Η επικρατούσα χρήση του όρου «Επιστημονική Φαντασία» στα ελληνικά, αδικεί κατάφωρα το είδος αυτό (fiction σημαίνει μυθοπλασία/ λογοτεχνία), καθώς στη βάση του είναι υποτιμητικό: η «Φαντασία» δίπλα στο «Επιστημονική» υποδηλώνει κάτι μη ρεαλιστικό, υποδεέστερο της Λογοτεχνίας, που με τη σειρά της -υποτίθεται- είναι ρεαλιστική, σε αντίθεση με την άλλη, την πλανεμένη, που κινείται στη σφαίρα του απίθανου, του παράλογου, τουτέστιν του παρα-λογοτεχνικού.

Δεν «κομίζω γλάυκα» αναφέροντας το προφανές: η άξια λόγου λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι ρεαλιστική με την έννοια της φωτογραφικής αποτύπωσης της εποχής της, της πιστής αναπαράστασης και αναπαραγωγής του υπάρχοντος. Ως τέτοια μπορεί να έχει δημοσιογραφική ή ιστορική αξία ενίοτε – όχι απαραίτητα όμως καλλιτεχνική. Κάθε έργο τέχνης αποτελεί επινόηση, έργο φαντασίας του δημιουργού της, δομημένο μεν από υλικά της πραγματικότητας, πλην όμως ανακατεμένα στον κάδο της ιδιαίτερης αφηγηματικής οπτικής του συγγραφέα. Κι αν τα προαναφερθέντα ισχύουν στην περίπτωση της «συμβατικής» λογοτεχνίας, τότε για τη science fiction μάλλον ισχύει εις διπλούν. Φαντασία επί δύο, επινόηση επί δύο.
Αν ήθελα να προσδιορίσω την «Εκπνοή», θα έλεγα ότι είναι μια συλλογή 9 διηγημάτων sci-fi, με φιλοσοφικό υπόβαθρο. Αυτό σημαίνει ότι χρησιμοποιεί τη φόρμα του είδους για να επεκταθεί σε φλέγοντα υπαρξιακά ερωτήματα. Ο Ted Chiang με σπουδές στην Επιστήμη των υπολογιστών, χρησιμοποιεί την επιστήμη, την τεχνολογία (τόσο την υπάρχουσα όσο και τη φανταστική/ μέλλουσα), προκειμένου να θέσει τα ερωτήματα και ενίοτε να δώσει απαντήσεις επ’ αυτών, αν και το τελευταίο γίνεται σπανιότερα, ως όφειλε άλλωστε, προκειμένου να μην εκπέσει στον απεχθή διδακτισμό των προαγωγών ιδεολογίας. Ζητήματα ταυτότητας, υπαρξιακά, σχετιζόμενα με τη μνήμη και τη λήθη, τον χρόνο, την επικοινωνία, την ελεύθερη βούληση, την τεχνητή νοημοσύνη και τη σχέση του δημιουργού-δημιουργήματος διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου αυτού.
Γιατί, θα ρωτήσει κάποιος, να μην θέσει αυτά τα σημαντικά ερωτήματα με τον παραδοσιακό τρόπο που επιλέγουν οι συγγραφείς και τι ακριβώς πετυχαίνει; Τι παραπάνω προσφέρει αυτή η φόρμα που μπορεί σε πολλούς να φαντάζει απωθητική ή έστω μη θελκτική; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η συγκεκριμένη φόρμα λειτουργεί απελευθερωτικά: με λίγα λόγια, δεν περιορίζει τον συγγραφέα στο θέμα του χρόνου, αλλά κυρίως από πλευράς τεχνολογικής εξέλιξης, σε σχέση πάντα με ένα κεντρικό ζήτημα ηθικής φύσεως. Αν η πραγματική ζωή, το παρόν, μπορεί να ζυμωθεί από μυθοπλαστικής πλευράς στα χέρια του συγγραφέα έτσι ώστε να συμπεριλάβει τη «σύγκρουση του ορθού με το ορθό» κατά τον Χεγκελιανό ορισμό της τραγωδίας, η φανταστική λογοτεχνία προσφέρει ένα επιπλέον επίστρωμα (εκείνο της τεχνολογικής εξέλιξης). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το θέμα φωτίζεται με εντελώς νέο τρόπο. Αφενός η τραγικότητα οδηγείται στα άκρα εξαιτίας του διαμεσολαβητικού παράγοντα που προσφέρει η χρονική/ τεχνολογική απόσταση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αφετέρου, ο αναγνώστης υφίσταται την ευεργετική επίδραση της μεταστροφής της αρχικής μη ταύτισης (εξαιτίας του φανταστικού επιστρώματος) που σταδιακά όμως μεταστρέφεται στην αντίστροφη διαδικασία, αλλά αυτή τη φορά ως απελευθερωτικής πράξης όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια.
