1η δημοσίευση Book Press
Η έννοια του νόστου έχει διαποτίσει με την επαναληπτικότητά της τόσο τον ποιητικό όσο και τον πεζό λόγο από τον καιρό του Ομήρου και μετέπειτα. Ο ήρωας που επιστρέφει μετά από καιρό και βάσανα στον γενέθλιο τόπο είναι ένα τραγικό πρόσωπο. Η επιστροφή του στηρίζεται σε δύο πυλώνες: εκείνον της προσωπικότητας και τον άλλο του τόπου. Το υποκείμενο που έφυγε δεν είναι ποτέ ίδιο με αυτό που επιστρέφει. Αλλά το αυτό ισχύει και για τον τόπο: εκείνος στον οποίο ο πρωταγωνιστής επιστρέφει διόλου δεν μοιάζει με αυτόν από τον οποίο αποχώρησε. Πρόσωπο και χώρος έχουν αλλάξει, το καθένα με τον δικό του τρόπο και ένταση. Και μεταξύ των δύο, το «κινούν αίτιο», η δαμόκλειος σπάθη του χρόνου. Διότι τελικά ο χρόνος είναι εκείνος που επέφερε τις αλλαγές τόσον στον άνθρωπο όσο και στον χώρο. Άρα, η επιστροφή είναι ο χρόνος και όσα περικλείονται σ’ αυτόν και στο πέρασμά του.

Ο ήρωας που επιστρέφει, έχει ταξιδέψει στον χρόνο, κυρίως, και δευτερευόντως στον χώρο. Ο χώρος που κάλυψε φεύγοντας και επιστρέφοντας είναι συγκριτικά μικρότερης σημασίας από τον χρόνο που πέρασε στο μεσοδιάστημα. Προφανώς δεν μπορούν να τεθούν ποιοτικά κριτήρια σύγκρισης, αλλά το άχθος του ενός είναι ξεκάθαρα μεγαλύτερο από του άλλου, αποδεικνύοντας τελικά ότι το ταξίδι εντός του πεπερασμένου χρονικού μας ορίζοντα είναι το σημαντικότερο όλων. Κι αυτό είναι που προσδίδει στα έργα του νόστου την αξία και το μεγαλείο τους, καθώς τελικά τοποθετούν τον άνθρωπο ενάντια στον βασικό του αντίπαλο : τον Χρόνο. Κι όλα από εκεί πηγάζουν κι όλα εκεί καταλήγουν.
Η «Επιστροφή του Φίλιπ Λατίνοβιτς» του Κροάτη συγγραφέα Μ. Κριλέζα αναφέρεται στην επάνοδο του πρωταγωνιστή στον τόπο καταγωγής του στην πεδιάδα της Παννονίας στην Κροατία όπου μένει η μητέρα του, μετά από 23 χρόνια απουσίας. Η βίαιη αποκόλλησή του από την εστία, έλαβε χώρα κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες. Έχοντας καταχραστεί οικογενειακά χρήματα προκειμένου να απολαύσει την παρέα μιας πόρνης, εκδιώκεται ψυχρά από τη μητέρα για να ακολουθήσει τον δρόμο του. Πλέον, επιτυχημένος εμπορικά ζωγράφος επιστρέφει από το Λονδίνο στο Κοστάνιεβετς.
Η μετακίνηση στον χώρο συντελείται μέσω της επιστροφής από την πόλη στην επαρχία. Το πρώτο δίπολο του έργου κάνει την εμφάνισή του: πόλη/ χωριό. Τι είναι η πόλη για τον ζωγράφο και διανοούμενο Φίλιπ; Πολλά μαζί. Από τη μία, ο τόπος της ωριμότητας, εκείνος που δέχτηκε στην αγκαλιά του τον νεαρό φυγάδα για να τον μετατρέψει σε ώριμο καλλιτέχνη, έναν ενήλικο άνθρωπο. Από την άλλη, ένας χώρος που συσσωρεύονται μαζικά άνθρωποι, τους οποίους ο συγγραφέας περιγράφει άκρως σωματικά, με μισάνθρωπη οπτική. Ένας εσμός εκκρίσεων, λειτουργιών, με ζωώδη χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, ο θόρυβος της πόλης παρεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο οπτικοποιεί μέσω της ζωγραφικής φόρμας την πραγματικότητα, καθιστώντας την τέχνη του άσφαιρη και γλίσχρα. Η καλλιτεχνική του πορεία βρίσκεται σε στασιμότητα, όπως και η ζωή του.
