Ο διάφανος μυθιστορηματικός χαρακτήρας κι ο αθέατος αναγνώστης

Ο Ε. Μ. Forster προσέφερε μια ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη απάντηση στο βασανιστικά επανερχόμενο ερώτημα «Γιατί διαβάζουμε;». Υποστήριξε ότι, μεταξύ άλλων λόγων, οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων είναι σχεδόν πάντοτε σε θέα, σε αντίθεση με τους αναγνώστες των οποίων η ζωή είναι αθέατη. Αυτό προσφέρει στους τελευταίους, σε συμβολικό επίπεδο, μια απαράμιλλη εξουσία και ταυτόχρονα ένα τρανταχτό υπαρξιακό αντίβαρο.

Για αρχή, ο αναγνώστης που αποφασίζει να ξεκινήσει την ανάγνωση ενός βιβλίου κατέχει θέση εξουσίας. Επιλέγει αυτό ακριβώς κι όχι το άλλο, αποφασίζει τον χρόνο και τον τόπο ανάγνωσης. Αν δεχτούμε ότι στα χέρια του έχει έναν μικρόκοσμο, προχωρά σε μια καθ’ όλα συμβολική, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, κίνηση, αφαιρώντας πλήρως την εξουσία απ’ τα χέρια του συγγραφέα, ο οποίος κρύβεται στο παρασκήνιο για όσο διαρκεί η ανάγνωση στον συγκεκριμένο χωροχρόνο του μεμονωμένου αναγνώστη. Η εξουσία του συγγραφέα θα επανέλθει μετά το πέρας της ανάγνωσης, οπότε ο υποκειμενικός χρόνος της ανάγνωσης θα υποταχθεί εκ νέου στον αντικειμενικό του κειμένου που διαπερνά τα στρώματα του χρόνου. Για να επιστρέψει εκ νέου στα χέρια του επόμενου αναγνώστη, σε ατέρμονο βρόχο.

Η σχέση εξουσίας που μετατοπίστηκε ελαφρώς με την αποκαθήλωση του πρωτείου του συγγραφέα επάνω στον αναγνώστη, εδραιώνεται με την εξουσία του τελευταίου στους ήρωες. Δεν αναφέρομαι σ’ εκείνη που αφορά τις τύχες των πρωταγωνιστών ή την πορεία του βιβλίου – αυτό το πρωτείο θα ανήκει πάντα στον συγγραφέα που κινεί εξ αποστάσεως χρόνου τα νήματα. Πρόκειται για μια δευτερογενή μορφή εξουσίας, όχι λιγότερο σημαντικής όμως. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης ο αναγνώστης μετατρέπεται στον μοναδικό φύλακα ενός οικοδομήματος «πανοπτικού» τύπου, κατά τα πρότυπα του Bentham. Οι έγκλειστοι είναι οι χαρακτήρες του βιβλίου προφανώς, αφού για τον αναγνώστη όλα είναι διάφανα, διάτρητα, απτά και εξηγήσιμα. Η απεριόριστη ορατότητα σχετικά με τα κίνητρα, τις επιθυμίες, τις πράξεις και τα αποτελέσματά τους είναι ευθέως ανάλογη με το εύρος της αναγνωστικής του επάρκειας και ευαισθησίας. Θα έλεγα ότι ο πλέον επαρκής αναγνώστης είναι κι ο πλέον εξουσιομανής, ο πλέον ηδυπαθής οφθαλμοπόρνος, ο οποίος μπορεί απερίσπαστος να επιδοθεί στην αγαπημένη του ασχολία χωρίς ενοχές. Καθότι δεν είναι μόνο ότι παρατηρεί τα πάντα, αλλά ταυτόχρονα παραμένει κρυμμένος στη σκιά των σελίδων, άγνωστος μεταξύ όλων γνωστών, αποδεχόμενος άπληστα, δίχως να αποδίδει τα οφειλόμενα (παρά μόνο στον συγγραφέα).

