Αυτό το κομψοτέχνημα ήρθε και με βρήκε στην κατάλληλη -αναγνωστική και πραγματική- ηλικία. Και όχι, δεν ήταν αποκλειστικά η απόφανση του Ναμπόκοφ ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον αριστουργηματικά διηγήματα που έχουν γραφτεί. Σύμφωνα με τους κριτικούς της λογοτεχνίας, ο Τσέχοφ έδωσε πνοή στο ρεαλιστικό διήγημα, για να ακολουθήσει ο Χέμινγουει (και όλη η αμερικανική σχολή έκτοτε που αγάπησε και μιμήθηκε όσο κανείς τον μεγάλο Ρώσο). Και το έπραξε με απαράμιλλο ύφος, κατορθώνοντας να συμπτύξει, να συμπιέσει και να αφαιρέσει τα περιττά στρώματα, κρατώντας το απόσταγμα, την ουσία.

Η ιστορία, όπως όλες του Τσέχοφ, είναι απλή. Μεσήλικας παντρεμένος γνωρίζει στις καλοκαιρινές διακοπές νεαρή κοπέλα παντρεμένη και συνάπτουν δεσμό. Μια πρόσκαιρη επαφή, ενός κυνικού βαριεστημένου από την κοινωνική και προσωπική του ζωή άντρα, και μιας γυναίκας που ο γάμος της ήταν μια σύμβαση δίχως ουσία και πάθος. Καθόλου τυχαία η επαφή λαμβάνει χώρα σε καλοκαιρινό θέρετρο, όπου οι άμυνες αποδεικνύονται πιο χαλαρές και οι άνθρωποι πιο δεκτικοί.
Κατά την πρώτη συνάντηση του ζευγαριού, το σκυλάκι γρυλίζει στον άντρα και εκείνη σπεύδει να τον καθησυχάσει ότι «δεν δαγκώνει». Η πραγματικότητα τη διαψεύδει σύντομα. Το «σκυλάκι» θα μπήξει τα κοφτερά του δόντια στις ψυχές των δύο πρωταγωνιστών, θα τους φέρει στο ίδιο δωμάτιο, θα τους δει να ενώνονται ερωτικά και στη συνέχεια θα παρατηρήσει τις αντιδράσεις τους. Ο άντρας θα αναλογιστεί αποστασιοποιημένα τη νέα του κατάκτηση (μία ακόμα), ενώ εκείνη θα περιπέσει σε κατάσταση αυτολύπησης και ενοχών. Εντούτοις, αν και ακόμη δεν το ξέρουν, αυτή η επαφή ήδη πέτυχε να ανοίξει την κερκόπορτα, με τα στίφη των αισθημάτων να χυμάνε, καταλαμβάνοντας τους άδειους χώρους που περίτεχνα προσπαθούσαν να μονώσουν οι μετέχοντες. Και θα συνεχίσουν, χωρίς δραματουργικές μεγαλοστομίες, με μια αίσθηση μόνο αδράνειας που κάνει τις καθημερινές τους επαφές αναπόφευκτες.
Όλα δείχνουν ότι η σχέση αυτή, μια καλοκαιρινή ανάπαυλα, θα λήξει σύντομα, περνώντας στη συνέχεια στον αποστειρωμένο χώρο των ιδιωτικών αναμνήσεων (ένας μικρός ανθισμένος κήπος που επισκέπτεσαι στα γεράματα όταν όλα έχουν πλέον μαραθεί εντός σου). Το ζευγάρι θα αποχαιρετιστεί στον σταθμό, υποτίθεται οριστικά, για να επιστρέψει ο καθένας στη ζωή του, στην οικογένεια και τις υποχρεώσεις του. Ο μεσήλικας θα γυρίσει στο σπίτι του στη Μόσχα για τον χειμώνα. Αλλά η «δαγκωνιά» είναι εκεί, στο δέρμα μου, στην ψυχή του, και δεν λέει να φύγει. Το δηλητήριό της έχει πλέον κατακλύσει την ύπαρξή του. Ο κόσμος γύρω του, τα αντικείμενα στον χώρο, οι άνθρωποι, έχουν αλλάξει απόχρωση, έχουν γκριζάρει. Το χρώμα το πήρε μαζί της εκείνη και τώρα του έχει αφήσει την απουσία της, καθώς αναλογίζεται και βλέπει όλα όσα τον περιβάλλουν μέσα από τη ματιά της.
