Δεν είναι εύκολο για το σύγχρονο εμπορικό, ψυχαγωγικό σινεμά τού Χόλιγουντ να βγει αξιοπρεπές ως αποτέλεσμα – στο παρελθόν ο Μετρ Χίτσκοκ δίδαξε πώς να συνδυάσεις το αμιγώς εμπορικό με το ποιοτικό-, αλλά άπαξ και γίνει αυτό, το απολαμβάνεις σαν ένα ωραίο, ευχάριστο γεύμα με εξίσου ικανοποιητική επίγευση. Από την άλλη πλευρά, οι σινεφίλ ταινίες τέχνης έχουν τη δική τους ομορφιά και πρωτοτυπία, όταν δεν είναι απλά εικονοποιημένος βερμπαλισμός, αυνανιστική επίδειξη «δι’ ολίγους». Εκ πρώτης βέβαια, στο ευρύ κοινό, φαντάζουν εγκεφαλικές, απαιτητικές, αργές και δυσπρόσιτες. Σίγουρα υπάρχουν και τέτοιες -πάντα αναφέρομαι στο σύγχρονο σινεμά-, αλλά οι περισσότερες (μετά από κάποια χρόνια εμπειρίας παρακολούθησης) τελικά ακολουθούν συγκεκριμένα patterns που βοηθούν στην αποκωδικοποίησή τους.

Εν ολίγοις, απαιτείται λίγη υπομονή στην αρχή, να αφεθείς στην αισθητική απόλαυση (έστω εις βάρος της κατανόησης), να μην αγχωθείς για απαντήσεις και στη συνέχεια να συλλέξεις τα κλειδιά που έχει αφήσει στην πορεία ο σκηνοθέτης, οδηγώντας στην ολοκλήρωση που συνήθως δένει όλα τα προηγούμενα σε συνεκτικό σύνολο (στην καλύτερη περίπτωση, καθώς συνήθως πολλά ξεφεύγουν στην πορεία, αλλά τα παραγνωρίζουμε εμείς οι illuminated μυημένοι, καθότι είναι «περί τέχνη» και όχι οι εισπρακτικές των evil studios που πίνουν το αίμα των παιδιών του 3ου κόσμου κλπ.). Όπως όλα στη ζωή, απαιτεί κάποια προπόνηση και παιδεία, αν και δεδομένου ότι ο σύγχρονος σινεφίλ κινηματογράφος είναι μια σκιά του παλιού εαυτού του, τα πράγματα αποδεικνύονται πιο εύκολα. Με λίγα λόγια, αν έχεις δει 100 σύγχρονες ταινίες τέχνης έχεις πλέον καταλάβει τι παίζει (ακριβώς όπως και στο ψυχαγωγικό σινεμά του Χόλιγουντ. Άλλο παιχνίδι μεν, ίδια λογική δε).
Σύντομα παραδείγματα, πολύ-πολύ χοντρικά και απλουστευμένα: Οι Ιρανοί έχουν την εμμονή με την ενορχηστρωμένη κίνηση στους εσωτερικούς χώρους και τα καλογραμμένα σενάρια (σέβομαι, αλλά έχει γίνει μανιέρα πλέον), οι Τούρκοι δίνουν έμφαση στην ποιητική κινηματογράφηση και τη φωτογραφία (χάρμα οφθαλμών), οι Ρουμάνοι ένα πιο σκληρό και στιλιζαρισμένο κοινωνικό σινεμά (ζόρικοι!), ο Χάνεκε κάνει τα δικά του επιχειρώντας κατά καιρούς να κοπιάρει τον Ντράγιερ (και η προσπάθεια αρκεί, δεν πειράζει…), οι Ασιάτες είναι πιο πολυδιάστατοι και ενδιαφέροντες από την παρηκμασμένη καλλιτεχνικά Ευρώπη και συνήθως κινούνται σε ένα ονειρικό πλαίσιο που συνδυάζει και την κοινωνική κριτική, και πάει λέγοντας. Κλισέ παντού, θα μου πείτε, αλλά έτσι είναι η ζωή, σπάνια προσφέρει εκπλήξεις στη μικρή διάρκειά της.
