Ουγγρικό σινεμά ακούμε και χαιρόμαστε. Γιατί άραγε; Αλλά ας μην ξεκινήσω την γκρίνια από τώρα. Θα την αφήσω για μετά. Να παραθέσω τα θετικά πρώτα. Έτσι είναι το πρέπον.

Το «Φυσικό φως» είναι η πρώτη ταινία του Ντένες Νάγκι και όχι, να προλάβω τους φίλους, δεν θα δείτε τίποτα σχετικό με Bela Tar (μεγάλη αγάπη), μολονότι κάποια σημεία μου θύμισαν ελαφρώς τον «Γιο του Σαούλ» του Νέμες. Πολεμική, αλλά όχι αντιπολεμική η ταινία, αν και διαδραματίζεται στο κατεχόμενο τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης κατά τον Β’ Παγκόσμιο, με την κάμερα να ακολουθεί μια ομάδα Ούγγρων στρατιωτών (η χώρα τους συνεργαζόταν με τους Γερμανούς) μέσα από την οπτική του πρωταγωνιστή. Η ταινία ξεκινάει και διατηρεί το ουδέτερο και αποστασιοποιημένο της ύφος ως το τέλος. Κι αν ο εντυπωσιακός ερασιτέχνης πρωταγωνιστής (ζόρικη φάτσα, κάτι μεταξύ von Sydow και… Hugh Laurie) αποφεύγει να κάνει ο ίδιος κακό, αποδέχεται την ύπαρξή του και την παρουσία του, ενώ όταν του δοθεί η ευκαιρία δεν θα την καταγγείλει. Θα διατηρήσει το βλοσυρό του ύφος μπροστά στον θάνατο (των άλλων) και θα παραμείνει πιστός στους συναδέλφους του και τον μοναδικό του φίλο που εμφανίζεται στη μέση της ταινίας. Ακόμα κι όταν αυτός διατάξει μια πράξη που μόνο ως έγκλημα πολέμου μπορεί να θεωρηθεί.
Το ιδιαίτερο στοιχείο της ταινίας θα έλεγα τελικά ότι είναι το….φυσικό της φως. Ξημέρωμα, απόγευμα, νύχτα, βλέπουμε μόνο όσα το φως της φύσης επιτρέπει να δούμε, καθώς τίποτα δεν κινηματογραφείται με πρόσθετο φωτισμό (εξ όσων μπορώ να καταλάβω – δεν είμαι ειδικός). Και είναι αυτό που προσδίδει το όποιο ύφος, άρα και νόημα, στα διαδραματιζόμενα, καθότι είναι σαν να τα βλέπουμε μέσα από την παντελή αδιαφορία της φύσης και όχι του πρωταγωνιστή ανθρώπου που θα μπορούσε να θεωρηθεί η μετουσίωσή της. Η παγερή μάσκα, που είναι το πρόσωπό του, αντανακλά το φυσικό φως και όχι τα συναισθήματά του που παραμένουν βαθιά κρυμμένα εκεί που το…φυσικό φως δεν τα φτάνει.
Τέλος 1ου μέρους πάμε για το 2ο και πιο πικάντικο
Καλά όλα αυτά τα κουλτουριάρικα, αλλά και από το «Φυσικό φως» δεν λείπουν κάποια κλισέ, κοινά στις σινεφίλ παραγωγές. Βέβαια είναι διαφορετικά και πιο έξυπνα καλυμμένα από τα άλλα του εμπορικού σινεμά, ενώ οι σινεφίλ κάνουν συνήθως πως δεν τα βλέπουν καθότι «ταινίαι τέχνης», οπότε πιο επιεικείς προς τον δημιουργό. Για εμένα πάλι οι ταινίες χωρίζονται σε καλές και κακές (σινεφίλ και εμπορικές είναι ταμπέλες και στερεότυπα), οπότε δεν είμαι επιεικής στις προθέσεις κανενός παρά μόνο στο τελικό αποτέλεσμα. Για να δούμε λοιπόν…
Ξεκινάω με το στιλάκι της αποστασιοποίησης, το οποίο θεωρώ ότι κάπου έχει κουράσει. Να μοιραστώ μαζί σας το γιατί και μετά πάω και στο πώς. Αφού είμεθα καλλιτέχναι λοιπόν, έχουμε το προνόμιο να μην πάρουμε θέση γενικώς και ειδικώς. Γιατί η θέση εμπεριέχει συχνότατα στην υλοποίησή της στοιχεία μανιχαϊσμού. Και αυτό είναι ίδιον των εμπορικών ταινιών, όπου το καλό και το κακό είναι απόλυτα διακριτά. Ως πιο ψαγμένοι όμως, ξέρουμε ότι η τέχνη ασχολείται με τις γκρίζες ζώνες, τον ενδιάμεσο μη οριοθετημένο ηθικά χώρο στον οποίον κινούνται οι ανθρώπινες ζωές. Μια χαρά όλα ετούτα («ψηφίζω» αμοραλισμό δεκαετίες τώρα). Αλλά ούτε η λήψη συγκεκριμένης θέσης συνεπάγεται εξ ορισμού κάτι ήσσονος σημασίας αισθητικά (βλέπε το ανυπέρβλητο «Come and see») ούτε η απουσία της το μείζον. Πολλαπλοί παράγοντες, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται κι αυτό, συντελούν στο θεμιτό αποτέλεσμα, αλλά δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ.
