Η ασαφής επικράτεια του ύφους και ο χάρτης της

Είναι σύνηθες το φαινόμενο οι κριτικοί λογοτεχνίας να επιχειρούν να αποδείξουν τη σημασία του αφηγηματικού ύφους, τονίζοντας την πρωτοκαθεδρία του έναντι του περιεχομένου, παραπέμποντας συχνά στην κλασική μαρξιανή έννοια όπου το σύνολο των υλικών κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών αποτελούν υποδομή-Unterbau και η αντανάκλαση της βάσης στην πνευματική, ηθική ζωή, αποτελεί την υπερδομή-Überbau. Προφανώς η διάκριση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, ιδίως στην περίπτωση του λογοτεχνικού έργου. Εντούτοις, προκύπτει ένα ακόμα σημείο ενδιαφέροντος, τουλάχιστον για εμένα.

Πιστεύω λοιπόν ότι οι εν λόγω μεγάλοι κριτικοί, λογοτέχνες, διανοούμενοι, αφού χρησιμοποιήσουν ευφάνταστη γλώσσα και ορισμούς για να εξηγήσουν το φαινόμενο, τελικά δείχνουν να καταφεύγουν στην ποιητική γλώσσα – κάτι σαν το φαινόμενο της «δημιουργικής ασάφειας», αλλά για τη λογοτεχνία. Ας δούμε κάποια προσεκτικά επιλεγμένα παραδείγματα, προτού επιχειρήσω να δώσω μία εξήγηση για το φαινόμενο αυτό.

Τα παραδείγματα

O. Wilde: «Τα πάντα έχουν σημασία στην τέχνη, εκτός από το θέμα».

R. Barthes: «Η λογοτεχνία σκηνοθετεί τη γλώσσα, αντί απλώς να τη χρησιμοποιεί».

G. Steiner: «Το ύφος είναι μια νέα γλωσσική σφαίρα, σαν να μπαίνεις σε ένα τοπίο που φωτίζεται με το δικό του φως. Υπάρχει ένα λεξικό και μια γραμματική για κάθε σοβαρό έργο».

Η. Bloom: «Πρωταρχικός λόγος μιας ανάγνωσης και το μέγα όφελος είναι η καλλιέργεια της προσωπικής συνείδησης, κάτι που οφείλουμε στην αισθητική αξία της λογοτεχνίας».

V. Nabokov: «Η λογοτεχνία είναι επινόηση, είναι ύφος. Η λογοτεχνία είναι φανταστική. Το να αποκαλέσεις μια ιστορία αληθινή είναι προσβλητικό τόσο για την τέχνη όσο και την αλήθεια».

M. Horkheimer: «Σε κάθε έργο τέχνης, το ύφος είναι μια υπόσχεση».

H. Marcuse: «H αρνητική δύναμη της τέχνης οφείλεται στο στιλ της. Η τέχνη αποσπά τα αντικείμενα από τον περίγυρό τους, τα απελευθερώνει από τους καταναγκασμούς τους. Στον κόσμο της τέχνης, κάθε λέξη, ήχος, χρώμα είναι καινούργιος, διαφορετικός, συντρίβοντας το οικείο πλαίσιο της αποδοχής, κατανόησης, βεβαιότητας».

T. Adorno: «Το καλλιτεχνικό έργο, ως σύνθεση μορφώματος που υπακούει στον μορφολογικό του νόμο».

Προφανώς τα παραδείγματα είναι επιλεκτικά και ως εκ τούτου αποσπασματικά. Έχουν όλα όμως ως κοινό τους τόπο το γεγονός ότι περιγράφουν τη λογοτεχνία με όρους στιλ. Αυτό είναι το προφανές και δεν χρήζει επεξήγησης. Τι σημαίνουν όμως στην πράξη όλα αυτά τα υπέροχα για κάποιον αναγνώστη που θα θελήσει να τα ιδιοποιηθεί και να τα ενσωματώσει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία και το κατά περίπτωση βιβλίο που διαβάζει;

Εξετάζοντάς τα, ένα ένα:

Κατά τον Wilde το θέμα, η υπόθεση του έργου δεν έχει την παραμικρή σημασία. Πρόκειται περί υπερβολής, προκειμένου να θέσει στον αναγνώστη το βασικό διακύβευμα, δηλαδή τον αφηγηματικό τρόπο του συγγραφέα. Δεν απαντά βέβαια στο ερώτημα του ποια είναι αυτά τα «άλλα» πλην του θέματος και γιατί θα πρέπει να τα αναζητήσει ο αναγνώστης. Απ’ το αρνητικό στο θετικό προκύπτει σημαντικό διάκενο, το οποίο χρήζει απάντησης.

