Ο «Φόβος» έχει ως κεντρικό του θέμα τη συζυγική απιστία (της πρωταγωνίστριας Ιρένε), τις ενοχές της, το γεγονός ότι πέφτει θύμα εκβιασμού και την -σε γενικές γραμμές- αίσια κατάληξη του δράματος. Αν θεωρητικά χωρίσουμε τη μικρή αυτή νουβέλα σε 3 μέρη (ενοχή-τιμωρία-εξιλέωση), τα δύο πρώτα είναι εξαιρετικά δοσμένα, αλλά το τρίτο ελαφρώς βεβιασμένο και λογοτεχνικά υποδεέστερο. Σε διαφορετική βέβαια περίπτωση θα μιλούσαμε για αριστούργημα. Ας δούμε το πώς και το γιατί.

Στα δύο πρώτα μέρη, ο Τσβάιχ εγκύπτει με εντυπωσιακή αφηγηματική δεινότητα στο πώς η ηρωίδα χειρίζεται το ζήτημα της συζυγικής απιστίας, αποφεύγοντας περιττές ηθικολογίες, με ουσιαστική εμβάθυνση στις αιτίες που την οδήγησαν εκεί. Ξεγυμνώνει τον περίγυρό της, την ίδια, και το πώς μια γυναίκα της εποχής -και όχι μόνο- επιλέγει να διαβεί εκείνη την πόρτα που η κοινωνική και προσωπική ηθική κρατά σφραγισμένη με λουκέτο. Οι εσωτερικές διεργασίες αναλύονται με χειρουργική ακρίβεια, με τον συγγραφέα σε λογοτεχνικό οίστρο.
Κι εδώ εντοπίζω τη διαφορά με το μέτριο λογοτεχνικά «Γράμμα μιας άγνωστης». Σ’ αυτό, η ηρωίδα παραμένει μονολιθική και απαράλλακτη. Απλά της προκύπτουν καταστάσεις, στις οποίες ανταποκρίνεται (δράση-αντίδραση), αλλά ο χαρακτήρας της, όπως και του ανδρός, είναι στατικός από την εναρκτήρια ως την καταληκτική παράγραφο. Αναπόφευκτα, προκειμένου να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο συγγραφέας προκαλεί τεχνητά ολοένα και περισσότερες δυσκολίες και προβλήματα για να υπεραναπληρώσει την αισθητή απουσία εξέλιξης της ηρωίδας που δεν επέρχεται ποτέ, με το αποτέλεσμα να είναι υποδεέστερο λογοτεχνικά και οι χαρακτήρες μονοδιάστατοι και χάρτινοι. Μπορεί ο αναγνώστης να αντιδράσει συναισθηματικά (έτσι ισχυρίζονται οι περισσότεροι), αλλά ετούτη είναι μια ανακλαστική αντίδραση, η οποία περισσότερο οφείλεται στα προσωπικά βιώματά του παρά στην τέχνη του συγγραφέα.
Τουναντίον, στον «Φόβο» οι καταστάσεις που προκύπτουν, χωρίς να είναι ακραίες (δεν χρειάζεται, το θέμα της απιστίας είναι τελικά τόσο κοινότοπο), επιδρούν στον χαρακτήρα της, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να μετακινείται ελαφρώς εσωτερικά από σελίδα σε σελίδα, ώστε να παρακολουθήσει τις διεργασίες που επιτελούνται. Εδώ εδράζεται η λογοτεχνική αξία του μικρού αυτού κειμένου που εστιάζεται λιτά, χωρίς άσκοπους συναισθηματισμούς στην ψυχοσύνθεση, ανατέμνοντας με πειστικό τρόπο. Όσον αφορά τη λέξη «πειστικό», δεν τη χρησιμοποιώ τυχαία. Σημαίνει ότι ο αναγνώστης νιώθει μια βαθιά ζεύξη με την πάσχουσα, όχι γιατί συναισθάνεται τον πόνο της (empathy, είπαμε, έχουμε μόνο με τον συγγραφέα, όχι με τους ήρωες, έστω κι αν δεν κάνουμε εντός μας τη διάκριση), αλλά γιατί θαυμάζει το πώς ο Τσβάιχ μεταφέρει τις σκέψεις και τα διλήμματα στον ίδιο, διευρύνοντας τον εσωτερικό του εαυτό (H. Bloom).
Ακόμα κι όταν εμφανίζεται στη σκηνή η εκβιάστρια και δίνει νέα τροπή στην υπόθεση, ετούτο αποτελεί αφορμή για περαιτέρω διαφοροποιήσεις στον κόσμο της ηρωίδας. Ο συγγραφέας χειρίζεται αποτελεσματικά το twist στην πλοκή, αναγκάζοντάς μας να ακολουθήσουμε απνευστί. Και κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Όταν επιχειρεί να περιπλέξει το θέμα του, ξεφεύγοντας από το αμιγώς ψυχολογικό και καταφεύγοντας στο μυστήριο (με μια ελαφριά noir απόχρωση), οδεύοντας προς την κατάληξη, δεν τα καταφέρνει τόσο καλά. Το τέχνασμά του (η ουσιαστική παρέμβαση του συζύγου) δεν θεωρώ ότι είναι επιτυχές, ακριβώς γιατί εκβιάζει λύση, οδηγώντας σε μια εξίσου βεβιασμένη εξιλέωση που αφήνει τον σκεπτικιστή αναγνώστη (εμένα), με μια αίσθηση ανολοκλήρωτης ηδονής.
Να προλάβω αντιρρήσεις, λέγοντας ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα με το happy end. Δεν επιζητώ απαραίτητα το τραγικό, το δράμα. Για την ακρίβεια, δεν επιζητώ απολύτως τίποτε. Δεν είμαι εγώ ο δημιουργός, είμαι ο αναγνώστης. Το οποίο σημαίνει ότι απαιτώ από τον καθ’ ύλην αρμόδιο να με πείσει για το καλό ή το κακό τέλος, για την τραγωδία ή την ευτυχή κατάληξη. Το βάρος της απόδειξης είναι δικό του. Με άλλα λόγια, κάθε έργο τέχνης έχει ένα -ίσως και παραπάνω από ένα- στιλ και ο συγγραφέας διαθέτει τα μαγικά του τεχνάσματα, που όμως δεν είναι αυθαίρετα. Υποτάσσονται στην εσωτερική αναγκαιότητα του έργου, οπότε η ελευθερία του καλλιτέχνη δεν είναι απόλυτη, αλλά οφείλει να περιοριστεί προκειμένου το οικοδόμημά του να μην καταλήξει χωρίς ταυτότητα ή, ακόμα χειρότερα, ανισόρροπο.
Είναι αυτό που οι περισσότεροι αναγνώστες, οι οποίοι αδιαφορούν για όλα αυτά τα περί διαγραμμάτων, εκφράζουν ως «δεν ήταν πειστικό», «κάπου έκανε κοιλιά» κ.ο.κ. Εν προκειμένω, η κατάληξη του έργου εμπίπτει στην κατηγορία αυτή, όχι γιατί ήταν happy, αλλά γιατί δεν θεωρώ ότι έπρεπε να είναι αυτή, βάσει όσων προηγήθηκαν. Φυσικά, ο Τσβάιχ διαφωνεί μαζί μου.
Και κάπως έτσι δύναται να αναγνωσθεί ένα διήγημα με τον ελκυστικό τίτλο «Angst».