Αλίμονο σ’ εκείνον που φλέγεται εσωτερικά και έχει επιλέξει -για πληθώρα λόγων- να μην βγει στον φωταγωγό ουρλιάζοντας τον πόνο ή το όνειδός του. Το ψύχραιμο ερμηνεύεται ως ψυχρό, η απουσία εκδήλωσης απανθρωποποιείται και μόνο οι ενοχές απομένουν παραστάτες.
Οι άλλοι κωφεύουν, καθώς -εθισμένοι στις κραυγές- αδυνατούν να συγκινηθούν από τη φωνή που κινείται κάτω από το όριο της ηχητικής τους αντίληψης. Λες και τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι θέμα έντασης. Λες και ό,τι δεν βάφεται πορφυρό, ό,τι δεν εξαγγέλλεται με στεντόρεια φωνή, ό,τι δεν αυτοκτονεί ένδοξα σε ένα εορταστικό auto-da-fé, οφείλει να βιώνεται ταπεινά στους πρόποδες του όρους κι όχι στην κορυφή του.
Αλλά η ένταση, η άλλη, είναι εκεί, παρούσα, απλά δεν ποδοκροτεί. Δεν φοράει τα λούσα της για να βγει στο παζάρι, εκεί που θα τη θαυμάσουν για το κάλλος της. Δεν διαπομπεύεται σε τρίτους, δεν αναζητά κοινό που θα τη λυπηθεί επειδή ρίχνεται στα πόδια τους αναζητώντας έλεος και λέξεις παρηγοριάς. Δεν αναζητά εκδίκηση, δεν στρέφεται ενάντια σε αληθινούς και φανταστικούς εχθρούς, δεν καταφεύγει μόνιμα στην ανευθυνότητά της.
Αντ’ αυτού επιλέγει τη μοναχικότητα, όχι γιατί αισθάνεται αθώα και άσπιλη, αλλά ακριβώς γιατί βιώνει τα λάθη της και τη μετάνοιά της ως κάτι προσωπικό. Δεν προσδοκά ανάσταση νεκρών και ουδεμία του μέλλοντος ζωή.
Εν τέλει, γνωρίζει πως ό,τι έμεινε πίσω χάθηκε για πάντα. Κι εκείνο που έπεται, φαντάζει ακόμα μακρινό.