Απ’ αυτή την πόλη διαφεύγει ο ήρωάς για να επιστρέψει στην υποτιθέμενη αγνή αγκάλη του χωριού που τον ανέθρεψε. Η ένωσή του με τον φυσικό χώρο έχει σε αρχικό επίπεδο ευεργετικές ιδιότητες, καθώς αναζωογονεί την επαφή του με τα χρώματα και τη ζωγραφική. Ο συγγραφέας όταν δεν φιλοσοφεί, επιλέγει να ζωγραφίσει με λέξεις την ψυχολογική κατάσταση του ήρωά του, τοποθετώντας τον στο κάδρο και γύρω του να απαθανατίσει ανθρώπους, ζώα και τοπία. Είναι εκεί, στο επαρχιακό τοπίο, στην περιοχή της Παννονίας, όπου επιχειρείται ένας δευτερεύον αλλά εξίσου σημαντικός δεσμός: εκείνος του ατόμου με την ιστορία, της σύζευξης του ατομικού με το συλλογικό. Εικόνες του ηρωικού παρελθόντος της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας, με έφιππους στρατιώτες να διασχίζουν σε ονειρική κατάσταση τους δρόμους του Κοστάνιεβετς συνυφαίνονται με την τρέχουσα μεταπολεμική κατάσταση (έχει προηγηθεί ο Α’ Π.Π.).
Ταυτόχρονα, όσο ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να αποτινάξει το πρόσφατο παρλεθόν στην πόλη, εμβαπτιζόμενος στο βαθύ παρελθόν της ανήλικης ζωής του, διαλογίζεται: για τη σχέση του διανοούμενου/ ζωγράφου και της τέχνης με τον απλό και συνήθως αγράμματο άνθρωπο της επαρχίας των αρχών του 20ού αιώνα. Αλλά και για το ανέφικτο, το ατελέσφορο τελικά της ζωγραφικής αναπαράστασης, μιας τέχνης μονομερούς κατά τον συγγραφέα, καθότι της λείπουν βασικά στοιχεία που συγκροτούν το ολοκληρωμένο βίωμα, όπως οι ήχοι και οι μυρωδιές.
Διεσπαρμένοι στο βιβλίο βρίσκονται και πιο προσωπικοί στοχασμοί σχετικά με την ψυχολογική διαμόρφωση του νεαρού Φίλιπ σε σχέση με τη μητρική ψυχρότητα/ στοργή. Αναπόφευκτα επανέρχεται και το γεγονός που οδήγησε στον αποχωρισμό του, δηλαδή η σκηνή της σεξουαλικής αφύπνισης στον οίκο ανοχής όπου καταλήγει σε φιάσκο. Η εγγραφή του τραύματος στο υποσυνείδητό του με την εικόνα μιας πλαδαρής κοιλιάς («σάπια σάρκα»), υποδηλώνει την τραυματική εμπειρία, την αποτυχία, την απώλεια της αθωότητας που δεν έτυχε ομαλής μετάβασης στην ώριμη συνεύρεση, αλλά καθηλώθηκε δια παντός σε ένα πρωτόλειο στάδιο, με αρνητικά αποτελέσματα στη συναισθηματική ζωή του ήρωα.
Και την αρχική αισιοδοξία του νόστου (διπλής επιστροφής σε χώρο και χρόνο) διαδέχεται σταδιακά εκ νέου η στασιμότητα και η απογοήτευση, όπως θα ήταν λογικό. «Άνδρες γαρ πόλις» έλεγε σοφά ο Θουκυδίδης και οι άνθρωποι εκεί δεν είναι καλύτεροι από αλλού, οι θνητοί του παρόντος δεν είναι καλύτεροι από εκείνους του παρελθόντος. Οι προεστοί της πόλης με τους οποίους έρχεται σε επαφή, περιγράφονται με τα γκρίζα χρώματα της πλήξης από τον συγγραφέα, με τον Φίλιπ να κινείται ως παρατηρητής/ φάντασμα μεταξύ τους, αρκούμενος σε επιφανειακές επαφές. Ο ήρωας παραμένει αποσυνάγωγος, κινούμενος φασματικά, ωσεί παρών, αναζητώντας στον βιωμένο χρόνο του τον άλλον, τον χαμένο του παρελθόντος του. Όμως και ετούτη η ψευδαίσθηση πολύ γρήγορα θα ξεφτίσει.
