Η επαφή μου με τον Κορτάσαρ υπήρξε πολυκύμαντη. Ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε απότομα στα πανεπιστημιακά χρόνια, όποτε διάβασα σχεδόν όλα του τα διηγήματα (η ορμή του νεοφώτιστου με το περίσσευμα χρόνου). Στη συνέχεια, πέρασα στο «Κουτσό» (μου είχε αρέσει υπερβολικά) και τέλος, μετά τα 30, στο «Βιβλίο του Μανουέλ» (το βαρέθηκα και το παράτησα στη μέση). Έκτοτε διέκοψα σχέσεις, μέχρις ότου πολύ πρόσφατα τα «Μαθήματα λογοτεχνίας» ανανέωσαν το ενδιαφέρον μου. Το βιβλίο αυτό με οδήγησε στον «Κυνηγό», ίσως το μοναδικό μείζον διήγημά του, κατά τα λεγόμενα του ιδίου, που δεν είχα διαβάσει. Κι αν οι λογοτεχνικές σας αναζητήσεις εμπεριέχουν την ανάγκη για κάτι αληθινά συγκλονιστικό, σταθείτε για λίγο εδώ, αφού μου δώσετε μια ευκαιρία να δικαιολογηθώ για τον υπερβολικό χαρακτηρισμό.

Σε πρώτο επίπεδο, αυτό το μεγάλης έκτασης διήγημα είναι φόρος τιμής στον Τσάρλι Πάρκερ, δεδομένου ότι ο Κορτάσαρ υπήρξε μεγάλος οπαδός της τζαζ και θαυμαστής του. Ο κεντρικός ήρωας Μπρούνο ετοιμάζει τη βιογραφία του μουσικού (ονόματι Τζόνι Κάρτερ) και περνά μαζί του χρόνο στο Παρίσι, συνοδεύοντάς τον στις μουσικές/ κοινωνικές / ερωτικές του εξορμήσεις, ενώ μοιράζεται τις σκέψεις του – έως το τέλος που ο Κάρτερ επιστρέφει στις ΗΠΑ και ο βιογράφος μαθαίνει τον θάνατό του. Κυκλοφορεί στο μεταξύ τη βιογραφία του που αποδεικνύεται εξαιρετικά επιτυχής. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ιστορία. Και ταυτόχρονα είναι τόσα πολλά ακόμα, για τα οποία θα χρειάζονταν σελίδες, αλλά θα επιχειρήσω να τα συμπτύξω και να σταθώ στα σημαντικότερα.
Εν αρχή, ο χρόνος. Όχι φυσικά ο δικός μας, αλλά εκείνος του δημιουργού, ενός ανθρώπου που κινείται ταυτόχρονα σε δύο παράλληλα, διαπερατά επίπεδα: Αφενός στον ρεαλιστικό χρόνο, εκείνον της επικοινωνίας με τους άλλους, της κοινωνικής συνύπαρξης, ο οποίος μετριέται αντικειμενικά και στον οποίο ο καλλιτέχνης υποτάσσεται. Και αφετέρου στον υποκειμενικό, τον δημιουργικό, τη Ζώνη στην οποία εισέρχεται ξεκινώντας να δίνει πνοή στο μουσικό του όργανο. Μόνο που εν προκειμένω η χρονική αυτή μετακίνηση δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη διάρκεια της δημιουργίας, αλλά υπερχειλίζει και στην «πραγματικότητα», βοηθούντων των ναρκωτικών και των άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο Κάρτερ. Ο Κορτάσαρ εναλλάσσει με ανυπέρβλητο τρόπο την βιογραφική/ ρεαλιστική, με την προσωπική/ φανταστική διήγηση, αφήνοντας τον καλλιτέχνη να… σολάρει, επιχειρώντας να εξηγήσει στους αναγνώστες μέσω του βιογράφου του το πώς βιώνει τον χρόνο: «Πώς μπορείς να σκέφτεσαι ένα τέταρτο της ώρας σε ενάμιση λεπτό; Αν μπορούσα να ζω όπως εκείνες τις στιγμές ή όπως όταν παίζω…θα μπορούσαμε να ζούμε χίλιες φορές περισσότερο». Αυτή είναι μία από τις πολλές εξομολογήσεις του Τζόνι στον Μπρούνο, οι οποίες γίνονται συνήθως υπό την επήρεια ναρκωτικών (ή της ονειρικής κατάστασης «μέθης»), καθιστώντας τες εκούσια ασαφείς, δικαιολογώντας τον εγγενή τους παραλογισμό από αφηγηματικής απόψεως.
