[Ο Λουί Μαλ κινηματογραφεί την παράσταση που ανέβασε ο Αντρέ Γκρέγκορι, σε διασκευή Ντέιβιντ Μάμετ]
Αν υπάρχει κάποιο νεκροταφείο ονείρων, έξω από την πύλη του στέκεται επιστάτης ο Τσέχωφ να υποδέχεται εκείνους που περιμένουν στη σειρά να κάνουν τον απολογισμό. Στον «Θείο Βάνια» επικρατεί ένα μοτίβο: εκείνο των διαψεύσεων. Οι ήρωες κινούνται μακάρια στην κοσμική σκακιέρα, συνήθως ανέτοιμοι και ανεπίγνωστοι. Όλα όσα καθορίζουν την ύπαρξη τούς διαφεύγουν μέσα από τα δάχτυλα, όπως κι ο χρόνος που περνά και σωριάζει στην άμμο τα όνειρά τους.

Ακόμα κι ανήκουν στην ανώτερη τάξη, διαθέτοντας αντίστοιχη μόρφωση, συχνότερα παραμένουν τυφλοί απέναντι στις ανάγκες τους και, κυρίως, απέναντι στον πυρηνικό τους εαυτό – στο ποιοι πραγματικά είναι. Οι ζωές τους στην επαρχιακή ραστώνη κινούνται σε ένα limbo όπου δεν υπάρχει προσδοκία Παραδείσου, αλλά ούτε φόβος Κόλασης – μια ενδιάμεση κατάσταση αιώνιας θαρρείς επανάληψης. Μόνιμο μοτίβο και επωδός στις συζητήσεις τους η πλήξη. Αν για τον Steiner η «ennui» υπήρξε ένας από τους λόγους που οδήγησε στην ανθρωποσφαγή του 1ου Παγκοσμίου, στον Τσέχωφ η κατάσταση αυτή κατατρώει εκ των έσω το σώμα και το πνεύμα των ηρώων.
Την καλοκαιρινή νηνεμία σπάνια διακόπτει κάποια καταιγίδα, η οποία αναστατώνει τους πρωταγωνιστές, φέρνοντας στην επιφάνεια υπόγειες συγκρούσεις, προκαλώντας προσωρινή ενδόρρηξη, οπότε το πολιτισμικό λούστρο φθείρεται για να διαφανούν έστω στιγμιαία οι ζωώδεις αντιθέσεις. Η ennui διαταράσσεται επιτέλους, οι κυνόδοντες γυμνώνονται και η βία αρπάζει στα δίχτυα της τους μετέχοντες του δράματος. Όλα βεβαίως επανέρχονται στη χλιαρή τους κανονικότητα αμέσως μετά. Κανείς δεν μπορεί να κάνει το βήμα που θα διαταράξει την επιβίωση, προς αναζήτηση της ζωής.
Ο ιδεαλιστής γιατρός διαθέτει το ηθικό ανάστημα να αρθεί επάνω από την μεγαλοαστική ενασχόληση με το έλασσον, αλλά κι αυτός κινείται σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο -μεταξύ των αποκτηνωμένων μουζίκων και των νωθρών αριστοκρατών- που καθιστά τα όνειρά του ουτοπικά – ασκήσεις επί χάρτου όπως τις βλέπουμε στην ταινία. Όταν μάλιστα υποκύπτει στη σαγήνη της όμορφης Ελένα χάνει την υπεροψία και το όποιο ηθικό πλεονέκτημα του οραματισμού του, όντας ένας απογυμνωμένος μεσήλικας άντρας που επιζητά το δεκανίκι της επιθυμίας για να συνεχίσει να πορεύεται στα λασπωμένα χώματα της επαρχίας.