Στο άλλο ανοιχτό πεδίο, τη σχέση με τη μητέρα του, η κατάσταση θα παραμείνει αρχικά εν αμφιβόλω, και στη συνέχεια ολοένα και πιο άστατη, με προσπάθειες προσέγγισης που καταλήγουν στο κενό. Ενδεικτική η σκηνή όπου ο γιός καλείται να ζωγραφίσει το πορτρέτο της μητέρας του. Η αρχική συγκίνηση της ρεαλιστικής αναπαράστασης που βρίσκει σύμφωνη την απεικονιζόμενη, διαδέχεται η αμηχανία και η οργή όταν ο ζωγράφος περνάει στη διαδικασία της αφαίρεσης, αποδομώντας το πρόσωπο/ προσωπείο της μητρικής φιγούρας. Το αποτέλεσμα τρομάζει τη γυναίκα με συνέπεια το σχέδιο να εγκαταλειφθεί πρόωρα, αναδεικνύοντας το χάσμα οπτικής και κοσμοθεωρίας μεταξύ του γεννήτορα και του τέκνου, το οποίο φυσικά δεν αποκαθίσταται ποτέ.
Κι αν η ευκταία ζεύξη με το παρελθόν χειμάζει και παροπλίζεται σε όλες τις εκφάνσεις της, το παρόν εισβάλει εορταστικά με τη μορφή θηλυκής παρουσίας. Μοναδική ελπίδα ωριμότητας και σανίδα σωτηρίας αποτελεί η γυναίκα με το όνομα Ξένια Ράνταγι, η οποία είναι η ταμίας σε τοπικό καπηλειό. Φυσικά κι αυτή έχει βεβαρυμμένο παρελθόν, αποτυχημένους γάμους, οικονομικές ατασθαλίες, τίποτα που να παραπέμπει σε ηθική υπόληψη. Εντούτοις, και γι’ αυτούς τους λόγους φαντάζει επιθυμητή και ποθητή από το αντρικό κοινό και τον Φίλιπ, ο οποίος θα επιχειρήσει να σχετιστεί μαζί της. Ταυτόχρονα εμφανίζεται και άντρας/ αντίπαλος/ αντεραστής, ονόματι Σεργκέι Κιριάλες, Ρώσσος ελληνικής καταγωγής. Ετούτος αντιπαρατίθεται σε όλα τα επίπεδα στον πρωταγωνιστή μας, ερίζοντας για την καρδιά της Ξένιας. Συγκρούεται στο θέμα της τέχνης, σε θέματα επιστήμης, δημιουργίας και έμπνευσης, αλλά και ως αρσενικό. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι η παρουσία του Κιριάλες και οι μεταξύ τους διάλογοι παραπέμπουν στο «Μαγικό Βουνό» του Τ. Μαν και στην καθηλωτική σύγκρουση Νάφτα και Σετεμπρίνι με τον Φίλιπ να είναι ταυτόχρονα ο Χ. Κάστορπ. Προφανώς οι σελίδες αυτές δεν είναι της ίδιας έκτασης και λογοτεχνικής σημασίας, πλην όμως προσδίδουν στο κείμενο βάθος και ενδιαφέρον, καθώς διακόπτουν την σχετικά υποτυπώδη και μάλλον προβλέψιμη πλοκή του βιβλίου από τη μέση και κάτω.
Η παρουσία της ερωμένης (δικής του και άλλων αντρών) αλλά κι εκείνη του ανταγωνιστή λειτουργεί κατευναστικά σε αρχικό επίπεδο για τον Φίλιπ που βλέπει ταυτόχρονα να αναγεννιέται το ερωτικό ομού με το καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον (ζωγραφίζει ξανά σε σταθερή βάση). Από την άλλη, ετούτο το ευχάριστο μεσοδιάστημα αποδεικνύεται εξαιρετικά βραχύ, καθώς αφενός ο Κιριάλες κατισχύει πνευματικά, δυναμιτίζοντας ταυτόχρονα την αυτοεκτίμησή τους ως ζωγράφου, αφετέρου η Ξένια μοιράζει ταυτόχρονα τον έρωτά της και την περιφρόνησή με μια ανεμελιά που φέρνει την εντροπία στην ψυχή του πρωταγωνιστή. Αίφνης, ο χώρος, η πόλη καταγωγής μετατρέπεται σε παγίδα, σε έλος, του οποίου τα θολά νερά επιχειρεί να διασχίσει αλώβητος ψυχολογικά. Τα ερείσματα έχουν αρχίσει πλέον να εξαφανίζονται, να αποδεικνύονται ανεπαρκή, ακόμα και εκείνο το έσχατο, του έρωτα. Συν τοις άλλοις, κάνει την εμφάνισή της και η βία με τη μορφή παράξενων φόνων, αλλά και μιας πιθανής και αδιευκρίνιστης αυτοκτονίας: εκείνης του ανταγωνιστή του Κιριάλες, ο οποίος βρίσκει το τέλος του κάτω κάτω από τους τροχούς ενός τραίνου, όπως ακριβώς είχε προείπει σε μια από τις θερμές συνομιλίες που είχε με τον Φίλιπ στο καπηλειό του χωριού. Το τέλος του βιβλίου θα έρθει με έναν ακόμα φόνο, διαλύοντας δια παντός οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ειρήνης και ψυχικής γαλήνης του πρωταγωνιστή.