Ο Barthe χρησιμοποιεί όρους σκηνοθεσίας για να διαφοροποιήσει την απλή χρήση της γλώσσας στην καθημερινότητα, σε σύγκριση πάντα με το πώς αυτή μετουσιώνεται λογοτεχνικά. Πώς όμως «σκηνοθετείται» η γλώσσα; Μένει να αποδειχθεί στην πράξη από τον συγγραφέα/σκηνοθέτη.

Στην περίπτωση του Steiner η ποιητική γραφή έχει την πρωτοκαθεδρία. Το «τοπίο που φωτίζεται από το δικό του φως», αλλά και το «λεξικό και η γραμματική» διαβάζονται όμορφα και υποδηλώνουν κάτι που περισσότερο επαφίεται στη φαντασία του αναγνώστη παρά λειτουργεί ως απτή πορεία πλεύσης.

Ομοίως ο Bloom συναρτά την ανάγνωση της λογοτεχνίας με την καλλιέργεια της προσωπικής συνείδησης και τη διεύρυνση του εαυτού. Πώς ακριβώς επιτελείται το θαύμα ετούτο και, επιπλέον, πώς ακριβώς εκφράζεται, παραμένει θολό.

Ο Nabokov, πιστός στα νάματα του ρωσικού φορμαλισμού, ένας πιουρίστας της αυτονομίας του λογοτεχνικού ύφους και επινόησης, αρνείται απαξιωτικά οποιαδήποτε προσπάθεια εισχώρησης των ιδεών ή της εποχής του συγγραφέα στο λογοτεχνικό έργο. Ενδιαφέρον, πλην όμως δογματικό κι ως εκ τούτου προβληματικό.

Όσον αφορά τον Horkheimer τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ασαφή. Αυτή η «υπόσχεση» του έργου τέχνης μπορεί να εκληφθεί πολλαπλά και να ερμηνευτεί αντίστοιχα. Πλην όμως η όποια ερμηνεία παραμένει στο «μάτι του παρατηρητή», όπως εξάλλου ισχύει στην περίπτωση κάθε υπόσχεσης – λογοτεχνικής ή μη.

Ευτυχώς ο Marcuse είναι πιο συγκεκριμένος. Περιγράφει τη λειτουργία του ύφος μεν, αλλά πώς ακριβώς «η λέξη, ο ήχος, το χρώμα» γίνονται καινούργια, «συντρίβοντας το οικείο πλαίσιο» παραμένει -για τον αναγνώστη πάντα και όχι για τον κριτικό ή τον φιλόσοφο- κάτι μάλλον απροσδιόριστο που δυνητικά θα το οικειοποιηθεί.

Τέλος, ο μόνιμα αυτοαναφορικός και δυσανάγνωστος Adorno γίνεται ακόμα πιο απροσπέλαστος όταν αναφέρεται στον μορφολογικό νόμο στον οποίο υπακούει η σύνθεση του μορφώματος, δηλαδή του έργου τέχνης. Φοβάμαι ότι εδώ επιχειρείται να παρουσιαστεί ως αποδεδειγμένο εκείνο που εξαρχής οφείλει να αποδειχθεί. Τουλάχιστον σε όλους εμάς που δεν είμαστε επαΐοντες, αλλά πρώτιστα αναγνώστες.

Τα συμπεράσματα

Τούτων δοθέντων, η πρώτη ένσταση που αντηχεί δυνατά στα αυτιά μου είναι περί επιλεκτικής χρήση μεμονωμένων σκέψεων, η οποία πιθανώς αδικεί τους συγγραφείς τους και υπονομεύει τη συλλογιστική μου. Αποδεχόμενος τις κατηγορίες, αφενός δεν διεκδικώ εδώ αντικειμενικότητα, διότι κανείς από τους προαναφερθέντες (και όσους διαβάζουν αυτά που γράφω) δεν περιμένει τη χάρη μου για να αναθεωρήσει τις απόψεις του. Αφετέρου, μπορεί να είμαι επιλεκτικός, πλην όμως όσα παρέθεσα είναι καταγεγραμμένα. Ας πάμε τώρα στο δια ταύτα, δηλαδή στον λόγο ύπαρξης αυτού του άρθρου.

