Μπέλφαστ

«Ο δρόμος για τη Σάνγκρι-Λα δεν πέρασε ποτέ απ’ το Μπέλφαστ»

«Πατρίδα μας είναι το παρελθόν μας», αποφαίνεται ο Ναμπόκοφ, και εγώ θα τολμούσα να προσθέσω: «…και οι αναμνήσεις μας είναι τα σύνορά της». Με το «Μπέλφαστ» ο Sir Kenneth Branagh υπογράφει την πιο προσωπική του ταινία για τα σύνορα – εκείνα του τόπου και τα άλλα της μνήμης. Για τα όρια που υπερπηδά κάποιος για να βρεθεί στο σπίτι του, και τα άλλα που η ιστορία ποδοπατά με τη μορφή της εμφύλιας βίας. Επιπλέον, για τα όρια της ηλικίας, τα οποία το παιδί-πρωταγωνιστής της ταινίας, δρασκελίζει σταδιακά, ενόσω γύρω του τα αγαπημένα οικογενειακά του πρόσωπα δίνουν τη δική τους μάχη με τον χρόνο.

Εν αρχή, η παιδική ηλικία του παιδιού πρωταγωνιστή ονόματι Μπάντι στο χτυπημένο από τη βία Μπέλφαστ. Προτεστάντης μεταξύ Καθολικών σε γειτονιά όπου πλειοψηφούν μεν οι τελευταίοι αλλά βρίσκονται στο έλεος των Προτεσταντών της πόλης, βιώνει τις συγκρούσεις μεταξύ των αντίπαλων στρατοπέδων. Ταυτόχρονα ο μικρόκοσμός του, γονείς και παππούδες, ζουν τα δικά τους προσωπικά δράματα καθημερινής επιβίωσης και οικονομικών αδιεξόδων.

Προς τιμή της η ταινία δεν ξεχνάει ποτέ ότι εξελίσσεται μέσω της παιδικής ματιάς. Συχνά η κάμερα «κοιτάζει» προς τα πάνω, ενώ το ασπρόμαυρο φιλμ στο οποίο είναι γυρισμένη (υπέροχη φωτογραφία!) γίνεται έγχρωμο μόνο όταν το παιδί βρίσκεται στο σινεμά (ο Μπράνα στο δικό του «Σινεμά ο Παράδεισος»), παρακολουθώντας με δέος τη μαγική μεγάλη οθόνη, οραματιζόμενος το δικό του λαμπρό μέλλον σ’ αυτήν. Κι αν αυτά τα σκηνοθετικά κόλπα είναι μεν εγνωσμένης αξίας αλλά ίσως φανούν κλισέ, συμπληρώνονται από κάτι πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου: το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης εναλλάσσει με άρτιο τρόπο το κοινωνικό/ ιστορικό με το προσωπικό/ οικογενειακό, ακριβώς όπως θα το βίωνε ένα παιδί. Τουτέστιν, με εκούσια ανάλαφρη σοβαρότητα, ακόμα και όταν η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο και γίνεται βίαιη.

Το παιδί είναι παρών στις σκηνές όπου ο μύθος εξελίσσεται, παρακολουθεί και καταγράφει τα λεγόμενα και τις πράξεις των ενηλίκων. Ο κόσμος που παρατηρεί με γνήσια απορία γύρω του δεν είναι ο πραγματικός, είναι εκείνος ενός παιδιού. Ως εκ τούτου, είναι ξεκάθαρη σκηνοθετική επιλογή το γεγονός ότι οι γονείς είναι ένα όμορφο χολιγουντιανό ζευγάρι που διατηρεί τη λάμψη του εν μέσω των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, μα και οι παππούδες (με τους οποίους διατηρεί στενή επαφή) είναι πνευματώδη και σοφά άτομα, πάντα με τη σωστή συμβουλή.

Ένα ακόμα σημείο ενδιαφέροντος, θεωρώ, είναι εκείνο όπου ο Μπάντι παρακολουθεί γουέστερν στην τηλεόραση, με το ίδιο δέος που διατηρεί και στη σκοτεινή αίθουσα. Μέσα απ’ τα μάτια του βλέπουμε σκηνές από δυο ταινίες να προβάλλονται στη μικρή οθόνη: το «High Noon» και το «The Man Who Shot Liberty Valance» και δεν περιμένει κάποιος από εμένα να στοιχειοθετήσω το πόσο σημαντικές είναι στην ιστορία του κινηματογράφου. Τα επιλεγμένα μάλιστα πλάνα συνδυάζονται ξανά με το παρόν του παιδιού. Αφενός με το γεγονός ότι παρ’ όλες τις δυσκολίες και την εμφύλια διαμάχη, η μητέρα (το βασικό πρόσωπο στην ανατροφή του παιδιού) αποφασίζει αρχικά να παραμείνει στο Μπέλφαστ (όπως παραμένει κι ο μέγας Γκάρι Κούπερ στην πόλη). Αφετέρου, σε μια πανέμορφη σεκάνς όπου απειλείται πλέον ευθέως η ζωή του Μπάντι και της μητέρας, εμφανίζεται ως άλλος Τζων Γουέιν ο πατέρας (ο κύριος «50 αποχρώσεις του Γκρι» Jamie Dornan) και με την αρωγή του μεγαλύτερου αδελφού του τους σώζουν με ευκολία βγαλμένη από τα γουέστερν, υπό τους ήχους μάλιστα μπαλάντας της άγριας Δύσης. Είναι προφανές ότι ετούτη η διάσωση δεν έχει τίποτα ρεαλιστικό, καθώς η παιδική φαντασία ταύτισε το κινηματογραφικό με το ρεαλιστικό, υπενθυμίζοντάς μας τον ρόλο της τέχνης σε σχέση με αυτό που καλούμε πραγματικότητα.