Το παράδοξο της sci-fi λογοτεχνίας (εν γένει του φανταστικού) αποτελεί για εμένα ό,τι πιο ενδιαφέρον και ρηξικέλευθο σ’ αυτό το είδος. Με λίγα λόγια, ο συγκαιρινός αναγνώστης βρίσκεται σε έναν χωροχρόνο οικείο και ταυτόχρονα ξένο από τον δικό του – οικείο όσον αφορά την ανθρώπινη ταυτότητα και ανοίκειο σε σχέση με την τεχνολογία και τις επιπτώσεις της στη ζωή και την προσωπικότητά του. Αυτή η απόσταση προσφέρει τη δυνατότητα να αποδεχτεί ευκολότερα όλα εκείνα που στην καθημερινότητά του θα έβρισκε ακατανόητα, ακόμα και ειδεχθή. Εξ ου και το παράδοξο της ταύτισης/ μη ταύτισης που προανέφερα. Διόλου τυχαία η λογοτεχνία της φαντασίας -στα χέρια των ικανότερων κοινωνών της βεβαίως- απετέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί εργαστήριο εναλλακτικών ενοποιητικών μύθων, ανατρεπτικών λογισμών, ανοικειωτικών τεχνικών και αντι-θεαματικών προτάσεων.
Για να επανέλθουμε -τώρα και πάντα- στους ιδρυτές της Σχολής της Φρανκφούρτης που υποστήριζαν τον διττό χαρακτήρα της κουλτούρας: τα στοιχεία της κατάφασης και εκείνα της άρνησης της κοινωνικής δομής, εν τέλει την επιβεβαίωση και την απόρριψη του υπάρχοντος. Όταν ο οραματισμός ενός διαφορετικού τρόπου ύπαρξης στενεύει σαν κορσές τους ρεαλιστές γραφιάδες, οι κορυφαίοι συγγραφείς του είδους αιθερολάμνουν προς τις νησίδες της ουτοπίας δείχνοντας τον δρόμο της ελευθερίας.
Ως παραδείγματα εντός του βιβλίου, να παραθέσω τα εξής: Τη σχέση του δημιουργού με το δημιούργημα όπως τίθεται στο διήγημα «Ο βιολογικός κύκλος των λογισμικών όντων», όπου αναπτύσσεται εναργώς η σχέση γονέα-παιδιού μεταξύ μιας γυναίκας και μιας Τεχνητής Νοημοσύνης. Το οικείο (η κατάφαση) είναι η αείποτε γονική σχέση, ο πανίσχυρος δεσμός, ενώ το ανοίκειο (η άρνηση) είναι η διάρρηξη της μεταξύ ανθρώπινων όντων σχέσης, με το ένα σκέλος να είναι τεχνολογικό δημιούργημα. Αίφνης, ο αναγνώστης πλέει σε άγνωστα νερά, καλούμενος να αναθεωρήσει όσα δεδομένα, ευρισκόμενος σε τοπίο που φωτίζεται από το δικό του φως. Μοναδική του πυξίδα, και απαραίτητη προϋπόθεση, η φαντασία.