Και μετά από αυτή την τεράστια εισαγωγή, ας έρθω στο κυρίως θέμα: Υπάρχουν σκηνοθέτες και ταινίες που ΔΕΝ κατατάσσονται στις ως άνω κατηγορίες. Ο Π. Τ. Άντερσον είναι ένας από αυτούς τους ελάχιστους (το δικό του «The master» είναι ίσως η κορυφαία, μέχρι στιγμής, κινηματογραφική δημιουργία του 21ου αιώνα). Η τελευταία του ταινία ονομάζεται «Πίτσα γλυκόριζα» και σίγουρα δεν είναι η καλύτερή του. Όχι πως αυτό έχει την παραμικρή σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι αυτό που βλέπει ο θεατής δεν είναι άμεσα κατατάξιμο, κατηγοριοποιήσιμο.
Όταν ξεκινάει μια σινεφίλ ταινία, επαναλαμβάνω, έχεις κάποιους κώδικες, έχεις τα στοιχεία, κάνεις λίγη υπομονή και πιθανώς να αισθανθείς και μέρος της αφρόκρεμας όταν πιάσεις το «νόημα». Στην περίπτωση του Άντερσον αυτό δεν ισχύει. Τα στοιχεία είναι όλα εκεί, μιας και η ταινία -τύποις- είναι ένα love story, με ένα νεαρό ζευγάρι εξαρχής στο επίκεντρο, και εμάς να περιμένουμε πότε θα ευτυχήσουν μαζί στο τέλος, έχοντας περάσει τις συμπληγάδες. Και επειδή είναι γυρισμένο στη Αμερική, έχουμε επιπλέον και την αρωγή των απανταχού κριτικών, οι οποίοι αρπάζονται με χαρακτηριστική ευκολία από βαθυστόχαστες -my ass- αναλύσεις περί «American success story», καπιταλισμού κι όλες αυτές τις ξεπέτες- δεκανίκια, για εκείνους που τους δείχνουν το φεγγάρι (το κινηματογραφικό διακύβευμα) κι αυτοί κοιτάνε το δάχτυλο (την πολιτική ανάλυση). Κατανοώ, κάπως πρέπει να γεμίσει η σελίδα του Χ εβδομαδιαίου περιοδικού ή site και το «Αμερικανικό όνειρο» είναι καλό filler, καθότι δεν χρειάζεται πολύ σκέψη, λειτουργεί στερεοτυπικά και, ακόμα καλύτερα, ως ιδανικό conditioned reflex για ένα κοινό που έχει γαλουχηθεί να σκέφτεται με τον τρόπο αυτόν. Δύσκολο να είσαι πρωτότυπος και να σκέφτεσαι για τον εαυτό σου, τα έχουμε πει. Προφανώς και η ταινία αναφέρεται ΚΑΙ σε αυτά τα θέματα. Όπως κάθε ταινία του Άντερσον. Αλλά, είναι επιφαινόμενα, αποτελούν δευτερογενείς σημασιοδοτήσεις, είναι υποσημείωσεις στο έργο, δεν είναι το έργο!
Όχι, δεν πρόκειται εδώ να αναλύσω περαιτέρω, το έχουν κάνει τα γνωστά έντυπα μια χαρά (plus 2 τρομάρες). Το μόνο που θέλω να δηλώσω μετ’ επιτάσεως, καθότι αναγνώστης πάνω απ’ όλα, είναι πως αυτό που είδα στην οθόνη με παρέπεμψε στα γραπτά του Pynchon (ο Άντερσον τον έχει επιτυχώς μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, θυμάστε;) Κατά την παρακολούθηση της ταινίας, λοιπόν, ενός είδους παράδοξο χιούμορ υπεισέρχεται στη ροή, χωρίς όμως να διαλύει την υπόθεση. Πινελιές τρέλας εμφιλοχωρούν σε κάτι που θεωρητικά είναι καθ’ όλα συμβατικό, αλλά και πάλι όχι τόσο ορατό ώστε να κυριαρχήσει άμεσα, να γίνει αυτοσκοπός και να επισκιάσει την πλοκή. Αυτή η διαταραχή στο Matrix της πραγματικότητας λαμβάνει χώρα στην περιφερειακή μας όραση, κατά τη διάρκεια που ανοιγοκλείνει το μάτι. Και αυτό που περνάει από δίπλα είναι το σινεμά. Είναι η τέχνη, είναι το όραμα του δημιουργού, είναι το χρώμα πάνω στο χρώμα, η αντιστικτική μέθοδος δημιουργίας του Φλομπέρ που θέλησε να φτιάξει ένα έργο τέχνης χωρίς υπόθεση, αλλά με τις εικόνες να αναπληρώνουν την όποια δράση.
