I sometimes dream of houses of reading — a Hebrew phrase — in which those passionate to learn how to read well would find the necessary guidance, silence, and complicity of disciplined companionship.
George Steiner, «The end of bookishness?»

«Οίκοι ανάγνωσης», μια εβραϊκή έκφραση, είναι η πρόταση του Steiner και όπως στο «Περί δυσκολίας», αλλά και σε άλλα κείμενά του, ο Δάσκαλος επανέρχεται στην έννοια της καθοδήγησης, της ησυχίας, της πειθαρχημένης συντροφικότητας (και ως προς αυτό συνδέεται με τον άλλο μεγάλο Δάσκαλο, τον Bloom). Μολονότι και αυτός και ο Bloom είχαν τις διαφορές τους στο ύφος, και ακόμα περισσότερες με τον Ναμποκοφ ή ακόμα παραπέρα με τον ακραίο ελιτισμό που διέκρινε τους Ιεράρχες της Σχολής της Φρανκφούρτης, κάποιος προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να διακρίνει ετούτο το κοινό επαναλαμβανόμενο μοτίβο που ως επωδός συνοδεύει τακτικά τα γραπτά τους.
Αναφέρομαι σε αυτό το τρίπτυχο που ανέφερα στην εναρκτήρια παράγραφο και που έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς σχετίζεται με κάτι άλλο, το οποίο ας μου επιτραπεί να το περιγράψω ως «λόγιο συντηρητισμό». Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο απάδει προς το δημοκρατικό πνεύμα της εποχής, όπου οι πάντες έχουν το δικαίωμα (προφανώς), αλλά και τη δυνατότητα (θεωρητικά) να κατανοήσουν, να απολαύσουν τα μεγάλα έργα όλων των εποχών. Αυτό το καθολικό «όλα για όλους» είναι κάτι που κανείς από αυτούς τους πεφωτισμένους άντρες δεν πίστευε κατά βάθος. Και σε όσους το αμφισβητούν, θα ζητήσω να ανατρέξουν στους όρους και προϋποθέσεις που έχουν θέσει στα έργα τους όσον αφορά τη διαδικασία της ανάγνωσης. Αν τα συγκεντρώσει κάποιος, κυριολεκτικά θα φρίξει και θα απογοητευτεί προτού αποχωρήσει απαυδισμένος.
Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στον Steiner για τον οποίον ο όρος «ελιτισμός» υπήρξε τίτλος τιμής ή για τον Bloom όπου έθετε αυστηρά veto προτού κάποιος τολμήσει να πιάσει στα χέρια του έργο του Shakespeare (οριακά νομίζεις ότι διαπράττεις ιεροσυλία!), ή σαφώς για τον Ναμπόκοφ που έγραφε και δίδασκε αποκλειστικά για τον εαυτό του, τη… Βέρα και 5 κολλητούς του (εγώ είμαι ο άγνωστος 6ος). Αναφέρομαι και στους φιλοσόφους της Κριτικής Θεωρίας όπου ναι μεν πάλευαν για την «αταξική κοινωνία», αλλά τα κείμενά τους και οι απόψεις τους ουσιαστικά απευθύνονταν και συνεχίζουν να απευθύνονται σε μια… εστεμμένη ελίτ του πνεύματος.
Στο δικό μου το μυαλό, οι ευφυείς αυτοί άνθρωποι έπασχαν από τον κλασικό διχασμό της υψηλής διανόησης, της οποίας οι κοινωνικές ευαισθησίες ήταν πλήρως ασύμβατες με το διανοητικό τους μέγεθος που τους κατέτασσε στον Όλυμπο. Όσο κι αν έβλεπαν το κενό μεταξύ του απροσπέλαστου συρμού τους και της αποβάθρας στην οποία οι μάζες έχασκαν απορημένες, επιχειρώντας να εκλογικεύσουν το ζήτημα, απλά χάνονταν σε ακόμα πιο θεωρητικοποιημένες διελκυστίνδες. Ίσως ο μόνος απόλυτα συνειδητός και απενοχοποιημένος να ήταν ο Ναμπόκοφ που προς τιμή του κώφευε στις σειρήνες του εκδημοκρατισμού, όντας πηγαία και αταλάντευτα ολιγαρχικός (στο πνεύμα).
