«Διασκεδάζω σημαίνει λέω ναι, είμαι σύμφωνος. Αυτό είναι δυνατό όταν το άτομο απομονώσει τη διασκέδαση από το σύνολο της κοινωνικής διαδικασίας, όταν την αποκτηνώσει θυσιάζοντας εξαρχής την αξίωση που έχει κάθε έργο, ακόμα και το πιο ασήμαντο, να αντανακλά μέσα στα όριά του το όλο. Κατά βάθος η διασκέδαση είναι μια μορφή αδυναμίας. Δεν είναι, όπως λένε, μια φυγή από τη θλιβερή πραγματικότητα. Αντίθετα είναι μια φυγή από την τελευταία θέληση για αντίσταση.»
Μαξ Χορκχάιμερ

Αυτό που θίγει εδώ ο συνιδρυτής του Ινστιτούτου, με εκείνο τον απαράμιλλο συνδυασμό ανορθόδοξου μαρξισμού και ακραίου ελιτισμού -που φαντάζει ακόμα πιο ακραίος στην εποχή της ασημαντότητας- είναι, θεωρώ, το εξής:
Ξεκινάει από το γεγονός ότι το έργο τέχνης («ακόμα και το πιο ασήμαντο») εμπεριέχει εντός του την ανθρώπινη εμπειρία εν συνόλω – με μια ελάχιστη παραχώρηση: «μέσα στα όριά του». Διότι το έργο όπως και ο καλλιτέχνης έχουν όρια, είναι πεπερασμένοι, ως εκ τούτου υπόκεινται σε περιορισμούς που ενίοτε δεν δύνανται να ξεπεράσουν. Αυτό όμως είναι το όριο του καλλιτέχνη και του έργου του. Δηλαδή του δημιουργού.
Η αιτίαση όμως του Χορκχάιμερ δεν απευθύνεται σ’ αυτόν, αλλά στον μετέχοντα της τέχνης, στο άτομο που «διασκεδάζει». Ετούτος δεν δύναται να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αδυνατεί να προσεγγίσει το έργο ως ενεργητικό υποκείμενο, παρά ως παθητικός δέκτης, οπότε το όλο του έργου (εφόσον υφίσταται) του διαφεύγει. Ως προς αυτό είναι απόλυτα υπεύθυνος, καθότι η προσέγγισή του είναι εξαρχής εσφαλμένη και αλυσιτελής. Γιατί όμως;
Έχει σημασία εδώ να υπενθυμίσω τον, κατά το Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης, διττό χαρακτήρα της κουλτούρας. Με λίγα λόγια, σε όλα τα έργα τέχνης ενυπάρχουν στοιχεία κατάφασης και άρνησης της κοινωνικής δομής, οπότε η κουλτούρα εμπεριέχει ταυτόχρονα και διαλεκτικά την απόρριψη και την επιβεβαίωση του υπάρχοντος. Το έργο προβάλει την εικόνα ενός διαφορετικού κόσμου, πραγματώνοντας ιδανικά όπως η ελευθερία και η ευτυχία (ο αρνητικός χαρακτήρας της τέχνης).
Εκεί ακριβώς στηρίζεται η εισαγωγική πρόταση «Διασκεδάζω σημαίνει λέω ναι, είμαι σύμφωνος». Ο Χορκχάιμερ θεωρεί ότι το άτομο μένει πάντα στην κατάφαση του υπάρχοντος και ποτέ στην απόρριψη, η οποία είναι εκείνη τελικά η οποία καθιστά το έργο τέχνης αυθεντικό, ομοίως και τον μετέχοντα. Η συνέπεια είναι πως ο καταναλωτής τέχνης ή άλλων θεαματικών προϊόντων στέκεται πάντα στο όριο, στην επίστρωση, επιδερμικά, προκειμένου να «διασκεδάσει», να «ξεφύγει», να «περάσει καλά». Αυτό που επιτυγχάνει είναι να διαχωρίζει εσωτερικά τη διασκέδασή του από τον κριτικό ρόλο της τέχνης, όσον αφορά το υπάρχον. Η έντονα φορτισμένη λέξη «αποκτηνώνοντας» δηλώνει εμφατικά τη θέση του φιλοσόφου. Στην ίδια λογική, η διασκέδαση θεωρείται «αδυναμία» του υποκειμένου, όπως και η ανάγκη του για «φυγή από την πραγματικότητα».
Συγγνωστή η ανάγκη αυτή για τους περισσότερους από εμάς, οι οποίοι αναζητούμε στα προϊόντα της τέχνης προσωρινή ανάπαυλα από τις συνεχείς αψιμαχίες με την γκρίζα πραγματικότητα στον δεδομένο καταμερισμό εργασίας. Όχι όμως για έναν φιλόσοφο του βεληνεκούς τού Χορκχάιμερ. Σ’ αυτή τη φυγή, εκείνος διακρίνει την παραχώρηση του τελευταίου προπυργίου αντίστασης – έστω της ανυπαρξίας θέλησης σύγκρουσης με το υπάρχον, προς αναζήτηση εκείνου του διαρκούς ονείρου για ελευθερία, την οποία προφανώς δεν συγχέει με την κατά Καστοριάδη «αποσπασματική και ανολοκλήρωτη» εντός της εμπορευματικής κοινωνίας.
Είναι σαφές ότι για εμάς τους κοινούς θνητούς, οι παραινέσεις και οι αφορισμοί του πεφωτισμένου καθηγητή φαντάζουν υπερβολικές, κατάλοιπα ίσως μιας άλλης εποχής. Έχοντας παραδώσει εκούσια και ανεπαισθήτως τα τελευταία υπολείμματα αξιοπρέπειας (ήτοι, θέλησης για αντίσταση) έχουμε αποδεχτεί τον ρόλο του κομπάρσου στην ίδια μας τη ζωή. Και η τέχνη παραμένει το ιδανικό ναρκωτικό μας, εκείνο που μας θάλπει, λειτουργώντας «ως προσωρινός επίδεσμος σε μια μόνιμη πληγή».