Όχι λοιπόν, επίδοξε πραγματιστή (ξανά μιλά ο Ναμπόκοφ), μην δεις αυτή την ταινία αν θες να μάθεις κάτι για το Μπέλφαστ της εποχής. Αν επιθυμείς κάτι τέτοιο, υπάρχουν πολλά αξιόλογα ντοκιμαντέρ και βιβλία. Η ταινία αυτή, εξεγείρεται ενάντια στο ρεαλιστικό της πλαίσιο, κι αυτή είναι η ομορφιά της. Εκεί που οι άνθρωποι πολεμούν σε λίγο χορεύουν, η βία υφίσταται αλλά είναι αποσταγμένη, η οικονομική απειλή συνεχής αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίσιμη, τα γηρατειά και η αρρώστια υπαρκτά αλλά ταυτόχρονα σοφά και διόλου απωθητικά. Πολύ λογικό, καθότι ο κόσμος της ταινίας είναι εκείνος των αναμνήσεων ενός ενήλικα, είναι οι παιδική του ηλικία, ένας κόσμος αιώνια λαμπερός, όπου την ασχήμια και τη φρίκη την παραμερίζει ο ήρωας μπαμπάς και τα γλυκόλογα της πανταχού παρούσας μαμάς. Είναι επίσης η νοσταλγία, σε όλο της το μεγαλείο. Και όπως γνωρίζουμε η νοσταλγία είναι το αείποτε φίλτρο ωραιοποίησης, ένα αντιστάθμισμα πραγματικότητας, η οπτασία και όχι τα δεδομένα. Με άλλα λόγια, ξανά η τέχνη. Διόλου τυχαία απετέλεσε το ιδανικό καύσιμο για ταινίες και βιβλία, καθώς, σε ευθεία αντίθεση με τη ζωή, η παραμόρφωση είναι εδώ η ουσία και όχι η πιστή αναπαράσταση που προσβάλλει με την ασχήμια της.

Το Μπέλφαστ που βλέπουμε στην ταινία είναι η «Νειλούπολη» (όπως θα πρόφερε ένα παιδί την «Ονειρούπολη» στο «Χωρίς τέλος» του Michael Marshall Smith) και ούτε καν ολόκληρη η πόλη, αλλά εκείνη η οριοθετημένη από σύνορα γειτονιά, φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από υλικό αναμνήσεων ανάμεσα στα τούβλα και τα οδοφράγματα. Και ακόμα περισσότερο, είναι η γειτονιά μέσα από τα μάτια της παιδικής αθωότητας. Αθωότητας που δεν χάνεται, όπως λανθασμένα πιστεύεται με τη σεξουαλική αφύπνιση, αλλά με την επίγνωση της θνητότητάς μας (αυτή είναι η οριστική Πτώση από τον Παράδεισο της αθωότητας, η ενηλικίωση και η κατάρα μας).

Και στο μυθικό Μπέλφαστ των παιδικών αναμνήσεων ενός ενήλικα ο θάνατος παρωδείται, οπότε «δεν έχει νίκος». Οι γονείς θα παραμείνουν νέοι, όμορφοι, αστραφτεροί και ήρωες στα μάτια του – για πάντα! Κι ο παππούς (o Ciarán Hinds) θα συνεχίσει να προσφέρει σοφές συμβουλές μέχρι το τέλος («Δεν θα πάω κάπου που δεν μπορείτε να με βρείτε»). Επομένως ο θάνατός του στα μάτια του παιδιού δεν είναι κάτι φοβικό, απόλυτο, οριστικό. Το ίδιο ισχύει και για τη γιαγιά (η αγαπημένη Judi Dench) που στην τελική σκηνή θα μείνει μόνη της στο σπίτι, αφήνοντας στοργικά τα παιδιά και τα εγγόνια να φύγουν μακριά από τη λεκιασμένη με αίμα φωλιά, σε μια άλλη καλύτερη ζωή.

Το πέρασμα στην ενηλικίωση θα συντελεστεί αναίμακτα. Το παιδί φεύγει σταδιακά από το προσκήνιο για να ακολουθήσει ο άντρας, τα όνειρά του και η πορεία του. Η κάμερα που στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας κινείτο πανοραμικά και από ύψος, κατέβηκε στο επίπεδο του δρόμου, της γειτονιάς και των ανθρώπων της καθ’ όλη τη διάρκεια, για να επανέλθει ξανά στον αέρα στην καταληκτική σκηνή, αφήνοντας πίσω -σαν τον μικρούλη συμπαθέστατο πρωταγωνιστή μας- την πόλη και τις πληγές της, την παιδικότητα και τα όνειρά της. Ο ενήλικος καλλιτέχνης αποχωρεί, όπως κι εμείς εξάλλου, με νοσταλγία και θλίψη για την αθωότητα που χάθηκε μεν ανεπιστρεπτί, αλλά συνεχίζει να ζει στη σκοτεινή αίθουσα.

Υ.Γ. Όχι, η ταινία δεν είναι σπουδαία. Δεν είναι «Σινεμά ο Παράδεισος», δεν είναι «Ρόμα». Μου άρεσε για προσωπικούς λόγους. Συγχρονίστηκα μαζί της σε ένα βαθύτερο επίπεδο, συναισθηματικό, οπότε μου έδωσε αφορμή για να εκφράσω κάποιες σκέψεις.

Σχολιάστε