Και ο μεσήλικας θα κάνει αυτό που επιτάσσει η καρδιά του: θα την αναζητήσει. Θα φύγει για την πόλη της, θα ψάξει το σπίτι της, θα την αφουγκραστεί από μακριά να παίζει πιάνο, θα ακούσει με χαρά το σκυλάκι της να γαυγίζει και μη έχοντας άλλη δυνατότητα επικοινωνίας θα πάει στην πρεμιέρα του τοπικού θεάτρου. Η τύχη θα του χαμογελάσει και θα τη συναντήσει εκεί. Η στιγμή της επαφής είναι και για τους δύο τους φορτισμένη συναισθηματικά καθώς εκδηλώνουν τον παράφορο έρωτά τους, ακόμα και με φόβο να προδοθούν.
Η Άννα (αυτό είναι το όνομά της) ξεκινάει να τον επισκέπτεται κάθε τόσο στη Μόσχα, δίνοντας στην επαφή τους οριστικά τον χαρακτήρα σχέσης. Κι εκεί, στις τελευταίες σελίδες, έρχεται απλά, ταπεινά, με τον χαμηλότονα σοφό τρόπο του Τσέχοφ, η αποκάλυψη (για τον ίδιο τον ήρωα και για τον αναγνώστη). Σε στιγμή έντονης συγκίνησης, όπου η κοπέλα καταφεύγει στο κλάμα, ο μεσήλικας την ακούει με υπομονή, αγκαλιάζοντάς τη τρυφερά. Τότε ακριβώς, το βλέμμα του συναντά τον καθρέφτη. Θα δει τον εαυτό του όπως είναι: μαλλιά γκριζαρισμένα, να έχει γεράσει, να έχει ασχημύνει (ο γόης, που οι γυναίκες πάντα τον επιθυμούσαν). Θα αρχίσει να αναρωτιέται γιατί η Άννα τον αγαπούσε τόσο, αφού καμία γυναίκα δεν είχε βρει κοντά του την ευτυχία.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι συγκλονιστικό στην απλότητά του: «Και ο καιρός περνούσε – έκανε καινούργιες γνωριμίες, εφήμερες σχέσεις, χώριζε, ποτέ του όμως δεν αγάπησε στ’ αλήθεια: όλα τα είδε, όχι όμως την αγάπη. Και να, ερωτεύτηκε τώρα που τα μαλλιά άρχισαν να ασπρίζουν – ερωτεύτηκε αληθινά, όπως έπρεπε, για πρώτη φορά στη ζωή του».
Ετούτη η παραδοχή, η πλέον ειλικρινής σε μια κενή νοήματος ζωή, είναι απελευθερωτική. Το ζευγάρι ξεκινά να σκέφτεται τα επόμενα στάδια (να μην κρύβονται, να μη λένε πια ψέματα…), τις προοπτικές, τα σχέδια. Τίποτα δεν απλό, και ο Τσέχοφ, κατά την πάγια αφηγηματική του τακτική, αρνείται να δώσει απαντήσεις, αφήνοντας ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα στο τέλος του διηγήματος.
Αυτή είναι η αφηγηματική μαγεία του μέγιστου δημιουργού και γι’ αυτό με συντάραξε όταν το ολοκλήρωσα. Μολονότι αυτό το μικρό κομψοτέχνημα είναι μόλις 20 σελίδες, πέτυχε να περικλείσει αριστοτεχνικά το δράμα δύο ζωών, ξεκινώντας από τη γνωριμία τους, για να ενώσει τη μοίρα τους μπροστά μας, να τους χωρίσει προσωρινά, να τους επαναφέρει, να τους προσφέρει -σε μια αστραπή- το τραγικό μεγαλείο της καθυστερημένης συνειδητοποίησης και να τους αφήσει εκεί στην κάμαρα να αναλογίζονται το μέλλον τους.
Και εμείς μαζί τους -παρατηρητές, συνένοχοι- κλείνοντας το βιβλίο, να κοιτάζουμε αφηρημένα το χέρι μας για σημάδια, «δαγκωματιές» που δεν έχουν ακόμη κλείσει.
Εξαιρετική παρουσίαση !!!!!
Sent from Yahoo Mail on Android
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ευχαριστώ πολύ 🙂
Μου αρέσει!Μου αρέσει!