Τώρα, αν αναρωτηθείτε πώς φτάσαμε στον λόγιο συντηρητισμό, σκεφτείτε τι σημαίνει και πού ακριβώς οδηγεί το τρίπτυχο «καθοδήγηση, ησυχία, πειθαρχημένης συντροφικότητα» με το οποίο ξεκίνησα. Και αν απομονωμένες αυτές οι λέξεις σας παραπέμπουν σε στρατιωτική εγκατάσταση ή μοναστήρι, δεν θα έχετε και πολύ άδικο. Προσθέστε κι εκείνο το «necessary» μπροστά και η εικόνα ολοκληρώνεται. Είναι προφανές θα αντιτείνει κάποιος ότι το διάβασμα είναι μια μοναχική διαδικασία, μακριά από περισπασμούς πάσης φύσεως, ιδίως ηχητικούς. Ετούτο δεν την καθιστά από μόνη της συντηρητική ή προοδευτική, όπως και η καθοδήγηση με τη μορφή της μαθητείας.
Θα μπορούσε να είναι κι έτσι, αν δεν υπήρχε η τρίτη παράμετρος της πειθαρχίας και για την ακρίβεια τη «συνενοχή πειθαρχημένης συντροφικότητας», όπως τα λέει ο Steiner. Τι σημαίνει όμως αυτό; Να με συγχωράει ο Δάσκαλος αλλά επιχειρεί να εκλογικεύσει, να ωραιοποιήσει, να «γλυκάνει το χάπι». Ας το δούμε: 3 λέξεις, εκ των οποίων οι δύο πλευρίζουν ως ειρηνοποιοί την κυρίαρχη «πειθαρχημένη». Και εκ νέου προκύπτει το ερώτημα σχετικά με τη θεμελιώδη διάσταση μεταξύ ανάγνωσης και «ανάγνωσης», μεταξύ εκείνων των βιβλίων που ο Barthes θεωρούσε «αναγνώσιμα», εύπεπτα, σε αντιδιαστολή με τα άλλα που τα ονόμαζε «εγγράψιμα» και είναι αυτά που απαιτούν «καθοδήγηση, ησυχία, πειθαρχημένη συντροφικότητα».
Και ποιοι, αλήθεια, είναι εκείνοι οι «passionate», οι οποίοι επιπρόσθετα επιθυμούν να «learn how to read well», παρακαλώ; Πόσο περιπαθείς πρέπει να είναι και πόσο «καλά» είναι το καλά; Σύμφωνα με τα κριτήρια της εποχής μας, σύμφωνα με τα δικά μου ή εκείνα του Steiner; Και αν ως μέτρο πάρουμε τις καθοδηγητικές γραμμές που έχει θέσει εκείνος, τότε λυπάμαι πολύ, αλλά το πάθος μας είναι λειψό και το «καλά» μας είναι αντίστοιχα υπολειπόμενο. Μπορεί οι καιροί και τα ήθη να μην στέκουν αρωγοί, μπορεί εμείς να είμαστε πάντοτε κατώτεροι των περιστάσεων, μπορεί όποιο και όλα μαζί, αλλά φοβάμαι ότι η απόφαση είναι καταδικαστική, τουλάχιστον για τους περισσότερους από εμάς.
Συνοψίζοντας, όσο κι αν το σκέφτομαι, δεν μπορώ να δω τα «houses of reading» ως τον μεγάλο ανοιχτό χώρο ο οποίος θα υποδέχεται τους περαστικούς αναγνώστες που επιθυμούν να ξαποστάσουν, απολαμβάνοντας λίγη από τη μαγεία της ανάγνωσης. Κάθε φορά που επανέρχομαι στα κείμενα των Δασκάλων περί λογοτεχνίας, έχω στο μυαλό μου δύο εικόνες: Εκείνη του παθιασμένου αναγνώστη, του ανθρώπου που έχει θυσιάσει τη δροσιά των νιάτων και του μυαλού του για χάρη της λογοτεχνίας, ενός αγγελικού πνεύματος που στέκεται δίπλα στην πάσχουσα ανθρωπότητα (όπως στα «Φτερά του έρωτα» οι άγγελοι), φέροντας αποκλειστικά εκείνος το βάρος της απόδειξης ότι το είδος μας είναι κάτι περισσότερο από ιός που εξαπλώνεται καταστρέφοντας τους όμοιούς του και όσα έχουν την ατυχία να τον περιβάλλουν. Και η δεύτερη, ταυτόχρονα, του Ιεροφάντη των Ελευσίνιων -βλοσυρός φύλακας- συντροφιά με τους μύστες να κραυγάζουν «Εκάς οι βέβηλοι!» σ’ όλους εκείνους που επιχειρούν να εισέλθουν απείθαρχα, ανεπίγνωστα, θορυβωδώς, στον Ναό της Ανάγνωσης.