Επανέρχομαι στη «δημιουργική ασάφεια» με την οποία ξεκίνησα στην αρχή. Σχεδόν κανένα από τα παραπάνω αποφθέγματα, απομονωμένο, δεν μπορεί να εξηγήσει στον αναγνώστη τι είναι τελικά το αφηγηματικό ύφος και πώς αυτό μπορεί να διαχωριστεί και να εκτιμηθεί καθ’ εαυτό. Προφανώς, εφόσον κάποιος ασχοληθεί εντατικά με το θέμα, διαβάσει στο σύνολό της τη σχετική βιβλιογραφία και εντάξει τα αποφθέγματα στο εννοιολογικό τους πλαίσιο και τα συναφή, θα έχει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα. Εντούτοις, συνεχίζω να πιστεύω ότι καθόλου τυχαία όλοι οι προαναφερθέντες καταλήγουν στη χρήση ποιητικής γλώσσας. Η τελευταία έχει το προσόν να χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις με τη μεταφορική, συνυποδηλωτική τους σημασία, στοχεύοντας στη συγκινησιακή δέσμευση του αναγνώστη. Διαπιστώνουμε το εξής: ακόμα και σε ένα «τεχνικής φύσης» θέμα, όπως είναι το αφηγηματικό ύφος, ο μη επαγγελματίας κριτικός, πλην φίλεργος αναγνώστης, οφείλει να στηριχτεί στις δυνάμεις της φαντασίας του, ώστε να ερμηνεύσει κατά το δοκούν, σ’ όλη τους την ασάφεια εκφράσεις όπως «σκηνοθεσία», «υπόσχεση», «τοπίο με φως», «προσωπική συνείδηση».

Διότι τελικά όταν επιχειρώ να διαβάσω ένα θεωρούμενο κλασικό έργο, το οποίο διακρίνεται για το στιλ του, πώς να εργαλειοποιήσω (το θέτω ωμά) αυτού του είδους τις παραινέσεις; Πώς να διακρίνω, ενώ διατρέχω τις σελίδες, τον βαθύτερο ιστό που ενοποιεί, που δίνει νόημα και ουσία σε όσα περιέχονται εντός του βιβλίου; Μπορεί θεωρητικά να έχω κατανοήσει τα λόγια των μεγάλων Δασκάλων, αλλά θα κληθώ να τα κάνω πράξη στο καθένα κείμενο και συγγραφέα που επιχειρώ να αποκωδικοποιήσω.

Φοβάμαι πως τα σοφά λόγια των Δασκάλων που παρέθεσα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν κάτι πολύ σημαντικότερο: την αναγνωστική εμπειρία και τη διάθεση ανακάλυψης αυτού του «Πώς» – πώς ο συγγραφέας επιτυγχάνει το προσωπικό του ύφος και με ποια μέσα. Δεν πρόκειται να προβώ σε αποκαλύψεις, δεν διαθέτω το εκτόπισμα, αλλά επαναφέρω το προφανές: όπως και το γούστο, η δυνατότητα να απομονώσει κάποιος τα συστατικά στοιχεία, απαιτεί χρόνο και προσπάθεια. Είναι, κατ’ αναλογία, το αντίθετο της μαγειρικής: η απόλαυση του φαγητού δεν συνδέεται επουδενί με τη γνώση ή όχι της συνταγής, δηλαδή του ακριβούς τρόπου παρασκευής του. Στην ανάγνωση, τώρα, ο αναγνώστης έχει το βιβλίο και αναζητά τη συνταγή. Με τη μέγιστη διαφορά ότι δεν αναζητά τη γνώση για να αντιγράψει το αποτέλεσμα και να ξεπεράσει τον σεφ στην παρασκευή του εδέσματος. Ο αναγνώστης αναζητά τη συνταγή για να κατανοήσει, ώστε να απολαύσει πληρέστερα το έργο του δημιουργού. Αυτό βέβαια προϋποθέτει περιέργεια, η οποία όπως όλοι γνωρίζουμε δεν είναι απαραίτητη. Μπορούμε εξίσου καλά να απολαύσουμε ένα έργο τέχνης χωρίς να ασχοληθούμε με τη… συνταγή.

Υποθέτω όμως ότι η περιέργεια αυτή είναι δεδομένη, οπότε ο αναγνώστης καλείται να αναγνωρίσει την προσωπική ταυτότητα του συγγραφέα, το γνήσιο της υπογραφής του στο βιβλίο (αυτό είναι τελικά το ύφος) και μετά, με υπερήφανη κρυφή χαρά, να την ανακαλύψει στο επόμενο του ίδιου συγγραφέα, και στο μεθεπόμενο. Όταν μπορέσει να απομονώσει τον τρόπο από το θέμα, όταν κατορθώσει να ανοίξει μια τυχαία σελίδα σε ένα βιβλίο και να βρει εκεί όλα όσα είναι οικεία, ανεξάρτητα από τον τίτλο ή την πλοκή, έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Το επόμενο είναι να εισχωρήσει ακόμα περισσότερο, κυνηγώντας το θήραμα σε επίπεδο εκφραστικών μέσων, επαναλήψεων, χρήσης των λέξεων, ακόμα και αρνητικά: μέσω απουσιών, μέσω παραλείψεων, ενοχλητικών ιδιαιτεροτήτων – όλα εκείνα που παρατηρούμε στα αγαπημένα οικεία μας πρόσωπα και τα αποδεχόμαστε ως αναπόσπαστο μέρος του συνόλου. Και μετά ο αναγνώστης είναι έτοιμος να προχωρήσει στον επόμενο συγγραφέα για να βρει κι εκεί το αποτύπωμα αυτό κ.ο.κ.