Μολονότι ένας πιο επιφυλακτικός αναγνώστης θα προτιμούσε ένα λιγότερο απότομο τέλος και μια υπόθεση που θα εξελισσόταν πιο ομαλά σε έκταση και βάθος, δεν είναι δύσκολο να αντιπαρέλθουμε τις δίκαιες αυτές επιφυλάξεις. Σίγουρα ο Κριλέζα έχει συγκεκριμένες λογοτεχνικές επιρροές στις οποίες αποδίδει τα δέοντα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού, ομνύοντας στο όραμα του μοντερνισμού, κυρίαρχο την εποχή εκείνη. Η πιο χαλαρή πλοκή, τα χρονικά περάσματα, η ελλιπής συνεκτικότητα σε σημεία, η διακοπή της γραμμικής αφήγησης και η παράθεση φιλοσοφικών στοχασμών που εντάσσονται στη ροή, ενυπάρχουν στο έργο αυτό που θεωρείται το αριστούργημα του Κροάτη συγγραφέα (έχοντας αποδοθεί εξαιρετικά από την Ισμήνη Ραντούλοβιτς). Θα έλεγα ότι το δυνατό σημείο αυτού του μυθιστορήματος είναι ακριβώς αυτές οι εμβόλιμες σκέψεις συγγραφικής…αδολεσχίας όπου ο συγγραφέας αφήνει στην άκρη τις απαιτήσεις της πλοκής για να ασχοληθεί με τις παραφυάδες των στοχασμών του. Ο αναγνώστης θα απολαύσει εντυπωσιακής πυκνότητας σκέψεις περί τέχνης, ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά και κοινωνικο-πολιτικού περιεχομένου. Διόλου τυχαία ο πρωταγωνιστής Φίλιπ είναι ζωγράφος. Ο συγγραφέας ζωγραφίζει σε κάθε ευκαιρία τη γλώσσα του, τη σκηνοθετεί ως εικόνα, σε σημεία με τέτοια μαεστρία που αφήνει άναυδο τον αναγνώστη με την εικονοπλαστική του ικανότητα. Και εκεί εδράζεται, κατά την άποψή μου, η δύναμη και η αντοχή στον χρόνο αυτού του βιβλίου.
Τελικά ο συγγραφέας, μέσω του πρωταγωνιστή του, συγκρούστηκε, όπως είπα και στην αρχή, με τον μόνο άξιου λόγου αντίπαλο – τον χρόνο. Και το παράδοξο είναι το εξής: ο μεν πρωταγωνιστής έχασε κατά κράτος τη μάχη, καθώς η επιστροφή του στον χώρο του παρελθόντος του όχι μόνο δεν τον επανένωσε με εκείνα που αναπόφευκτα απώλεσε μέσω της αποκοπής του από τον γενέθλιο τόπο (και τον ομφάλιο λώρο που τον συνέδεε με τη μητέρα του), αλλά του στέρησε τη μοναδική του προσδοκία ολοκλήρωσης και ειρήνευσης με το παρόν του. Ο δε συγγραφέας πέτυχε να κερδίσει το στοίχημα του χρόνου, βασιζόμενος σε έναν ήρωα του οποίου τον νόστο ναρκοθέτησε ήδη εξαρχής, επιτυγχάνοντας να αποδώσει την αποτυχία του με τρόπο καλλιτεχνικό, καθιστώντας τον βραχύ βίο του τελικά τόσο σπουδαίο και ενδιαφέροντα όσο τα όρια της τέχνης του.