Ο βιογράφος συγκεντρώνει τα ψήγματα σοφίας, επεξηγώντας όπου χρειάζεται και ερμηνεύοντας τα ενίοτε παραληρηματικά σχόλια του Κάρτερ/ Πάρκερ. Ο μουσικός αποδεικνύεται αιώνια ανικανοποίητος, αν και δεν δραπετεύει (ακόμα και τα ναρκωτικά δεν είναι οδός διαφυγής), καθότι η τέχνη γι’ αυτόν δεν είναι υποχώρηση, τουτέστιν ένα περίκλειστο καταφύγιο μακριά από τους ανθρώπους και την κατάρα του χρόνου όπου θα φυτοζωεί αποσυνάγωγος. Τουναντίον, ο Κάρτερ/ Πάρκερ είναι ο Κυνηγός κι όχι ο κυνηγημένος που αναζητά τη μακρά τέχνη στον βραχύ του βίο. Δεν φεύγει από, μεταβαίνει σε, κινείται στο μεταίχμιο του χρόνου («ένα διαρκές σπιρούνισμα, ένα διαρκές χτίσιμο»), προς το ανικανοποίητο. Δυστυχώς, η πορεία αυτή είναι εξαρχής ναρκοθετημένη, με τις πληγές του χρόνου και τον θάνατο να καροδοκούν. Διόλου τυχαία ο μουσικός επαναφέρει ως leitmotif στις εξομολογήσεις του την εφιαλτική εικόνα της κίνησης σε μια γη σπαρμένη με τεφροδόχους, η οποία εμποδίζει το πέρασμα, τη μετάβαση μέσα από μια πόρτα που οδηγεί σε κάτι διαφορετικό. Κι αν δείχνει να κατέχει το κλειδί, η πόρτα αυτή αρνείται να ανοίξει, ακόμα και για χάρη ενός ανθρώπου που η μουσική του γκρέμισε, εδώ κάτω στη Γη, τα τείχη της Ιεριχούς.
Όσο διάβαζα το διήγημα σκεφτόμουν πόσο δύσκολο θα πρέπει να ήταν για τον Κορτάσαρ να βιογραφεί ουσιαστικά τον εαυτό του. Όντας ο ίδιος καλλιτέχνης ως τα μύχια της ψυχής, να πρέπει να μπει στη θέση του πρωταγωνιστή (του βιογράφου), δηλαδή να αποστασιοποιηθεί με τρόπο σχιζοφρενικό, παρατηρώντας και κρίνοντας από μακριά εκείνο που ο ίδιος ένιωθε ως δημιουργός. Να εξηγεί ουσιαστικά στον εαυτό του (και σε εμάς τους αναγνώστες) τι είναι η δημιουργία, πώς διαφεύγει μόνιμα, τι επιπτώσεις έχει επάνω στο υποκείμενο, όλα εκείνα που καθιστούν τον μεν δημιουργό και τους δε μετέχοντες/ θεατές. Να επιχειρεί να καταγράψει με τρόπο συνεκτικό και κατανοητό το άρρητο, εκείνο που δεν είναι εύκολο να κριθεί, να αξιολογηθεί. Να περιγράψει το πάθος για την τέχνη, αυτό που ο ίδιος ο Κορτάσαρ, δι’ αντιπροσώπου, βίωνε συνεχώς με την ίδια ένταση και βάθος.
Επιπλέον, να μιλήσει για έναν μουσικό, σύμφωνα με τα λόγια του βιογράφου του, μέτριας νοημοσύνης (το ίδιο υποστήριζε για τον εαυτό του ο συγγραφέας), ο οποίος σκόρπιζε ασυλλόγιστα το περίσσευμα του ταλέντου στους ανέμους του χρόνου, δίχως να σκεφτεί στιγμή τόσο το εκτόπισμα στους συγκαιρινούς του όσο και τη διαχρονικότητα του εστεμμένου μεγαλείου του. Κι ο συγγραφέας να έχει πλήρη επίγνωση ότι εκείνο που παρατίθεται, εκείνο που βιογραφείται δεν θα είναι ποτέ το αρμόζον – θα αποτελεί μόνιμα και ατελέσφορα την αναπαράστασή του, το ταπεινό μετείκασμά του, ποτέ το πρωτότυπο. Και στη συνέχεια να επιχειρεί να αποτυπώσει μία ακόμα τραγική διάσταση: εκείνη του κενού μεταξύ των συντεταγμένων λέξεων και του αληθινού πλήρους βιώματος – της καλλιτεχνικής έκφρασης αυτούσιας (όπως στη σκηνή όπου ο μουσικός ως άλλος Ανταίος πατά με γυμνά πόδια στο πάτωμα όσο παίζει μουσική, αντλώντας πηγαία έμπνευση) και της έμμεσης πρόσληψής της από εκείνους που στέκονται στην ουρά με το αντίτυπο του βιβλίου ή με το εισιτήριο της συναυλίας για να μετάσχουν της καλλιτεχνικής χάριτος.
Ολοκληρώνοντας, θυμήθηκα ένα απόσπασμα από τα «Μαθήματα λογοτεχνίας» του Κορτάσαρ (υπήρξαν το έναυσμα της ανάρτησης αυτής), σύμφωνα με τον οποίο το διήγημα στις μέγιστες στιγμές του έχει σχήμα σφαίρας, κάτι αύταρκες και ολοκληρωμένο, όπου τίποτα πρόσθετο δεν απαιτείται, αλλά και τίποτα δεν περισσεύει. Κι ο «Κυνηγός» είναι μια σφαίρα μαγική που περιέχει όση ομορφιά, όση μαγεία, όση φαντασία και ρεαλισμό χρειάζεται. Κι αν ο μυθιστορηματικός Κυνηγός δεν θέλησε ποτέ να βρει καταφύγιο, βαδίζοντας ένδοξα «κάτω από τα πυρά του χρόνου», ο συγγραφέας παραδίδει λάθρα σε εμάς το κλειδί που ανοίγει την πόρτα για ένα μυστικό μέρος, όπου ο Τσάρλι Πάρκερ, εν μέσω αναθυμιάσεων καπνού και αλκοόλ, παίζει μαγευτικά το σαξόφωνό του, με τον Κορτάσαρ ανάμεσα στο κοινό να τον επευφημεί.