Ο Αντονιόνι, όπως όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες -κατά πώς τα έγραφε κι ο Ραφαηλίδης- ήταν πρώτιστα διανοούμενοι. Το φιλοσοφικό έργο τους ήταν οι ταινίες τους, με τη διαφορά ότι οι σκέψεις τους περικλείονταν και συνυφαίνονταν στις εικόνες τους. Αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα ότι η ταινία θα εμπεριείχε τη σκέψη του σκηνοθέτη υπό μορφή δοκιμίου, όπως σε ένα βιβλίο ή με τη θεατρική μορφή της εκφοράς λόγου. Ο λόγος πάντα «εν αρχή», αλλά στο σινεμά ο λόγος μετουσιώνεται σε εικόνα, και με τη συνεισφορά του αμιγώς λεκτικού κομματιού του σεναρίου εκπέμπεται στον θεατή που τον προσλαμβάνει συμπαγή και συμπυκνωμένο.

Από εκεί και μετά, ο τελευταίος μπορεί απλά να απολαύσει το αποτέλεσμα σε πρώτο επίπεδο ή, στη συνέχεια, να ακολουθήσει την αντίστροφη διαδικασία, αποδομώντας την ταινία, διαχωρίζοντας το οπτικό από το λεκτικό, προκειμένου να οδηγηθεί στη ρίζα της φιλοσοφίας -εφόσον υπάρχει- που εμπερικλείεται στο φιλμ. Διότι, σε αυτού του είδους το σινεμά, κάθε ταινία είναι και μια δήλωση – ακόμα και περισσότερες από μία. Με τη διαφορά ότι δεν προτείνονται έτοιμες στο κοινό, αλλά περνούν μέσα από αυτού του είδους τη διαμεσολάβηση, ήτοι τη γλώσσα της τέχνης.
Ας έλθω όμως στην αιτία της ανάρτησης. «Συχνά για να καταλάβεις, θα πρέπει να ψάξεις στο κενό», μας διδάσκει ο Αντονιόνι. Καταρχάς, για τον καλλιτέχνη ποτέ το κενό δεν είναι όντως κενό, αλλά μια αρχέγονη σούπα από την οποία ανασύρει νοήματα, κυήματα και εικόνες. Το κενό, όπως το εννοεί ο καλλιτέχνης, είναι μια πρόκληση, ένας πηλός που αναμένει να πλαστεί, διακύβευμα δημιουργίας. Η λογική του είναι παντελώς αντίθετη από εκείνη ημών των κοινών θνητών που αναμένουμε την κατανόηση ως έτοιμο σχήμα – ετερόφωτα όντα γαρ. Ο καλλιτέχνης τρέφεται από το κενό, είναι αυτόφωτος, άρα ο ίδιος νοηματοδοτεί -νοηματοδοτούμενος από τους ομοίους του που του παρέδωσαν τη σκυτάλη- αποδίδοντας το πλεόνασμα στους πιστούς, ώστε στη συνέχεια να επιστρέψει στο κενό που τον καλεί να το δαμάσει.
Και η κατανόηση πού έγκειται λοιπόν; Τι είναι εκείνο που πρέπει να κατανοηθεί; Είναι κάποιο βίωμα ή η αφηρημένη του έκφραση; Το ερώτημα θα μπορούσε να είναι εκείνο της ζωής και του νοήματός της (ο χρόνος κι ο θάνατος). Και πού αλλού να βρει κάποιος τις απαντήσεις παρά μόνο στην τέχνη, η οποία βεβαίως αποφεύγει τεχνηέντως και με περισσή πονηριά να τις προσφέρει έτοιμες. Τουναντίον ανακυκλώνει συνεχώς τα ερωτήματα, χρησιμοποιώντας κάθε φορά και κάποια διαφορετική οπτική. Αυτό το έντεχνο μανιπουλάρισμα του κοινού, επομένως, δεν στοχεύει στο κέντρο της κατανόησης, αλλά στην υπεκφυγή. Εκείνο που τελικά εννοεί ο Αντονιόνι, όπως και κάθε Μέγας Μάγιστρος της Τέχνης είναι περιπαικτικό και αυτοαναφορικό: «Εσύ θεατή, δεν θα καταλάβεις τίποτα κοιτάζοντας το κενό. Αυτό είναι δική μου δουλειά, και των ομογάλακτών μου».
Ο ακόλουθος-θεατής θα συνεχίσει να προσέρχεται στην αίθουσα ή στο αναγνωστήριο για να θαυμάσει και να μετάσχει στο δράμα, ελπίζοντας… Ελπίζοντας ότι θα ανακαλύψει κάτι που ο καλλιτέχνης προείδε, διευρύνοντας τον αυτόνομο εαυτό του, απολαμβάνοντας τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η διαστολή της αισθητικής απόλαυσης, η οποία έχει την τάση να επικάθεται ως λεπτή σκόνη στις σκέψεις και να τις χρωματίζει έντονα, έστω και για λίγο.
Όχι, κανείς δεν βγαίνει καλύτερος άνθρωπος από αυτή τη διαδικασία (μεγάλη ψευδαίσθηση). Απλά ελπίζει ότι στιγμιαία, η κατανόηση του καλλιτέχνη θα τον συμπαρασύρει με το άρμα της στο ουράνιο στερέωμα. Τότε ο ταπεινός, ο «εις μικρόν γενναίος», θα έχει τη μια δεύτερη ευκαιρία να σταθεί στα δυο του πόδια. Και αυτή είναι ίσως η μόνη «κατανόηση» που θα επιτύχει ποτέ.