Μα, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης αυτής εδώ της μακροσκελούς ανάρτησης, τόσο απλό ήταν; Και αρκούσε η σοφία του γράφοντος για να δώσει λύση σε ένα από τα μεγάλα μυστήρια της συγγραφικής διαδικασίας; Φευ, τίποτα τέτοιο φοβάμαι. Διότι φυσικά δεν προσέφερα τίποτα περισσότερο από γενικολογίες και μεταφορές. Λογικό. Η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα δεν είναι μαθηματικά. Δεν μπορεί να στηριχτεί στις αδιάψευστες αποδείξεις. Σίγουρα επίσης δεν μπορούμε να την κρίνουμε με όρους επιστημολογίας, δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία της διαψευσιμότητας (όπως την έθεσε ο Καρλ Πόπερ), όπου για να είναι επιστημονική μια θέση, οφείλει να είναι διαψεύσιμη, τουτέστιν να ελεγχθεί και να αποδειχθεί λανθασμένη. Τι μας μένει λοιπόν;

Τίποτα περισσότερο από το προσωπικό μας αισθητήριο και την όμορφη ποιητική γλώσσα των Δασκάλων, όπου μέσω αυτής επιχειρούν να μεταφέρουν στο χαρτί το δικό τους αισθητήριο, την προσωπική τους εμπειρία. Κάπως έτσι δημιουργούνται οι Κανόνες τελικά, όσο κι αν αυτό με προβληματίζει και με αγχώνει. Θα επιθυμούσα σφόδρα να υπάρχει ένα Ιερατείο σοφών που καθοδηγεί το εκκλησίασμα των αναγνωστών, περιγράφοντάς τους με σαφή λόγο τι ακριβώς είναι το Ύφος και πώς να το αναγνωρίζουν και, εν τέλει, ποια είναι τα 100 βιβλία με τα οποία μπορεί κάποιος να ζήσει, πετώντας τα περιττά ράφια από το παράθυρο, και να πεθάνει μ’ εκείνα μόνο δίπλα του. Όμως, όσο κι αν με εκνευρίζει ο λογοτεχνικός σχετικισμός (de gustibus, ρε φιλαράκι…) αναγνωρίζω ότι αυτό είναι αφενός ουτοπικό, αφετέρου ενέχει στοιχεία πνευματικού ολοκληρωτισμού (ομολογώ αυτό δεν με ενοχλεί, καθότι στο πολιτιστικό επίπεδο παραμένω πεπεισμένος οπαδός της πεφωτισμένης δεσποτείας).

Και θα το επαναλάβω εδώ: όλοι όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως διανοούμενοι, μορφωμένοι και νοήμονες άνθρωποι έχουν την τάση να συγκινούνται από τα λεγόμενά τους, από τα γραπτά τους, από την εγγενή τους ικανότητα να εκφράζονται όμορφα και να διαβάζονται από άλλους. Αυτή η ματαιοδοξία, ο ναρκισσισμός, λειτουργεί παραμορφωτικά καθώς τους αποκρύπτει συνήθως την πραγματικότητα. Εντός ολίγου καταλήγουν να πιστεύουν αποκλειστικά εκείνα για το οποία μπορούν με άνεση και πειθώ να επιχειρηματολογήσουν ή να γράψουν. Τα πιστεύω τους, η αισθητική τους, οι παραινέσεις τους, ακολουθούν σαν δαρμένος σκύλος τη ματαιοδοξία τους.

Δεν ξέρω κατά πόσον μπορεί ο αναγνώστης, για να επανέλθω, να στηριχτεί σε όσα τον διδάσκουν οι επαΐοντες της γνώσης. Αν τα αγνοήσει, θα βγει χαμένος – το να τα πάρει ως δόγματα είναι εξίσου επισφαλές. Άρα θα πράξει κι εκείνος με τη σειρά του αυτό που κάνουν οι άνθρωποι από καταβολής, σ’ ό,τι έχει σχέση με τις πεποιθήσεις τους: θα ακολουθήσει τις εσωτερικές του παρορμήσεις και θα αναζητήσει εκείνα τα επιχειρήματα, εκείνες τις αισθητικές, εκείνα τα έργα που θα δικαιώσουν τις προτιμήσεις του. Συνταγή επιτυχίας τελικά δεν υπάρχει. Μόνο κάτι απροσδιόριστο: λίγη τύχη, ένα κάποιο γούστο και πλεόνασμα αγάπης.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s