Η πρωταγωνίστρια του διηγήματος «Η αγωνία είναι ίλιγγος της ελευθερίας» βρίσκεται εν μέσω εσωτερικών συγκρούσεων και αναφωνεί -με περισσότερη ένταση από όση σκόπευε- «Θέλω να ξέρω αν οι αποφάσεις μου έχουν σημασία!». Εδώ το ανοίκειο, το τεχνολογικό αίτιο (η κβαντική τεχνολογία του λεγόμενου Πρίσματος επιτρέπει τη συνομιλία με έναν ή περισσότερους παράλληλους εαυτούς με διαφορετική πορεία στον χρόνο) λειτουργεί ως αφορμή για να περάσουμε στο οικείο που δεν είναι άλλο από τον τρόμο του κενού, το αρχέγονο ερώτημα περί ελεύθερης βούλησης και ντετερμινισμού. Τι σημαίνει τελικά να παίρνουμε αποφάσεις, πόσο μας καθορίζουν και κατά πόσον το παράδειγμα που δίνουμε επιδρά στους άλλους, επιστρέφοντας σ’ εμάς και ετεροπροσδιορίζοντάς μας; Θα μπορούσα να συνεχίσω για όλα τα διηγήματα, αλλά θεωρώ ότι ο αναγνώστης πρέπει να ανακαλύψει ο ίδιος τη γοητεία τους, χωρίς πατρονάρισμα.
Εξίσου σημαντικό, μολονότι μπορεί να ακουστεί ήσσονος σημασίας, είναι το γεγονός της νοηματικής πυκνότητας των διηγημάτων. Το καθένα από τα περιεχόμενα κείμενα αναφέρεται σε κάποιο σημαντικό θέμα, καθώς και άλλα απορρέοντα επιμέρους, προσδίδοντάς τους διαστάσεις μυθιστορήματος και αφήνοντας στον αναγνώστη μοναδική αίσθηση πληρότητας. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Chiang επένδυσε χρόνο και εργασία στο να διυλίσει τις σκέψεις του και να φέρει στον αναγνώστη το απόσταγμά τους, με αποτέλεσμα να μην περισσεύει τίποτα. Διόλου τυχαία στα 54 χρόνια του ο ολιγογράφος συγγραφέας έχει εκδώσει μόλις 2 συλλογές διηγημάτων. Η εντυπωσιακή αίσθηση οικονομίας που διακρίνει το βιβλίο είναι ένδειξη αξιοθαύμαστης συγγραφικής δεινότητας (κάτι που θα επιβεβαιώσουν υποθέτω οι συγγραφείς, όχι μόνο αναγνώστες όπως εγώ). Η αφηγηματική φόρμα του είδους της φαντασίας, γίνεται στα χέρια του Chiang εντυπωσιακό εργαλείο που αναδεικνύει το πυκνό υλικό, χωρίς εντούτοις να το αφήσει είτε να ξεφουσκώσει είτε να ξεχειλώσει, καθιστάμενο ανενεργό. Και βέβαια σε αυτό συμβάλει η αναμενόμενα υπέροχη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Λένε πως ένα από τα πλέον θελκτικά χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας είναι το ότι με το πέρας κάποιων σελίδων ο συγγραφέας έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο και ο αναγνώστης βρίσκεται χαμένος στον κόσμο που ο πρώτος έπλασε. Ακόμα κι ο ανύποπτος ή καχύποπτος αναγνώστης του genre αυτού, λησμονεί ήδη από τις αρχικές σελίδες της «Εκπνοής» ότι κινείται στη Ζώνη του Λυκόφωτος της φανταστικής λογοτεχνίας.
Πρόκειται για δώρο σπάνιο, ιδίως για όσους συνεχίζουν να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους ως μία πιθανότητα εν μέσω άλλων πολλών, ως μια πολύχρωμη ταπετσαρία που είναι πάντα εκεί, αλλά στις άκρες της έχει αρχίσει και ξεφτίζει. Και περιμένει ένα χέρι να τραβήξει το ξέφτι ελαφρά, αποκαλύπτοντας από πίσω το θαύμα…
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Εκπνοή – Τ. Τσιάνγκ”