Την εξουσία ακολουθεί κατά πόδας η ανακούφιση. Ο αναγνώστης απολαμβάνει κάτι εξίσου σημαντικό, κατά τα λεγόμενα του E.M. Forster, τουτέστιν την ψευδαίσθηση της κατανόησης του κόσμου. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Πίσω από κάθε έργο τέχνης κρύβεται η προσπάθεια απόδοσης νοήματος. Όχι βέβαια εξήγησης του υπάρχοντος που προσφέρει η λεγόμενη ρεαλιστική τέχνη ως αναπαράσταση, αλλά η σημασιοδότηση -μέσω της καλλιτεχνικής φόρμας- των βιωμάτων και η απόδοσή τους με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερβούν το ατομικό και να καταστούν πανανθρώπινη έκφραση. Ο αναγνώστης παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον συγγραφέα κι όσο διαρκεί η ανάγνωση γίνεται κάτοχος του μυστικού της ύπαρξης. Αίφνης, τα πάντα βγάζουν νόημα, ο κόσμος αποκτά υπόσταση, η μονοχρωμία του απέξω κόσμου βάφεται πολύχρωμη και το παράλογο που συνιστά την καθημερινότητά μας μετουσιώνεται σε κάτι έλλογο, απτό, εξηγήσιμο. Μόνο εντός της τέχνης η κλασική και αμφιλεγόμενη θέση του Χέγκελ έρχεται στη σωστή της διάσταση («Ό,τι είναι πραγματικό είναι λογικό – και ό,τι είναι λογικό είναι πραγματικό»).

Κατά δεύτερον, γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος νοηματοδοτεί την ύπαρξή του μέσω πολλών τρόπων (η αναπαραγωγή και η συλλογική δράση μεταξύ άλλων), αλλά ως αναγνώστης ή καταναλωτής τέχνης μετέχει στην ανθρώπινη κατάσταση σε αμιγώς πνευματικό επίπεδο που δεν προϋποθέτει δράση. Ακόμα και στην περίπτωση καλλιτεχνών όπως ο Μπέκετ, όπου το έργο του δομείται γύρω από την έννοια του παραλόγου, την απουσία εμφανούς νοήματος, εδραιωμένο παράλληλα στη ματαιότητα της ύπαρξης και της ενεργητικής στάσης, ο εγγράμματος αναγνώστης θα βιώσει την ίδια απόλαυση. Καθόλου… παράλογο, μιας κι ο κατά Μπέκετ κόσμος είναι ένα κλειστό μεν, περίτεχνα ολοκληρωμένο οικοσύστημα δε, που ως τέτοιο διαθέτει τη δική του λογική, τα δικά του σύνορα και χάρτη. Οπότε, ο αναγνώστης που έχει επιτυχώς αποκωδικοποιήσει τα κλειδιά του χάρτη και τα συμφραζόμενα, αισθάνεται διπλή ικανοποίηση που μετείχε του παραλόγου. Το σύστημα του Μπέκετ εκ πρώτης φαντάζει άναρχο, ερχόμενο σε ευθεία αντιπαράθεση με την όποια κανονικότητα, πλην όμως εμφορείται και διέπεται από γλωσσικούς κανόνες που περιγράφουν επακριβώς τον οραματισμό του συγγραφέα.

Ακόμα και το παράλογο, συνεπώς, κλίνει ευλαβικά το γόνυ στις εσωτερικές του αναγκαιότητες. Συν τω χρόνω -που μετρά πάντα υπέρ του αναγνώστη και σπανιότερα υπέρ του συγγραφέα- το αυτοθαυμαζόμενο φιλότεχνο κοινό εξοικειώνεται και οικειοποιείται με μεγαλύτερη ευκολία ακόμα και την πλέον ακραιφνή πρωτοπορία που καθίσταται με τη σειρά της κοινό κτήμα (αν όχι κοινοτοπία), αποκομίζοντας αίσθηση πληρότητας και ταυτόχρονα μια καθ’ όλα περιφρονητέα οίηση (όχι όμως πολύ διαφορετική από εκείνη των άλλων θνητών που αναζητούν, μέσω της αναπαραγωγής, την ανακουφιστική σκιά της αιωνιότητας).

Συγκεφαλαιώνοντας, η υψηλή συγγραφική τέχνη φωτίζει με τον προβολέα της τις πτυχές της ύπαρξης (διαφάνεια και εξουσία), προσφέροντας προσωρινή ανακούφιση στο ποίμνιό της, αλλά και νόημα στα ανθρώπινα. Κάτι που μας οδηγεί στο ακροσφαλές καθότι αποφθεγματικό «il n’y a rien hors du texte» του Ντεριντά. Αλλά αυτό αποτελεί έναυσμα για άλλη, μελλοντική ανάρτηση.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s