Εν συνεχεία, οι διάλογοι που δεν αντιστοιχούν πάντα σ’ αυτό που βλέπουμε ακριβώς, σαν να χάθηκε κάποιο καρέ, σαν να πάτησε το forward κάποιος σε στατική φάση ή το pause εν κινήσει. Δεν είμαι κινηματογραφικός κριτικός για να σας το αναλύσω – κρίνω ως αναγνώστης, φοβάμαι. Αν μπορούσα να το περιγράψω με μία εικόνα, θα ήταν η ακόλουθη: Εν μέσω μετακόμισης βρίσκομαι καθισμένος επάνω σε πολυθρόνα που οι αχθοφόροι ξεκινάνε να κουβαλούν, αλλά αντί να μετακινηθεί η πολυθρόνα, αρχίζει να κινείται το σπίτι. Και ό,τι καταλάβατε…
Δεδομένων αυτών, δεν έχω αποφασίσει ακόμη πόσο πολύ μου άρεσε η «Πίτσα γλυκόριζα». Σίγουρα δεν είναι η κορυφαία του δημιουργία, τα είπαμε. Αλλά είναι μια ταινία που χτύπησε στο κέντρο την πνευματική αλαζονεία που επέρχεται σταδιακά με τον χρόνο, ως προς την κατανόηση και πρόσληψη του κινηματογραφικού θεάματος. Και μόνο το γεγονός ότι προκάλεσε αυτή την έκπληξη, αυτή την εντύπωση, για εμένα είναι παραπάνω από αρκετό. Για άλλους, φυσικά, όχι. Όλοι χωράμε, και δεν χρειάζεται να είμαστε μόνο οι «καλοί».
Αρκετά επιθετικό σε βρίσκω, κάτι που δεν το συνηθίζεις. Γιατί η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει και πολιτική (με την ευρεία έννοια του όρου) πλευρά; Τα σημάδια – και για αυτό – είναι όλα εκεί. Αλλά περισσότερο μου έκανε εντύπωση το σχόλιο για το Χάνεκε. Πώς μιμείται τον Ντράγερ; Σε κάθε επίπεδο οι ταινίες τους είναι σχεδόν τα άκρα αντίθετα.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα
Καλέ αυτό λέω, ότι έχει πολιτική πλευρά,όπως και όλες του οι ταινίες.Το γράφω ξεκάθαρα.
Οσον αφορά τον Ντράγιερ, είχα βέβαια στο μυαλό τη Λευκή Κορδέλα 🙂
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα
Ναι, το γράφεις, αλλά γιατί θεωρείς, ότι έχει απαραιτήτως δευτερεύουσα σημασία; Σχεδόν ό,τι βλέπουμε στην ταινία, αλλά και η ίδια η ταινία έχει, νομίζω, πολύ συγκεκριμένες αναφορές. Τώρα, για τη Λευκή Κορδέλα, νομίζω, ότι η μόνη σχέση με τον Ντράγιερ, είναι, ότι είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο. 🙂
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα
Θεωρώ ότι έχει δευτερεύουσα σημασία σε κάθε έργο, όχι μόνο σε αυτή. Αλλά μεγάλη κουβέντα για να την κάνουμε εδώ.
Όσον αφορά τη Λευκή κορδέλα, οι κριτικές της εποχής το ανέφεραν συνεχώς. Ειδικά για την ταινία αυτήν εννοώ.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα
Για τη Λευκή Κορδέλα δεν το θυμάμαι, πιθανότατα να έχεις δίκιο. Γενικότερα, πάντως, το κείμενό σου βγάζει μια μεγάλη επιθετικότητα εναντίον των κριτικών, κάτι, που μου έκανε εντύπωση, γιατί δεν το συνηθίζεις. 🙂
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο