Ξέρουμε ότι ο χρόνος είναι ανθρώπινη επινόηση. Τον προσδιορίζουμε όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Εν συνεχεία τον οριοθετούμε και τον περιγράφουμε, τον καταμετρούμε και αφού τον αναγορεύουμε σε πανταχού παρούσα αρχή, τον προσκυνάμε ως Θεό. Ίσως τον μόνο Θεό που έχει απόλυτη εξουσία επάνω μας.

Και αν η φύση του παραμένει κάτι που μας ξεπερνά, είναι η διάρκειά του που χρησιμοθηρικά μας απασχολεί, σε καθημερινή σχεδόν βάση. Και εντός της, επιχειρούμε να εντάξουμε το σύνολο της ζωής μας, από την κούνια στον τάφο.
Αλλά και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό, καθώς εμφανίζονται συνεχώς ποιοτικά κριτήρια, τα οποία διασπούν εκ νέου την υποτιθέμενη ενότητα του Χρόνου: πώς να μετρηθεί μια ημέρα στη δουλειά και πώς η γέννηση ενός παιδιού, πώς η αρμονική συμβίωση σε ένα ειρηνικό οικογενειακό πλαίσιο και πώς η ερωτική πανδαισία που διαρκεί λίγο μεν, αλλά ανατρέπει για πάντα την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας;
Ο ρεαλιστής χαρακτήρας, ως γνήσιο μυρμήγκι, θα προσπαθήσει να σύρει στην ταπεινή φωλίτσα του όσο περισσότερο χρόνο μπορεί, προτάσσοντας την ποσότητα. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι στη μεγάλη διάρκεια μπορεί κάλλιστα να εμφιλοχωρήσουν και ποιοτικά χαρακτηριστικά, κάτι που δεν δύναται να συμβεί εφόσον ο χρόνος αποδειχθεί ελλιπής σε ποσότητα. Πρόκειται για το παραδοσιακό επιχείρημα εκείνων που θα παραμείνουν για όσο διαρκεί η ζωή τους σκλάβοι του «εν πολλώ», υποτάσσοντας το «ευ» και το καθετί ξεχωριστό και ειδικό στο γενικό και χρηστικό. Τα όποια ψήγματα ποιότητας περάσουν από μπροστά, δύσκολα θα κατανοηθούν, απλά θα αγνοηθούν.
Η άλλη κατηγορία, στην οποία συνήθως ανήκουν οι πιο καλλιτεχνικές φύσεις, ως γνήσιοι τζίτζικες θα αγνοήσουν την ποσότητα για χάρη της ποιότητας. Η έκταση σπάνια έχει σημασία, το βάθος της εμπειρίας όμως έχει τεράστια. Ακόμα κι αν προϋπόθεση είναι η μικρότερη διάρκεια, ο τζίτζικας είναι έτοιμος ορμέμφυτα, ίσως υποσυνείδητα, να την προτάξει. Είναι ικανός να ανατινάξει όλες τις γέφυρες για χάρη του έρωτα, να καταστρέψει τις όποιες επαγγελματικές του προοπτικές για ένα Χατζ στα άγια χώματα της Τέχνης, να περάσει τα έσχατα χρόνια της ζωής του μοναχικά, προκειμένου να μην εγκλωβιστεί στον ασφυκτικό κλοιό της οικογενειακής θαλπωρής κ.ο.κ. Στην περίπτωση αυτή η διάρκεια δεν μετριέται με τον ίδιο τρόπο, καθώς ο χαρακτήρας αυτός τη βιώνει ως ποιοτικό και όχι ως ποσοτικό χαρακτηριστικό.
Διόλου τυχαία θεωρεί ότι έχει ζήσει πιο ολοκληρωμένα («οι νύχτες μου πιο όμορφες από τις μέρες σας») από τον ρεαλιστή, καθώς βιώνει διασταλτικά τον χρόνο, τραβώντας τις στιγμές στο έπακρο, σε αντίθεση με το άλλον που προσπερνά εκτικά το «δος ημίν σήμερον» για χάρη ενός μέλλοντος που θα τον ανταμείψει με μακροζωία για τη σώφρονα διαχείριση χρόνου.
Προφανώς κι εδώ το σχήμα δεν λειτουργεί απαραιτήτως διαζευκτικά. Οι μεν και οι δε συχνά αλληλοπεριχωρούνται – του ενός η θερμή πνοή ίσως σταδιακά παγώσει, όσο του άλλου οι στάχτες αναζωπυρωθούν και ο φοίνικας του χρόνου ανοίξει ξανά τα φτερά του.
Φυσικά, ανεξαρτήτως πώς βιώνεται εσωτερικά ή μετριέται αντικειμενικά, ο χρόνος προσπερνά τους μεν και τους δε, καταπίνοντας αμείλικτα άπαντες. Ως προς αυτό τουλάχιστον θα συμφωνήσουν αμφότεροι.