Και έρχομαι και στο πώς (η υλοποίηση στην εν λόγω ταινία). Η αποστασιοποίηση του πρωταγωνιστή (και η αδιαφορία της φύσης ομού) έχουν αναδειχθεί κι αυτά σε κλισέ και μανιέρες και τα βλέπουμε πολλά χρόνια τώρα σε πολλαπλές εκδοχές, όχι όλες ενδιαφέρουσες. Φυσικά, όπως προείπα, το τελικό αποτέλεσμα δεν προσδιορίζεται από αυτό αποκλειστικά. Εντούτοις, διέκρινα στην ταινία ελαφρά επιτήδευση, υπερβολή στη χρήση της αποστασιοποίησης. Έχω δε την εντύπωση πως πλέον οι σκηνοθέτες το παρατραβάνε σε έναν ακήρυχτο συναγωνισμό για το ποιος θα αποστασιοποιηθεί περισσότερο, σε όλο και πιο ακραίες καταστάσεις. Μπορεί να είμαι υπερβολικός, αλλά νομίζω ότι καταλάβατε τι εννοώ. Δεν είσαι απαραίτητα απλοϊκός γιατί πήρες κάποια/ όποια θέση ούτε ψαγμένος και διανοούμενος αν περιφέρεις τη… δημιουργική ασάφειά σου ως άποψη και μόνιμη επωδό επί παντός.
Πάμε και στο κερασάκι (και θα ήθελα να μάθω ποιος άλλος το έχει σκεφτεί για να μη νιώθω μοναξιά): Ήτοι, ο μεστός νοήματος διάλογος που λαμβάνει χώρα συνήθως μετά τη μέση προς το τέλος. Περνάνε λοιπόν τα ¾ της ταινίας υπέροχα, ψιθυριστά, σχεδόν βουβά θα έλεγε κανείς, με τους διαλόγους να εξαντλούνται σε στοιχειώδη διαδικαστικά και πρακτικά ζητήματα, καθώς η εικόνα (και πολύ σωστά) «μιλάει» καλύτερα. Και περιμένω, και ξέρω πως θα έρθει η στιγμή. Και έρχεται. Ο πρωταγωνιστής με τον φίλο του κάθονται σε ένα τραπέζι μετά από το σημαντικό συμβάν του εγκλήματος στον στάβλο. Και ενώ ο πρώτος ακούει με προσοχή, ο άλλος βγάζει ένα ολιγόλεπτο λογύδριο συμπυκνωμένο και καλά δομημένο περί ενοχής, εγκλήματος και κάτι άλλο που μου διέφυγε. What the fuck? Αμέσως πάω να πιάσω το remote για να πάω πίσω την ταινία. Το έχω ζήσει άπειρες φορές στο σπίτι, αλλά εδώ είναι σινεμά και δεν γίνεται.
Να μην τα πολυλογώ, πρόκειται για πάγια τακτική των σινεφίλ ταινιών και είναι κάτι αντίστοιχο με το whodunit των άλλων ταινιών (των εμπορικών), μόνο που αντί να έρχεται στο τέλος, τοποθετείται ελαφρώς πιο πίσω. Εκεί που ο ανυποψίαστος θεατής έχει παραδοθεί νωχελικά στους αργούς ρυθμούς της ταινίας, ο σκηνοθέτης τραβάει μια κλοτσιά στην πολυθρόνα του και πετάγεται έντρομος να δει τι έχασε. Διότι εδώ κρύβεται το ΝΟΗΜΑ της ταινίας κι αν το χάσεις αγαπητέ σινεφίλ…άντε γεια!
Γίνομαι ξινός βεβαίως, γιατί υπήρξαν ταινίες όπως το φοβερό εκείνο «Police, Adjective» που δεν γινόταν απολύτως τίποτα (όταν λέμε τίποτα…), αλλά φτάνει η σκηνή του ενώπιος ενωπίω στο γραφείο της αστυνομίας και το μυαλό αναφλέγεται από την έμπνευση. Αλλά τώρα στο «Φυσικό φως», το κλισεδάκι τσίμπησε λίγο, και το όριο μεταξύ τέχνης και δήθεν είναι πολύ-πολύ λεπτούλι. Αμολάς μια βαθυστόχαστη, γενικόλογη παπάτζα, φιλοσοφικής/υπαρξιακής υφής και αφήνεις τον σινεφίλ να ψάχνεται αλλόφρων περί τίνος πρόκειται. Και μέχρι να αποφανθεί, έχει λήξει το θέμα, πέφτουν οι τίτλοι κι έχει φύγει από την αίθουσα έμπλεος δέους, αυτοθαυμαζόμενος και λίγο πιο έξυπνος από τους πλεμπαίους που πιο δίπλα βλέπουν Marvel όπου τους τα ταΐζουν όλα στο πιάτο. Το θέμα είναι ότι για να το παρατηρήσω εγώ που δεν φημίζομαι για την παρατηρητικότητά μου, συμβαίνει πολύ συχνά, πολύ καιρό, σε πολλές ταινίες.
Να ολοκληρώσω όμως: Η ταινία είναι σαφώς αξιόλογη (γιατί έκατσα και έγραψα όλα ετούτα, εκτός από τον προφανή λόγο της γκρίνιας;). Απλά είμαι πιο αυστηρός με τις σινεφίλ ταινίες, (I’ve got culture coming out of my ass, άρα δεν αισθάνομαι ότι χρειάζεται να αποδείξω κάτι), η σοβαροφάνεια του art κοινού διεγείρει τον αντιδραστικό μέσα μου, και, τέλος, αδιαφορώ παντελώς για το τουπέ του όποιου αυτοχρισμένου «οτέρ».