Ο Θείος Βάνια πλήττει, όπως όλοι εξάλλου, και περιφέρει τον κυνικό του εαυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, στηλιτεύοντας τα προφανή μειονεκτήματα των λοιπών χαρακτήρων. Όντας ο ίδιος πικρόχολος, διατηρεί οξύτητα πνεύματος, με κυνικές εκλάμψεις που ενίοτε γίνονται βίαιες (ιδίως στη σύγκρουση με τον σύζυγο της νεκρής αδελφής του). Ο έρωτάς του για την Ελένα εκδηλώνεται απερίφραστα, δίχως ντροπή, αλλά και δίχως καμία ανταπόκριση. Αδυνατεί να ξεφύγει από τον κύκλο της συνήθειας, εξίσου δικό του δημιούργημα. Γι’ αυτόν μόνο ο έρωτας αποτελεί την ορατή διαφυγή, μια δεύτερη ευκαιρία, καταφυγή σε ένα παρελθόν που δεν βιώθηκε ως όφειλε, έναν χαμένο Παράδεισο νεότητας. Κι αυτός ο Παράδεισος έχει το όνομα της νέας κοπέλας. Και σαν τον άλλο, τον μυθικό, θα παραμείνει κλειστός για τον Βάνια. Το τέλος της ταινίας, όταν η κοπέλα με τον ηλικιωμένο σύζυγό της αποχωρεί, τον βρίσκει να επιστρέφει στην προτέρα αδρανή του κατάσταση, αναζητώντας παρηγοριά στη διαχείριση του κτήματος και σε μια ζωή χωρίς εκπλήξεις, αλλά δίχως τον πόνο της προσδοκίας.
Η Ελένα είναι η ομορφιά, η οιστρηλασία, η δίδυμη αδελφή της ευτυχίας. Αρκείται στο να είναι, δεν χρειάζεται να δράσει. Ως ύπαρξη παρακινεί, προκαλεί αναταράξεις στον ανδρικό πληθυσμό που δείχνει ανίκανος να αντισταθεί στη γοητεία της. Δεν είναι όμως η Ελένα λίγη, οι άντρες αποδεικνύονται ήσσονες. Η ομορφιά, μας διδάσκει ο Τσέχωφ, μπορεί να κλυδωνίσει προσωρινά την πρωτοκαθεδρία της ennui, αλλά δεν θα ανατρέψει τελικά την κυριαρχία της.
Εν μέσω αυτών των μορφωμένων, κομψεπίκομψων αριστοκρατών, η κάπως απλοϊκή και άσχημη Σόνια (ανιψιά του Βάνια), είναι η μόνη η οποία δεν φαίνεται να πλήττει, κατέχοντας ένα ψήγμα αλήθειας που επιθυμεί να το μοιραστεί με τους άλλους (The meek shall inherit the earth!). Η αλήθεια της είναι εκείνη της αγάπης και της αλληλεγγύης προς όλους. Αποζητά τον έρωτα του γιατρού, γιατί θαυμάζει το πνεύμα του και το όραμά του για την ανθρωπότητα. Γνωρίζει ότι δεν θα της ανταποδοθεί, αλλά σε αντίθεση με τους άλλους, αυτή η απόρριψη (μία ακόμα) δεν θα την κάνει κυνική και πικρόχολη, ούτε απέναντι στον εαυτό της ούτε στους γύρω της. Η σοφία και η ουσιαστική της ψυχική ανωτερότητα, σε σχέση με την επίπλαστη των άλλων, θα την προφυλάξει και θα της χαρίσει γαλήνη.
Ετούτη είναι η βαθύτερη ανάγκη των ηρώων του Τσέχοφ: να βρουν τη γαλήνη, ένα ασφαλές λιμάνι, μια αγκαλιά, έναν λόγο παρηγορητικό. Η ταινία θα κλείσει με την απλοϊκή Σόνια να προσφέρει στους ανώτερους πνευματικά συνομιλητές της και τους θεατές τη δική της γνώση. Όμως ο κύκλος θα παραμείνει άρρηκτος, η αρμονία δεν θα επέλθει, η σιωπή θα είναι εκείνη του νεκροταφείου.