όχι.
Η σκέψη που αυτό το συμπέρασμα γέννησε στο δικό μου μυαλό όμως, είναι η ακόλουθη: Ας δεχτούμε ότι η μεταφυσική μυθολογία είναι το επίκεντρο και το συγκριτικό πλεονέκτημα. Από την άλλη πλευρά, όπως ο παραδέχεται κι ο ίδιος ο Στάινερ, όσες φορές ο δάσκαλος ή ο κατηχητής έπαιρνε τα πρωτεία από τον καλλιτέχνη, το αποτέλεσμα σαφώς υπολειπόταν (κλασικό παράδειγμα η «Ανάσταση» του Τολστόι). Πού θέλω να καταλήξω: Θεωρώ ότι έχει τρομερό ενδιαφέρον να εξετάσει κάποιος το σημείο αιχμής, σύγκλισης, σύγκρουσης μεταξύ καλλιτέχνη και κατηχητή, μεταξύ συγγραφέα και πιστού. Φυσικά εκ του αποτελέσματος κρινόμενα, μπορούμε να δούμε σε ποια έργα τους υπερίσχυε η μία ή η άλλη πλευρά τους. Αλλά και πάλι η διάκριση αυτή δεν μπορεί να είναι ποτέ ξεκάθαρη, καθώς συνεχώς υπεισέρχονται στοιχεία της διττής τους φύσης στο corpus του έργου των Τιτάνων.
Τελικά, πότε το σημείο υπεροχής (το μεταφυσικό) καθίσταται βαρίδι που συμπαρασύρει το λογοτεχνικό οικοδόμημα καθιστώντας το επισφαλές; Και πώς γίνεται τότε ακριβώς αυτό το «περί Θεού» να αποτελεί τη «ναυαρχίδα» της υπεροχής των δύο συγγραφέων έναντι ονομάτων όπως ο Τζόυς ή ο Προυστ με το εκκοσμικευμένο τους όριο δημιουργίας; Πόσος… Θεός είναι κατάλληλος για ένα αριστούργημα όπως το «Πόλεμος και Ειρήνη» ή οι «Αδελφοί Καραμάζοφ» και πόσος άνθρωπος για τη δογματική «Σονάτα του Κρόυτσερ»; Αν η απάντηση είναι το παραδεδεγμένο επιχείρημα ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να επισκιάζει τον ιδεολόγο, εφόσον επιθυμεί να μην παραμείνει ο ίδιος μια σκιά κάτω από το λάβαρο της ιδεολογίας του, τότε ο Θεός θα εκδιωχθεί από τη Δημιουργία του, αφήνοντας τον λογοτέχνη στον Θρόνο. Αλλά, επανερχόμαστε, αυτή η «ένθεη ενθρόνιση» δεν είναι, υποτίθεται, η υπεροχή των δύο Ρώσων έναντι των λοιπών; Ετούτο που τους τοποθετεί στην κορυφή πώς μπορεί να είναι ταυτόχρονα και η αχίλλειος πτέρνα τους;
Προφανώς δεν έχω εγώ την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Θα στοιχημάτιζα το εξής: ο Στάινερ αναζητά επιχειρήματα για εκείνο που θεωρεί αυταπόδεικτο στη νόησή του. Γι’ αυτόν υπάρχει μια συνέχεια από τον Όμηρο στο Αρχαίο Ελληνικό Δράμα, στο Ελισσαβετιανό και τέλος στον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι. Αναζητά κοινούς τόπους, αναζητά συγκλίσεις και διαφοροποιήσεις και εκείνο το στοιχείο που συνεχώς αναφύεται είναι η πίστη, η θρησκεία. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «το κύρος των δύο συγγραφέων δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη θεολογική τους στράτευση». Τι κι αν, όπως είπαμε, οι δύο ημίθεοι μεγαλουργούν παρά τη στράτευσή τους, αποποιούμενοι την πανοπλία του Θεού, για να ενδυθούν τα κοσμικά ρούχα του λογοτέχνη. Έλα όμως που εκείνο το «παρά» μπορεί να γίνει κάλλιστα «εξαιτίας», αφήνοντάς μας τελικά να αναρωτιόμαστε, έως ότου απλά αποδεχτούμε το συναμφότερον του ανθρώπου – ακόμα και των δύο ημίθεων, οι οποίοι, σύμφωνα με τη δική μου κρίση, αναζητούσαν μάταια έξω από εκείνους αυτό που απλά στροβιλιζόταν με ιερή μανία εντός τους.